«Η ανθρωπότητα έχει γίνει κατά ένα κεφάλι κοντότερη και μάλιστα το σημαντικότερο κεφάλι που σήμερα διέθετε».
Τα λόγια του Φρίντριχ Ενγκελς, σε επιστολή που έστειλε στον Φρίντριχ Αντολφ Ζόργκε, μια μέρα μετά το θάνατο του Καρλ Μαρξ, στριφογύριζαν στο μυαλό παρακολουθώντας την ταινία του Ραούλ Πεκ «Οταν ο Μαρξ συνάντησε τον Ενγκελς» (ο πρωτότυπος τίτλος είναι «Ο νεαρός Καρλ Μαρξ», αλλά οι έλληνες διανομείς συχνά παραλλάσσουν τους τίτλους των ταινιών προς το… πιο πιασάρικο).
Μετά την προβολή, φρεσκάρισμα της μνήμης με τον σύντομο επικήδειο που εκφώνησε ο Ενγκελς στις 17 Μάρτη του 1883, στο κοιμητήριο του Χαϊγκέιτ, αποχαιρετώντας τον επιστήθιο φίλο και σύντροφο μιας ολόκληρης ζωής: «Στις 14 του Μάρτη το απόγευμα, στις τρεις παρά τέταρτο, έπαψε να σκέφτεται ο μεγαλύτερος σύγχρονος στοχαστής. Μόλις τον είχαμε αφήσει μονάχο του δυο λεφτά και τον βρήκαμε όταν ξαναμπήκαμε στο δωμάτιό του ήσυχα αποκοιμισμένο στην πολυθρόνα του, αλλά για πάντα. Είναι αδύνατο να εκτιμήσουμε τι έχασε το μαχητικό ευρωπαϊκό και αμερικάνικο προλεταριάτο, τι έχασε η ιστορική επιστήμη με το θάνατο αυτού του ανθρώπου. Πολύ γρήγορα θα γίνει αισθητό το κενό που δημιούργησε ο θάνατος αυτού του γίγαντα».
Πόσο ανταποκρινόταν η συγκεκριμένη ταινία στις επιγραμματικές -μα τόσο σοφές- περιγραφές του Ενγκελς; Καθόλου. Αλλά και ποια ταινία θα μπορούσε να σταθεί αλύγιστη μπροστά στο βάρος των ιδεών αυτού του γίγαντα;
Το βέβαιο είναι πως η ταινία του Πεκ δε θα μείνει στην ιστορία, με τον τρόπο που είχε προβλέψει ο Ενγκελς για τον Μαρξ κλείνοντας τον επικήδειο λόγο του: «Το όνομά του και το έργο του θα ζήσουν στους αιώνες!». Είναι μια ταινία ακαδημαϊκή, επίπεδη, που μόνο οι ικανότητες του σκηνοθέτη, το «καστ» των ηθοποιών και η πλούσια παραγωγή τη διασώζουν από το επίπεδο της τηλεοπτικής αισθητικής. Από καλλιτεχνική άποψη έχει φτιαχτεί με όλους τους κανόνες της «κινηματογραφικής βιομηχανίας». Ενας (καλλιτεχνικά) ανατρεπτικός κινηματογραφιστής θα μπορούσε να φτιάξει μια ταινία που να ανταποκρίνεται στο «μέγεθος» των ηρώων που βιογραφεί (ο Μαρξ, ο Ενγκελς, η Τζένι Μαρξ, η Μέρι Μπερνς, ο Προυντόν, ο Βάιτλινγκ, οι πρώτοι σκαπανείς του εργατικού κινήματος) και των «παθών» τους (από τη μια οι συνεχείς αστυνομικές διώξεις, από την άλλη οι συγκρούσεις τους στο πεδίο των ιδεών και της πολιτικής στρατηγικής, μέχρι ο επιστημονικός κομμουνισμός των Μαρξ και Ενγκελς να αρχίσει να γίνεται η κυρίαρχη κατεύθυνση, διαλύοντας τα νέφη όλων των μικροαστικών και εργατικών «αιρέσεων» που κυριαρχούσαν μέχρι την έκδοση του «Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος»).
Ο Πεκ και ο σεναριογράφος του Πασκάλ Μπονιτζέρ δεν μπορούν και δε θέλουν να κάνουν καλλιτεχνικές ανατροπές. Κινούνται στις προδιαγραφές (και τις ανοχές) του mainstream. Κι όμως η ταινία τους βλέπεται ευχάριστα και προκαλεί γνήσια συγκίνηση (καθώς παίζει και με τους κώδικες του «μελό»). Βλέποντάς την δεν αγανακτείς (εκτός από το πραγματικά γελοίο φινάλε με τα σύγχρονα κινηματογραφικά στιγμιότυπα υπό τους ήχους του «Like a Rolling Stone» του Μπομπ Ντίλαν!). Δε σκέφτεσαι καν πόσο «λίγη» είναι η ταινία μπροστά στη ζωή και το έργο των Μαρξ και Ενγκελς (ακόμα και στην πρώτη περίοδο της επαναστατικής τους δράσης, με την οποία καταπιάνεται). Αυτά τα σκέφτεσαι μετά.
Ο λόγος είναι η εντιμότητα που διακρίνει την ταινία. Δεν υπάρχει ίχνος διαστρέβλωσης, πόσω μάλλον προβοκατόρικης διάθεσης. Συγκινείσαι γιατί «βλέπεις» αυτά που γνωρίζεις από τα διαβάσματά σου. Κι όπως συμβαίνει πάντοτε, η δύναμη της κινούμενης εικόνας είναι μεγάλη. Οταν μάλιστα βιογραφούνται -επιφανειακά έστω- τέτοιες τεράστιες προσωπικότητες, το θέμα έρχεται να κυριαρχήσει πάνω στην καλλιτεχνική υστέρηση. Ενεργεί τρόπον τινά ως λύτρωση.
«Εκείνο που πρόσφερα εγώ -αν εξαιρέσουμε βέβαια μερικούς ειδικούς κλάδους- μπορούσε βέβαια να τόχε κάνει ο Μαρξ χωρίς εμένα. Ο,τι έδωσε ο Μαρξ, δε θα τα κατάφερνα εγώ μοναχός. Ο Μαρξ στεκόταν πιο ψηλά, έβλεπε πιο μακριά, και το βλέμμα του αγκάλιαζε περισσότερα και ταχύτερα απ’ όλους εμάς τους άλλους. Ο Μαρξ ήταν μεγαλοφυΐα, εμείς οι άλλοι το πολύ-πολύ νάμαστε ταλέντα. Χωρίς αυτόν η θεωρία δεν θάταν σήμερα καθόλου αυτή που είναι. Γι’ αυτό δίκαια φέρνει το όνομά του» (Φρ. Ενγκελς).
Π.Γ.



