Πριν από πολλά χρόνια, το συνδικαλιστικό κίνημα συσπειρωνόταν γύρω από το αίτημα της ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή). Ζητούσε, δηλαδή, τη θέσπιση ενός μηχανισμού με τον οποίο οι μισθοί θα αναπροσαρμόζονταν αυτόματα, ανάλογα με την αύξηση του επίσημου τιμάριθμου. Οι ταξικές δυνάμεις κριτικάριζαν αυτό το αίτημα ως ρεφορμιστικό, διότι έφραζε το δρόμο στη διεκδίκηση ουσιαστικών αυξήσεων, ενώ στην πρακτική του εφαρμογή δεν θα διατηρού-σε ούτε την αρχική αγοραστική δύναμη των μισθών. Κάποια στιγμή, την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, η ΑΤΑ θεσπίστηκε. Βέβαια, κάθε άλλο παρά ΑΤΑ ήταν, αφού ο μηχανισμός φρόντιζε να αυξάνει τους μισθούς σημαντικά λιγότερο από την αύξηση του τιμάριθμου. Ακολούθησε τότε νέα διελκυστίνδα, με τα συνδικάτα να ζητούν «πραγματική ΑΤΑ» και τις κυβερνήσεις να εφαρμόζουν διάφορες αλχημείες (πάντα σε βάρος των εργαζόμενων), μέχρι που η ΑΤΑ ενταφιάστηκε μετά τιμών και έκτοτε την έχουν ξεχάσει όλοι.
Θα περίμενε κανείς ότι σήμερα, σε μια περίοδο που η ακρίβεια καλπάζει, ιδιαίτερα στα είδη βασικής κατανάλωσης, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία θα ξαναθυμόταν την ΑΤΑ και θα τη διατύπωνε ως αίτημα. Είναι τόσο ξεφτιλισμένη, όμως, τόσο ξεπουλημένη στο κεφάλαιο, που ούτε αυτό το ρεφορμιστικό αίτημα δεν τολμά να διατυπώσει. Αντίθετα, υπογράφει συμβάσεις που ξεπουλούν το μεροκάματο, οργανώνει αποπροσανατολιστικές φιέστες και προχωρά σε «εθνικής εμβέλειας» συνομιλίες με τους καπιταλιστές, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια των εργαζόμενων.
Η κυβέρνηση, ακολουθώντας την… παραδοσιακή εισήγηση Βαμβακούλα («να φτιάξουμε μια τριμελής επιτροπή από πεντέξι άτομα»), ανακοίνωσε τη δημιουργία «Υπηρεσίας Εποπτείας της Αγοράς», που θα εποπτεύεται από Ειδική Γραμματεία και θα έχει «ελεγκτικές, κοστολογικές και τιμοληπτικές αρμοδιότητες», όπως ανακοίνωσε με το γνωστό του στόμφο ο και «μαντηλάκιας» αποκαλούμενος Χρ. Φώλιας. Τι ακριβώς θα κάνει αυτή η Υπηρεσία; Οπως δήλωσε και πάλι ο Φώλιας, σκοπός της θα είναι «ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουμε την κατάσταση στην αγορά, να πρεμβαίνουμε εκεί που πρέπει και να επιβάλλονται αυστηρές κυρώσεις όπου δεν υπάρχει συμμόρφωση προς την κείμενη νομοθεσία».
