Η πρώτη ερώτηση που έγινε στην Αλ. Παπαρήγα στο «ντιμπέιτ» των πολιτικών αρχηγών αφορούσε ένα από τα θέματα με τα οποία ανθίζει η ευρωλιγούρικη σπέκουλα στη χώρα μας. Ο δημοσιογράφος ρώτησε πώς το ΚΚΕ, που δεν θέλει η Ελλάδα να είναι μέλος της ΕΕ, θα αναπλήρωνε τις κοινοτικές ενισχύσεις που έχουν εισρεύσει άφθονες στη χώρα.
Η ερώτηση είναι πανεύκολη –για να μην πούμε αβανταδόρικη– για κάποιον που γνωρίζει στοιχειωδώς το θέμα. Ομως, η Παπαρήγα έδωσε μια απάντηση με την οποία στην ουσία επιβεβαίωσε αυτό που υπονοούσε ο δημοσιογράφος. Σχεδόν τραυλίζοντας, είπε αρχικά ότι οι κοινοτικές ενισχύσεις μειώνονται και μετά άρχισε να λέει πως περισσότερο απ’ το 80% αυτών των ενισχύσεων πηγαίνουν «στους επιχειρηματικούς ομίλους ή πάνε για συνδρομή έργων από τα οποία κυρίως επωφελούνται οι επιχειρηματικοί όμιλοι ή για έργα που μπορεί να επωφελείται και ο λαός, όπως, π.χ., οδικά δίκτυα – τα οποία βεβαίως μπορούσαμε να τα κατασκευάσουμε και χωρίς τη συνδρομή της ΕΕ – αλλά αυτοί που τα κατασκευάζουν παίρνουν και την ιδιοκτησία και πληρώνουμε μετά διόδια».
«Αλλα αντί άλλα, της Παρασκευής το γάλα». Εύκολα μπορεί να αντιτείνει κάποιος, ότι και με εγχώρια χρηματοδότηση να κατασκευάζονταν τα έργα, πάλι οι επιχειρηματικοί όμιλοι θα τα κατασκεύαζαν, πάλι αυτοί θα έβγαζαν τα κέρδη και ο φορολογούμενος λαουτζίκος θα πλήρωνε το μάρμαρο. Από την άλλη, όταν δεν λες κουβέντα γι’ αυτό που παρουσιάζεται σαν το βαρύ πυροβολικό των «κοινοτικών ενισχύσεων», αυτές που κατευθύνονται στον αγροτικό τομέα, είναι σαν να προσπαθείς ένοχα να το κρύψεις. Εύλογα, λοιπόν, σου λέει ο πονηρός ευρωλάγνος: «Δίκιο έχεις, αλλά κάποια λεφτά έρχονται. Ας αγωνιστούμε να πηγαίνουν περισσότερα στο λαό και λιγότερα στο κεφάλαιο».
Είναι τόσο άσχετη η Παπαρήγα ώστε να μην ξέρει πως η λογιστική προσέγγιση των σχέσεων Ελλάδας-ΕΕ είναι μια καλοστημένη παγίδα, που κρύβει την αλήθεια; Ας διαλέξει μόνη της αν πρέπει να κατηγορηθεί για ασχετοσύνη ή για κάτι χειρότερο.
Πριν μερικά χρόνια, στο συμβούλιο κορυφής του Δεκέμβρη του 1999, στο οποίο συζητιόταν αυτό που στη χώρα μας ονομάστηκε Γ’ ΚΠΣ, ο τότε πρωθυπουργός Κ. Σημίτης τα πήρε στο κρανίο με τους Γερμανούς, που ισχυρίζονταν ότι δίνουν πολλά λεφτά σε χώρες σαν την Ελλάδα, και απάντησε στον Σρέντερ «έξω από τα δόντια». Του είπε ότι η λογιστική προσέγγιση (δηλαδή το δούναι και λαβείν κάθε χώρας με τον κοινοτικό προϋπολογισμό) είναι λαθεμένη και ότι πρέπει να συνυπολογιστούν τα οφέλη στον τομέα των επενδύσεων και του εμπορίου που αποκομίζουν οι ισχυρότερες χώρες. Θύμισε μάλιστα ότι η Γερμανία, χάρη στην ύπαρξη της ΕΕ, κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και γι’ αυτό δεν θα έπρεπε να λέει λέξη για τις έτσι κι αλλιώς ισχνές ενισχύσεις που πηγαίνουν προς τις ασθενέστερες χώρες.
Φυσικά, αυτά ειπώθηκαν άπαξ και έμειναν εκεί. Δεν πέρασαν στην προπαγάνδα του ΠΑΣΟΚ. Τι είπε ο Σημίτης, έστω άπαξ, έστω με μισόλογα; Οτι οι περιβόητες ενισχύσεις που πηγαίνουν προς τις ασθενέστερες καπιταλιστικές χώρες της ΕΕ δεν είναι παρά ένα είδος ενοικίου που καταβάλλουν οι ισχυρότερες χώρες, προκειμένου να νέμονται προνομιακά την αγορά αυτών των χωρών.
Πώς είναι δυνατόν η Παπαρήγα να εμφανίζεται ότι αγνοεί αυτά τα στοιχειώδη πράγματα και να βρίσκεται πολύ πίσω από το Σημίτη; Οποια κι αν είναι η απάντηση, σημασία έχει ότι ο Περισσός κατάφερε να συκοφαντήσει ολόκληρο το αντι-ΕΕ κίνημα, εμφανίζοντάς το σαν ένα κίνημα που δεν ξέρει τι του γίνεται και που κατευθύνεται από «ιδεολογικές αγγυλώσεις». Φούσκωσε τα πανιά των κάθε είδους ευρωλάγνων.
Π.Γ.