Οι δολοφόνοι «κελαηδάνε» και οι πολιτικοί τρέμουν. Τις τελευταίες μέρες, ανώτατοι διοικητές των αποσπασμάτων θανάτου επιβεβαίωσαν αυτό που οι οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και πολλοί άλλοι υποστήριζαν από παλιά, ότι μερικοί από τους πιο ισχυρούς πολιτικούς, στρατιωτικούς και επιχειρηματικούς παράγοντες της Κολομβίας βοήθησαν να δημιουργηθεί μια ισχυρή παραστρατιωτική δύναμη για να πολεμήσει το αριστερό αντάρτικο, η οποία δρούσε ατιμωρητί, δολοφονούσε πολίτες και μετέφερε με πλοία κοκαϊνη στις ΗΠΑ. Στις απολογίες τους στον εισαγγελέα έχουν κατονομάσει στρατηγούς, καπιταλιστές, πολιτικούς και ξένες εταιρείες, που όχι μόνο χρηματοδοτούσαν τα αποσπάσματα θανάτου, αλλά συνεργάζονταν στενά μαζί τους για την οργάνωση και την εκτέλεση των επιχειρήσεων.
Ενας απ’ αυτούς, ο διαβόητος Σαλβατόρε Μανκούσο, ο οποίος πριν από λίγες μέρες είχε αποκαλύψει ότι ο σημερινός υπουργός Αμυνας Μανουέλ Σάντος και ο ξάδελφός του και αντιπρόεδρος της Κολομβίας Φρανσίσκο Σάντος είχαν συναντήσεις και συνεργασία με τους παραστρατιωτικούς στη δεκαετία του ’90, προχώρησε ακόμη παραπέρα. Κατά την ακροαματική διαδικασία την περασμένη βδομάδα σε δικαστήριο της πόλης Μεντεγίν δήλωσε ότι «οι παραστρατιωτικοί ήταν κρατική πολιτική» και κατονόμασε τρεις απόστρατους στρατηγούς με τους οποίους είχε στενή συνεργασία.
Οι νέες αποκαλύψεις του Σαλβατόρε Μανκούζο πλήττουν προσωπικά τον Κολομβιανό πρόεδρο Αλβάρο Ουρίμπε, ο οποίος προσπαθεί απεγνωσμένα να παραμείνει αλώβητος από το παραστρατιωτικό σκάνδαλο, στο οποίο εμπλέκονται επίσημα μέχρι στιγμής 14 στενοί σύμμαχοί του, κάποιοι από τους οποίους μάλιστα έχουν προφυλακιστεί. Ενας από τους τρεις στρατηγούς, ο Ρίτο Αλέγιο ντελ Ρίο, γνωστός στο κρατίδιο της Αντιόκια ως ο «ειρηνοποιός» της περιοχής Ουράμπα, είχε απολυθεί από τον προηγούμενο Κολομβιανό πρόεδρο λόγω της συνεργασίας του με τα αποσπάσματα θανάτου και είχε ακυρωθεί η βίζα του από τις ΗΠΑ. Παρόλα αυτά, ο Αλβάρο Ουρίμπε τον εγκωμίασε δημόσια ως «έντιμο άντρα» και τον υπεράσπισε κατά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον. Και μαζί μ’ αυτόν και τους υπόλοιπους, δηλώνοντας στην αρχή της χρονιάς στο «Ράδιο Καρακόλ»: «Εγώ υποστηρίζω όλους τους στρατηγούς που υπηρέτησαν στην Αντιόκια».
Τις αποκαλύψεις Μανκούζο επιβεβαίωσε ο Ιβάν Ντουκέ, ο «θεωρητικός» των «Ενωμένων Δυνάμεων Αυτοάμυνας της Κολομβίας» (AUC), ο οποίος κρατείται στη φυλακή της Μεντεγίν με πολλούς άλλους παραστρατιωτικούς. Εκπροσωπώντας τους συγκρατούμενούς του σε συνάντηση με δύο Αμερικάνους δημοσιογράφους, δήλωσε ότι οι AUC συμμαχούσαν και συνεργάζονταν με όλους όσους είχαν επιρροή στις περιοχές που έκαναν επιχειρήσεις, ότι είχαν 17.000 πάνοπλους άντρες και 10.000 ακόμη συνεργάτες, από μαγείρους μέχρι οδηγούς, τεχνικούς ηλεκτρονικών υπολογιστών και πληροφοριοδότες. Κι αυτό ήταν πασίγνωστο. Αποκάλυψε ακόμη ότι οι AUC δολοφόνησαν αναρίθμητους πολίτες σε μαζικές σφαγές, διαψεύδοντας τους επίσημους ισχυρισμούς ότι τα θύματα των επιχειρήσεών τους ήταν αριστεροί αντάρτες, καθώς και πολλούς συνδικαλιστές λόγω της «ιδεολογικής τους τοποθέτησης και όχι για τους υποτιθέμενους δεσμούς τους με τους αντάρτες».