Στις τελευταίες λέξεις βρίσκεται όλο το «ζουμί». Τι προβλέπει η κείμενη νομοθεσία; Υποχρεωτικές ανώτατες τιμές ισχύουν μόνο για τα κυλικεία των πλοίων, των τρένων, των σχολείων και των μουσείων και μάλιστα όχι για όλα τα είδη (είναι γνωστό το κόλπο με τα μικρά και τα μεγάλα ποτήρια φραπέ). Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις απαγορεύεται ο ορισμός ανώτατων τιμών. Αυτές τις καθορίζει ελεύθερα η αγορά. Επίσης, ανώτατα περιθώρια κέρδους χοντρικής και λιανικής ισχύουν μόνο σε ορισμένα ζαρζαβατικά (πατάτες, ντομάτες, ροδάκινα, φασολάκια, σταφύλια), στις παιδικές τροφές και τα φάρμακα (οι φαρμακοβιομήχανοι δεν έχουν πρόβλημα, γιατί κάθε χρόνο τα βρίσκουν με την κυβέρνηση). Τι θα κάνει λοιπόν η επιτροπή Φώλια; Θα καταγράφει τις τιμές και θα μας ενημερώνει ότι έχει φτηνή βενζίνη στο τάδε χιλιόμετρο της εθνικής! Αυτό, δηλαδή, που κάνει και τώρα το υφυπουργείο Εμπορίου. Μιλάμε για κοροϊδία του αισχίστου είδους. Ειδικά αν αναλογιστούμε ότι ο Φώλιας, που προ καιρού κόμπαζε ότι «θα κόψει τα χέρια των κερδοσκόπων», δεν έχει τολμήσει να δώσει στη δημοσιότητα ούτε ένα όνομα, έτσι για το γαμώτο. Του έχουν διαμηνύσει, βλέπετε, οι καπιταλιστές ν’ αφήσει τις μαλακίες, γιατί θα του κόψουν τον κώλο, αφού αν δώσει ονόματα μεγάλων επιχειρήσεων αυτό θα ισοδυναμεί με εμπορική δυσφήμηση.
Γνωρίζοντας καλά τις πραγματικές διαστάσεις του παιχνιδιού που παίζεται, ο ΣΕΒ επιχειρεί τη δική του αντεπίθεση, βάζοντας στο παιχνίδι και τον «κοινωνικό εταίρο» του, τη ΓΣΕΕ. Με μια μακροσκελέστατη ανακοίνωση, που το ύφος της μαρτυρά ότι είναι γραμμένη διά χειρός Δασκαλόπουλου, ο ΣΕΒ προειδοποίησε ότι «η διαρκής αναζήτηση εξιλαστήριου θύματος στους “κερδοσκόπους” της επιχειρηματικής δράσης, δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμο άλλοθι της πολιτικής αβελτηρίας ή ανεπάρκειας», διότι «υπονομεύει εκείνες ακριβώς τις δημιουργικές δυνάμεις, στη δράση των οποίων υποχρεωτικά θα βασιστούμε για την έξοδο από την κρίση και, πάντως, δεν υποκαθιστά την ανάγκη ενός συντεταγμένου σχεδίου αντιμετώπισης της εντεινόμενης κρίσης». Μας «ενημέρωσε», ότι «ο επιχειρηματικός κόσμος υφίσταται άμεσα –όπως το κοινωνικό σύνολο στο οποίο ανήκει– τις συνέπειες της κρίσης» (!) και ότι «όσες μεγάλες επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα, στρατεύτηκαν με αίσθημα κοινωνικής ευθύνης στη μάχη κατά της ακρίβειας, απορροφώντας μέρος του αυξημένου κόστους και συγκρατώντας στο μέτρο του δυνατού τις τιμές τους» (!) και υπέδειξε ως μοναδικό ένοχο το κράτος, που «αποτελεί στη χώρα μας την πρώτη και βασική πηγή ακρίβειας», διότι «σε όλες τις περιπτώσεις, η παρέμβασή του οδηγεί σε μείωση του ανταγωνισμού και σε αύξηση των τιμών που εκτρέφει τον πληθωρισμό»!!!
Ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίηση αυτού του προκλητικού μανιφέστου, ο Δασκαλόπουλος έστειλε και μια επιστολή στον Παναγόπουλο, την οποία έδωσε αμέσως στη δημοσιότητα. Σ’ αυτή, αφού αναφέρει ότι «το κύμα της ακρίβειας δεν «πνίγει» μόνο τα νοικοκυριά, δεν φέρνει σε αδιέξοδο μόνο τους χαμηλόμισθους και τους συνταξιούχους. Πλήττει και την επιχείρηση, το εμπόριο, τη βιοτεχνία, τους επαγγελματίες», πρότεινε «να θέσουμε το πρόβλημα της ακρίβειας πρώτο στην ατζέντα του Μόνιμου Βήματος και άμεσα να ξεκινήσουμε έναν ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο, προκειμένου μαζί να βρούμε τους ουσιαστικότερους τρόπους αντιμετώπισής του και μαζί να διεκδικήσουμε την εφαρμογή τους. Η ακρίβεια συνιστά μια ανοιχτή πρόκληση στην κοινή μας ευθύνη, στο κοινό μας μέλλον».
