Το ίδιο το κεντρικό σύνθημα της αφίσας «μπάζει». Δεν «μπατάρει», «μπάζει». Το δίπολο «προσλήψεις στα νοσοκομεία – αστυνομοκρατία» δεν απαντά στο αίτημα «για την υγεία του λαού». Γιατί όταν αντιμετωπίζεις πανδημία ενός λοιμωγόνου παράγοντα με πολύ υψηλή μεταδοτικότητα, δεν αρκούν οι προσλήψεις στα νοσοκομεία, αλλά χρειάζονται και μέτρα μείωσης της μετάδοσης. Η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος περίθαλψης αφορά την καταστολή της νόσου σε όσους εκδηλωθεί, ενώ η μείωση της μετάδοσης είναι η απαραίτητη πρόληψη.
Φυσικά και δεν έρχονται σε αντιπαράθεση η πρόληψη και η καταστολή ενός λοιμωγόνου παράγοντα, όμως ακόμα και πρωτοετή της Ιατρικής να ρωτήσεις, θα σου πει ότι η πρόληψη προηγείται της καταστολής.
Οταν μάλιστα βρίσκεσαι σε συνθήκες μεγάλης και ανεξέλεγκτης διασποράς του λοιμωγόνου παράγοντα, η πρόληψη αποκτά άμεσο, επιτακτικό χαρακτήρα, γιατί πρέπει να ανακόψεις τη διάδοση. Αν βρίσκεσαι στην αρχή της διασποράς, τότε ένα εκτεταμένο τέστινγκ και μια αυστηρή-λεπτομερής ιχνηλάτηση μπορούν να φέρουν αποτελέσματα, που θα χρειαστεί να συνοδευτούν από σχετικά ήπια περιοριστικά μέτρα. Αν όμως η διασπορά έχει ξεφύγει, τότε τα περιοριστικά μέτρα καθίστανται αναπόφευκτα.
Σε περιπτώσεις πανδημίας όπως η σημερινή, το μείζον είναι να φτάσουν όσο το δυνατόν λιγότεροι στα νοσοκομεία, ώστε να πεθάνουν όσο το δυνατόν λιγότεροι.
Φανταζόμαστε την οργίλη αντίδραση: «Δηλαδή να συναινέσουμε στην αστυνομοκρατία, την απαγόρευση των συγκεντρώσεων;». Ερώτημα που υποκρύπτει φτηνιάρικη σπέκουλα. Δε χρειάζεται να αποδείξουμε τίποτα. Τα προσκλητήριά μας για πλείστες όσες συγκεντρώσεις (μιλάμε για συγκεντρώσεις διεκδίκησης, όχι για αυτοαναφορικά σόου) κάνουν σκόνη κάθε σπέκουλα. Α, να μην το ξεχάσουμε: εμείς είμαστε παρόντες και στις δικαστικές αίθουσες όπου εξετάζονται αιτήματα αποφυλάκισης καταδικασμένων νεοναζιστών, παίρνοντας τα μέτρα μας για να αποφύγουμε τον κίνδυνο. Το καθήκον ενημέρωσης των αντιφασιστών προέχει. Κι είμαστε συχνά-πυκνά έξω από εργοστάσια, μοιράζοντας τις προκηρύξεις της οργάνωσής μας (έχουμε κάνει ουκ ολίγες καμπάνιες το διάστημα της πανδημίας). Οχι σ’ εμάς η σπέκουλα, λοιπόν.
Τα περιοριστικά μέτρα δεν είναι η αστυνομοκρατία. Τα απαραίτητα περιοριστικά μέτρα περιλαμβάνουν πρωτίστως το κλείσιμο των μεγάλων εκκολαπτηρίων και υπερμεταδοτών του λοιμωγόνου παράγοντα. Ποια είναι αυτά; Είναι οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις και τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Παράγοντες αλληλένδετοι, καθώς η λειτουργία των μεγάλων επιχειρήσεων τροφοδοτεί με συνωστισμό και τα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Είναι ο μόνος τομέας τον οποίο δεν έθιξε ποτέ η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Κατά καιρούς κλείνει ακόμα και τις εκκλησιές (και καλά κάνει), όμως τις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις δεν τις έκλεισε ούτε για μια μέρα, αποδεικνύοντας ότι αυτές αποτελούν τα ιερά και τα όσια του συστήματος, πάνω και από τις εκκλησιές που συντηρούν τη σκοταδιστική-ανορθολογική ιδεοληψία. Βλέπετε, προσευχή μπορείς να κάνεις και από το σπίτι, ενώ η μηχανή στο εργοστάσιο δεν κινείται με τηλεργασία.