Κατά την ακροαματική διαδικασία, που ήταν κλειστή για τον Τύπο, ο Σαλβατόρε Μανκούζο αποκάλυψε επίσης ότι οι εταιρείες μπανάνας Chiquita, Dole και Del Monte πλήρωναν στα αποσπάματα θανάτου 1 σεντ για κάθε κιβώτιο που εξάγονταν από τη χώρα, σύμφωνα με το δικηγόρο των θυμάτων της παραστρατιωτικής βίας, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από το συνήγορο του Μανκούζο. Η μητρική Chiquita είχε παραδεχθεί, πριν ακόμη από τις αποκαλύψεις του Μανκούζο, ότι η θυγατρική της Banadex στην Κολομβία είχε πληρώσει στις AUC 1.7 εκατομμύρια δολάρια σε διάστημα 6 χρόνων, ενώ από το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα ανακοινώθηκε ότι ένα πλοίο της Banadex χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά 3.000 Καλάσνικοφ και 2.5 εκατομμυρίων σφαιρών για τις AUC το 2001. Τα χρήματα από τις πολυεθνικές της μπανάνας και από άλλες μεγάλες εταιρείες της Κολομβίας, σύμφωνα με το Γενικό Εισαγγελέα, δίνονταν στις AUC για να τρομοκρατούν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και να δολοφονούν συνδικαλιστικά στελέχη και ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η κυβερνητική προπαγάνδα, μέσω του φιλικού της τύπου, προσπαθεί να μειώσει την αξιοπιστία και να περιορίσει το σοκ και τις επιπτώσεις που προκαλούν οι αποκαλύψεις των αρχιδολοφόνων, κατηγορώντας τους ότι προσπαθούν να κηλιδώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους για να διευρύνουν την ευθύνη και να ενοχοποιήσουν μεγάλο μέρος της κοινωνίας, ώστε να ελαφρύνουν τη δική τους θέση και το ρόλο που έπαιξαν. Μπορεί πράγματι να είναι έτσι. Δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε τι ακριβώς παιχνίδι παίζεται, αν και κατά πόσο οι αποκαλύψεις για το παραστρατιωτικό σκάνδαλο έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο της κυβέρνησης Ουρίμπε. Ομως αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι η πρόσφατη δήλωση – βόμβα του Σαλβατόρε Μανκούσο ότι «η παραστρατιωτική δράση ήταν κρατική πολιτική», συνέπεια της οποίας ήταν οι στενοί δεσμοί και η συνεργασία μεταξύ στρατού, καπιταλιστικών επιχειρήσεων και μερίδας της πολιτικής ελίτ με τα αποσπάσματα θανάτου.
Ιράκ: 1.5 δισ. δολάρια για αγορά όπλων.
Τη στιγμή που ο Ιρακινός λαός στερείται στοιχειώδεις υπηρεσίες, ηλεκτρικό ρεύμα και καύσιμα, ενώ τα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης καθώς και η νοσοκομειακή περίθαλψη έχουν διαλυθεί, η Ιρακινή κυβέρνηση αποφάσισε να αγοράσει νέα όπλα, αξίας άνω των 1.5 δισ. δολαρίων. Για να γίνει η αγορά αυτή θα αυξηθεί κατά 26% και θα φτάσει στα 4.1 δισ. δολάρια ο προϋπολογισμός για την «άμυνα» κατά το τρέχον οικονομικό έτος. Η απόφαση ανακοινώθηκε στις 21 Μαϊου από τον υπουργό Αμυνας. Το Ιράκ έχει αρχίσει να εισάγει αμερικάνικα τουφέκια Μ – 16 και Μ – 4 , τα οποία θα αντικαταστήσουν σταδιακά τα Καλάσνικοφ. Η Ιρακινή κυβέρνηση σκοπεύει επίσης να ενισχύσει την αεροπορική δύναμη και το ναυτικό της χώρας με την αγορά ελικοπτέρων, αναγνωριστικών αεροπλάνων και σκαφών περιπολίας.
Τι τα χρειάζεται, άραγε, όλα αυτά τα όπλα μια χώρα υπό κατοχή, το μέλλον της οποίας είναι άδηλο, όταν 150.000 Αμερικάνοι στρατιώτες, με τον πιο σύγχρονο εξοπλισμό, δεν μπορούν να καταστείλουν τη σουνιτική αντίσταση και να περιορίσουν τη βία; Το ξέρουν οι εταιρίες όπλων, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και οι μεσάζοντες που θα γεμίσουν τις τσέπες.