Πανέτοιμος ο Παναγόπουλος (προφανώς είχε ενημερωθεί παρασκηνιακά), απάντησε αυθημερόν (ως απόλυτος άρχων, χωρίς να συγκαλέσει κανένα όργανο της ΓΣΕΕ) με μια γλοιώδη επιστολή, στην οποία, αφού διαπιστώσει με ικανοποίηση ότι η επιστολή Δασκαλόπουλου αποτελεί «ανταπόκριση στο δημόσιο κάλεσμα που απευθύναμε στις εργοδοτικές οργανώσεις για την κατά προτεραιότητα συζήτηση στο “Βήμα Διαλόγου” του ζητήματος της ακρίβειας», και αφού σημειώσει (χρειάζεται και το ξεκάρφωμα), ότι «η πλειονότητα των επιχειρηματιών (προφανώς και μελών σας) φέρουν βαριά ευθύνη για την ακρίβεια» (όχι όλοι, βέβαια, όχι ο καπιταλισμός ως σύστημα), εκφράζει τη συμφωνία του στο «διάλογο» και προτείνει «ο χρόνος σύγκλισης και η εξειδίκευση της ατζέντας να καθοριστούν από τους επιστημονικούς συνεργάτες μας». Προσθέτει, δε, ότι η ΓΣΕΕ «θέλει να θέσει και το αίτημά μας για έκτακτη εισοδηματική ενίσχυση των χαμηλόμισθων». Από την κυβέρνηση, προφανώς, και όχι από τους καπιταλιστές, που δεν έχουν άλλες υποχρεώσεις πέραν αυτών που έχουν υπογράψει συμβατικά.
Ηταν τόσο προκλητική η επιστολή Παναγόπουλου, που του την έπεσε μέχρι και ο δεξιός Πουπάκης, που του τη βγήκε από… αριστερά (έχει τους λόγους του, γιατί φοβάται ότι Παναγόπουλος και Δασκαλόπουλος θα στοχοποιήσουν την κυβέρνηση, για να βγουν λάδι οι καπιταλιστές). Σα βρεγμένη γάτα ο Παναγόπουλος έκανε «διορθωτική» δήλωση: «Η ακρίβεια οφείλεται και στην επιχειρηματική κοινότητα σε μέλη του συνδέσμου επιχειρήσεων και βιομηχανιών οφείλεται και στις πολιτικές και κυβερνητικές παραλείψεις. Αυτούς τους δύο παράγοντες εμείς οφείλουμε να τους αντιμετωπίσουμε. Ιδιαίτερα προς τον ΣΕΒ, πέραν της πρόσκλησης για διάλογο εμείς απευθύνουμε πρόσκληση για εισοδηματική ενίσχυση των χαμηλόμισθων οι οποίοι πλήττονται περισσότερο από το κύμα ακρίβειας και της αισχροκέρδειας που υπάρχει».
Τι είναι τούτο πάλι; Τι θα πει «πρόσκληση για εισοδηματική ενίσχυση των χαμηλόμισθων»; Τους χαμηλόμισθους (και μόνο) δεν αφορά η ΕΓΣΣΕ που υπέγραψαν με το ΣΕΒ; Τι ζητά ο Παναγόπουλος, επαναδιαπραγμάτευση της σύμβασης; Επειδή αναπτύχθηκε σχετική φιλολογία, ο Παναγόπουλος βγήκε την άλλη κιόλας μέρα στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ και ξεκαθάρισε ότι «επ’ ουδενί» δε ζητά επαναδιαπραγμάτευση της σύμβασης, ότι «σέβεται την υπογραφή του» και ότι αίτημα για επαναδιαπραγμάτευση θα συνιστούσε «θεσμικό ολίσθημα»!!! Τι ζητά, δηλαδή; Να δώσουν οι καπιταλιστές ελεημοσύνη, φιλανθρωπικό βοήθημα στους χαμηλόμισθους; Και οι άλλοι, το 80% και βάλε των εργατών που πληρώνονται με τις κλαδικές συμβάσεις; Αυτοί, προφανώς, δε χρειάζονται τίποτα! Καλά είναι! Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν την εργατοπατερική αλητεία.