Κι όμως, αυτή η προβληματική δεν απασχολεί καθόλου τους συντάκτες της αφίσας. Ούτε υπαινικτικά δεν περνάει η ιδέα ενός lockdown που θα περιλάβει πρωτίστως τις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Στον ιταλικό βορρά οι εργάτες έκαναν απεργία για να επιβληθεί lockdown στα εργοστάσια. Εδώ, αυτό το αίτημα δε διατυπώνεται ούτε σε επίπεδο ζύμωσης.
Ολα ξεκίνησαν τον πρώτο καιρό της πανδημίας, όταν διάφοροι παπαρολόγοι τύπου Τζιόρτζιο Αγκάμπεν ξιφουλκούσαν ενάντια στα απαραίτητα περιοριστικά μέτρα, προτάσσοντας τα μικροαστικά τους ιδεολογήματα, και οι εγχώριοι «μαθητές» τους έβλεπαν στα περιοριστικά μέτρα «ολοκληρωτική καταστολή», «μεγάλο αδελφό» και τα παρόμοια.
Στη συνέχεια, καθώς η ζωή δεν επιβεβαίωσε αυτή τη μπουρδολογία (στη χώρα μας, ας πούμε, για να στηρίξει το άνοιγμα των συνόρων στον τουρισμό, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κήρυξε καλοκαίρι… έρωτα και ανεμελιάς), αλλά αντίθετα έδειξε ότι η μη σωστή εφαρμογή των αναγκαίων περιοριστικών μέτρων οδήγησε σ’ ένα ιδιαίτερα θανατηφόρο δεύτερο κύμα της πανδημίας (το οποίο η χώρα μας θα μπορούσε να αποφύγει, καθώς έβγαλε το πρώτο κύμα με πολύ χαμηλή διασπορά του ιού – για λόγους ανεξάρτητους από την κυβερνητική πολιτική), προσπάθησαν να βάλουν και κάποια στοιχεία κριτικής στην εγκληματική διαχείριση της πανδημίας, υπαινισσόμενοι (απλώς υπαινισσόμενοι) ότι το lockdown είναι απαραίτητο, αλλά δεν εφαρμόζεται όπως πρέπει.
Από τις παραμονές της 17ης Νοέμβρη και μετά, όταν η κυβέρνηση ξαπέλυσε τη μπατσαρία ενάντια στις συγκεντρώσεις, τις οποίες «έδειξε» σαν εκκολαπτήρια του κοροναϊού, ξέχασαν όλα τα μερεμέτια που είχαν προσπαθήσει να κάνουν στο δημόσιο λόγο τους και επέστρεψαν στην αγαπημένη τους ιδεοληψία, θεωρώντας ότι… δικαιώθηκαν.
Ομως, με ή χωρίς αστυνομοκρατία, η πανδημία είναι παρούσα και θερίζει κόσμο. Δικό μας κόσμο. Γιατί οι άνθρωποι της τάξης μας στριμώχνονται στους τόπους δουλειάς και στα μέσα μαζικής μεταφοράς και μεταφέρουν τον ιό στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Και οι δικοί μας γέροντες και γερόντισσες πεθαίνουν, γιατί δεν μπορούν να προστατευθούν αποτελεσματικά στα μικρά διαμερίσματά τους, με τον ιό να «κόβει βόλτες» στη γειτονιά τους, να έχει «φωλιάσει» στα παιδιά τους και στα εγγόνια τους (που όταν το καταλαβαίνουν είναι συνήθως αργά).
Οποιος χώνει το κεφάλι του στην άμμο, δεν εξαλείφει το πρόβλημα, απλά κάνει πως δεν το βλέπει. Το βλέπουν, όμως, οι υπόλοιποι και μας κρίνουν όλους, όχι μόνο από το πώς αντιπαλεύουμε την αστυνομοκρατία, αλλά και από το πώς αντιπαλεύουμε την ταξική διαχείριση της πανδημίας από το πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης.
Π.Γ.