Σ' ένα σημείωμά του ο συνθέτης Χανς Αισλερ, στενός φίλος και συνεργάτης του Μπέρτολτ Μπρεχτ, γράφει ότι επί τριάντα χρόνια προσπαθούσε να πείσει τον Μπρεχτ ότι ο Μπετόβεν είναι μεγάλος. Ο Μπρεχτ αντιπαθούσε τη μουσική του Μπετόβεν, ενώ αντίθετα αγαπούσε τη μουσική του Μπαχ και του Μότσαρτ. Συχνά έφτανε να παραδεχτεί ότι ο Μπετόβεν ήταν μεγάλος, αλλά μετά απ' αυτό ήταν κακοδιάθετος και με κοιτούσε δύσπιστα, διηγείται ο Αισλερ. «Η μουσική του θυμίζει πάντα πίνακες από μάχες», έλεγε. Μ’ αυτό ο Μπρεχτ εννοούσε ότι ο Μπετόβεν είχε επαναλάβει τις μάχες που είχε δώσει ο Ναπολέοντας, αλλά πάνω στις παρτιτούρες. Κι επειδή ο Μπρεχτ δε θαύμαζε τα πρωτότυπα –δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τις μάχες– δεν του άρεσαν ούτε οι μιμήσεις.
Θυμηθήκαμε αυτή τη διήγηση του Αισλερ καθώς δια-βάζουμε και ακούμε τις γνωστές αναλύσεις της δεκάρας για το τραγικό περιστατικό της Γέφυρας, όπου ένας 14χρονος σκότωσε τον συνομήλικο συμμαθητή και φίλο του. Αναλύσεις ψυχολογίζουσες, που εστιάζουν στο ίδιο το παιδί, στις σχέσεις μεταξύ εφήβων, στην αντανάκλαση της οικογενειακής κατάστασης στη συνείδηση ενός παιδιού, όμως αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι οποιοδήποτε συσχετισμό με τη γενικότερη κοινωνική κατάσταση και τον τρόπο που αυτή προσλαμβάνεται από κάθε άνθρωπο και ιδιαίτερα από ανθρώπους που βρίσκονται υπό οποιασδήποτε μορφής πίεση.
Ο Μπρεχτ μισούσε τον πόλεμο και γι' αυτό απεχθανόταν τη μουσική του Μπετόβεν. Υπερβολικό; Μπορεί να το πεις κι έτσι, όμως σημασία έχει ο πυρήνας της συμπεριφοράς του. Δεν ήθελε τίποτα που να θυμίζει πόλεμο. Γιατί οι αντιδραστικοί πόλεμοι εξαχρειώνουν τους ανθρώπους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγάλος αυτός συγγραφέας δημιούργησε μια αρχετυπική φιγούρα, τη «μάνα Κουράγιο», ως μια μάνα που κυνηγά το κέρδος από τον πόλεμο, πληρώνοντας το τίμημα της απώλειας των παιδιών της. Ως ένα πρότυπο μικροαστού που στις συνθήκες του πολέμου εξαχρειώνεται, αναισθητοποιείται, αποανθρωποποιείται. Θύμα μιας βάρβαρης κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά και με το δικό της μερίδιο ευθύνης, επειδή δεν έκανε τίποτα για να αντιπαλέψει τη βαρβαρότητα, αλλά κλείστηκε στο ατομικιστικό καβούκι της δικής της επιβίωσης, με κάθε τίμημα.
Δύσκολα μπορείς ν' αναζητήσεις ευθύνες από ένα παιδί που έφτασε στο έγκλημα. Από τον περίγυρό του μπορείς να ζητήσεις. Θα ήταν, όμως, πρόκληση ν' αφήσεις στο απυρόβλητο τον ευρύτερο περίγυρο, αυτόν που εν πολλοίς δημιουργεί τις συνθήκες στις οποίες ζει και δρα ο στενός οικογενειακός και κοινωνικός περίγυρος.
Ποια είναι η πραγματικότητα που βιώνουν τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών; Φτώχεια, μιζέρια, γκρίνια, πολιτιστική παρακμή, κλειστοί ορίζοντες, κανένα μέλλον. Ποιες είναι οι εικόνες με τις οποίες βομβαρδίζονται καθημερινά; Αδικοι πόλεμοι, σφαγές, βομβαρδισμοί αμάχων, ισοπέδωση ολόκληρων πόλεων από αέρος, πνιγμένα παιδιά στη Μεσόγειο, ορδές φασιστών να παρελαύνουν στα κέντρα των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων κτλ. κτλ.
Η ανθρώπινη ζωή έχει ευτελιστεί στον ανώτατο βαθμό. Οι εικόνες της φρίκης είναι καθημερινά μπροστά στα μάτια κάθε παιδιού, καθώς η διακίνηση της πληροφορίας είναι σήμερα και εύκολη και γρήγορη. Οσο για τις νουθεσίες και τη διαπαιδαγώγηση από τους υπεύθυνους του κράτους, των ΜΜΕ, της εκπαίδευσης, το μόνο που προκαλούν είναι το σαρκαστικό επιφώνημα «για δες ποιοι μιλάνε».
Σ' αυτό το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, με τη βαρβαρότητα να ξεπηδά από κάθε πόρο του συστήματος, με το θάνατο να θεωρείται μια συνηθισμένη υπόθεση, η ίδια η νεανική παραβατικότητα παίρνει άλλα χαρακτηριστικά. Τείνει κι αυτή να προσαρμοστεί στο πλαίσιο της γενικευμένης βαρβαρότητας. Ο πόλεμος δεν είναι μόνο «εικόνα στις ειδήσεις». Δηλητηριάζει την κοινωνική συνείδηση κάθε μέρα και περισσότερο.
Π.Γ.



