Στο προηγούμενο άρθρο αυτής της σειράς καταλήγαμε θέτοντας δυο ερωτήματα και απαντώντας στο ένα: «Τι θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αλλαγή της εργατικής συμπεριφοράς, στην αναζήτηση μιας νέας συλλογικότητας; Η προσδοκία –μικρών έστω– νικών στο μέτωπο κεφάλαιου εργασίας. Είναι αυτή η προσδοκία τόσο ισχυρή, ώστε να θεωρηθεί κλειδί για τον ταξικό συνδικαλισμό;».
Πριν διερευνήσουμε την απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, θα κάνουμε μια παρέκβαση, αναφερόμενοι σε θέματα της συνδικαλιστικής επικαιρότητας, που έχουν σημασία για τα γενικότερα θέματα τακτικής που διερευνούμε.
Η επίθεση που δέχεται η εργατική τάξη έχει ενταθεί ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο και θα ενταθεί ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια. Η καπιταλιστική κρίση αποδέσμευσε όλες τις δυνάμεις της καταστροφής. Η ασυδοσία του κεφάλαιου δεν γνωρίζει πια κανένα φραγμό. Ολες οι «κανονικότητες», ρυθμισμένες με νόμους ή με συλλογικές συμβάσεις, έχουν πάει στη μπάντα. Η σχέση κεφάλαιου-εργασίας ορίζεται πλέον ως μια σχέση ωμού εκβιασμού. ‘Η δουλεύετε με τους όρους μας ή φεύγετε, είναι η συμπύκνωση αυτού του εκβιασμού, που κάθε μέρα γνωρίζει καινούργια επεισόδια, τα περισσότερα από τα οποία δεν γίνονται καν γνωστά, γιατί οι εργάτες υποτάσσονται. Οι εργασιακές σχέσεις ανατρέπονται άρδην σε επίπεδο επιχείρησης, δημιουργώντας έτσι το έδαφος για τη μελλοντική θέσπισή τους, με το καθιερωμένο επιχείρημα, ότι «πρέπει να μπει μια τάξη στην εργασιακή αναρχία». Παράλληλα, η ανεργία αυξάνεται με αλματώδεις ρυθμούς, ενώ η κρατική πολιτική (φορολογία, πετσόκομμα κοινωνικών δαπανών) προσθέτει νέα βάρη στην εργατική οικογένεια.
Η ανάπτυξη αντιστάσεων σ’ αυτόν τον ωμό εκβιασμό των δυνάμεων του κεφάλαιου εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο, γιατί –όπως έλεγε ο Μαρξ– η εργατική τάξη θα ήταν ανίκανη για οποιοδήποτε μεγάλο κίνημα, αν δεν απαντούσε στους καθημερινούς σφετερισμούς του κεφάλαιου. Αντιστάσεις, όμως, δεν αναπτύσσονται. Η εργατική τάξη βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Αισθάνεται πως έχει χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Και έδαφός της είναι η συλλογικότητά της, που της έδινε στο παρελθόν τη δυνατότητα της στοιχειώδους αντίστασης. Το γεγονός ότι εδώ και χρόνια δεν δοκιμάζει τις δυνατότητές της γι’ αντίσταση, οδηγεί και σε μια υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του ταξικού αντίπαλου. Ετσι, η ηττοπάθεια γίνεται καθεστώς.
Ας δούμε τώρα τι προβάλλεται ως πράξη αντίστασης. Το Δεκέμβρη, το ΠΑΜΕ αποφάσισε την πραγματοποίηση 24ωρης πανελλαδικής απεργίας. Το αποφάσισε χρησιμοποιώντας ορισμένα επαρχιακά Εργατικά Κέντρα και μερικές Ομοσπονδίες, που όχι μόνο δεν απλώνονται στο μεγαλύτερο έστω κομμάτι της εργατικής τάξης, αλλά δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα περισσότερο από «κουκιά» και στους τόπους ή τους κλάδους που «αντιπροσωπεύουν». Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα η Ομοσπονδία Οικοδόμων, με τους χιλιάδες ψηφίσαντες και την μηδενική παρουσία εργατών στις «κινητοποιήσεις» της. Ηταν μια απεργία που υπηρετούσε την κομματική τακτική του Περισσού. Ουδείς (καπιταλιστές και κράτος) ανησύχησε απ’ αυτή κι αυτό το ήξεραν καλά και οι διοργανωτές της. Δεν τους ενδιέφερε, άλλωστε, να τρομάξουν ή να ανησυχήσουν τον ταξικό αντίπαλο, αλλά να ενισχύσουν τις γραμμές τους πολιτικά.
Αυτό έλειπε από την εργατική τάξη αυτή την περίοδο; Μια απεργία-πυροτέχνημα, μια απεργία-άλλοθι για ένα αστικό κόμμα που δεν πήγε καλά στις τελευταίες εκλογές, μια απεργία-γυμναστική για τα μέλη και τις επιρροές αυτού του κόμματος; Και όμως, δυνάμεις που θέλουν να λέγονται ταξικές γοητεύτηκαν απ’ αυτή την απεργία και με τη γνωστή φλυαρία περί «απεργίας από τα κάτω», τη στήριξαν. Η ταξική λογοκοπία είναι εύκολη, όμως το ερώτημα παραμένει: μπορούσε να υπάρξει «απεργία από τα κάτω» στη συγκεκριμένη συγκυρία; Το μόνο που μπορούσε να υπάρξει –και αυτό υπήρξε– είναι η στήριξη του Περισσού, σε κάτι που δεν είχε καμιά σχέση με την ανάπτυξη των ταξικών αντιστάσεων ενάντια στην ασυδοσία του κεφάλαιου και του κράτους του.
Προς τι η πρεμούρα της συστράτευσης σε μια 24ωρη-φιέστα; Από την ανάγκη της αυτοεπιβεβαίωσης και αναπαραγωγής αυτών που συστρατεύθηκαν. Κατά βάση, η λογική τους είναι ίδια μ’ αυτή του Περισσού, στο πιο μικρό και στο πιο αγωνιστικό. Αντί για την αγωνία της αναζήτησης της σωστής τακτικής για την ταξική ανασυγκρότηση, έχουμε τη συμμετοχή σε «φούσκες», με μπόλικο ταξικό βερμπαλισμό και τη δέουσα «επαναστατική γυμναστική», που στόχο έχει να στηρίξει τα μικρά πολιτικά μαγαζιά που φιλοδοξούν να γίνουν μεγαλύτερα.
Με το γύρισμα του χρόνου, οι δυνάμεις του Περισσού εξήγγειλαν και δεύτερη 24ωρη (για τις 11 Φλεβάρη). Με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο. Χωρίς να εξηγήσουν ποια ήταν τα αποτελέσματα της προηγούμενης 24ωρης και αν αυτή η δεύτερη αποτελεί κλιμάκωση. Τα πράγματα, όμως, αυτή τη φορά έγιναν πιο περίπλοκα. 24ωρη απεργία κήρυξε και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία του δημοσιοϋπαλληλικού συνδικαλισμού, η ΑΔΕΔΥ, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει το αγωνιστικό άλλοθι για την επί της ουσίας συναίνεση και απραξία της επί χρόνια. Οι δημόσιοι υπάλληλοι αυτή την περίοδο δέχονται μια ιδιαίτερα σφοδρή επίθεση (πέρυσι πάγωμα μισθών, φέτος μείωση μισθών, εξίσωση ορίων ηλικίας ανδρών-γυναικών, άμεση φορολογία κ.λπ.) και η ΑΔΕΔΥ δε μπορούσε να μη κάνει την απεργία–«βγαίνω από την υποχρέωση». Με το που έβαλε η ΑΔΕΔΥ την 24ωρη στις 10 Φλεβάρη, προσαρμόστηκε αστραπιαία και το ΠΑΜΕ, φέρνοντας τη δική του μια μέρα πριν.
Ποιος έλειπε από το κάδρο; Η ΓΣΕΕ. Ηρθε, λοιπόν, ο καιρός να μπει και αυτή στο κάδρο, αποφερύγοντας την εξ αριστερών πίεση. Αποφάσισε, λοιπόν, και η ΓΣΕΕ 24ωρη απεργία «πολιτικού χαρακτήρα»: «Αντίσταση και αποτροπή των νεοσυντηρητικών-μονεταριστικών πολιτικών που προτείνονται στη χώρα μας σαν συνταγές εξόδου από την κρίση», που «θα συνοψίζεται στο κεντρικό σύνθημα: ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ, είναι οι ΑΝΘΡΩΠΟΙ και οι ΑΝΑΓΚΕΣ τους»! Στη σχετική απόφαση δεν υπάρχει λέξη ενάντια στην κυβέρνηση, λέξη ενάντια στους καπιταλιστές, αλλά κάποιες «σάλτσες» θα προστεθούν στην πορεία. Ημερομηνία ακόμη δεν όρισε η ΓΣΕΕ, αλλά αυτή θα είναι σίγουρα μετά από τις 10 Φλεβάρη. Σιγά μην κάνουν τη χάρη στο ΠΑΜΕ, να φανούν ότι σέρνονται πίσω του.
Χρειάζεται μήπως να επιχειρηματολογήσουμε για το ότι και οι δυο απεργίες (ΑΔΕΔΥ και ΠΑΜΕ η πρώτη, ΓΣΕΕ η δεύτερη) θα είναι δυο μεγαλοπρεπέστατα φιάσκο; Χωρίς συμμετοχή των εργαζόμενων, χωρίς πνοή, χωρίς προοπτική, χωρίς ν’ ανοίγουν κανένα ουσιαστικό μέτωπο απέναντι στην καπιταλιστική κρίση και τις πολιτικές διαχείρισής της; Τέτοιες κινήσεις, στη σημερινή συγκυρία, δεν μπορούν και δεν πρόκειται να συγκινήσουν και να εμπνεύσουν την εργατική τάξη. Αντίθετα, θα τη ρίξουν σε μεγαλύτερη μελαγχολία και ηττοπάθεια, όταν την ίδια στιγμή παραμένει αναπάντητο το όργιο της καθημερινής ασυδοσίας του κεφάλαιου.
ΥΓ: Είναι ψευτοδίλημμα το ερώτημα της προσωπικής συμμετοχής του κάθε ταξικού εργαζόμενου σ’ αυτές τις απεργίες. Την κατηγορία του απεργοσπάστη ποτέ δεν πρέπει ο ταξικός συνδικαλιστής να την αφήσει να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του. Από την άλλη, αν σ’ έναν εργασιακό χώρο δεν υπάρχει καμιά διάθεση συμμετοχής, δεν θα είναι ο ταξικός συνδικαλιστής αυτός που θα αυτοκαρφωθεί στην εργοδοσία, ρισκάροντας μια απόλυση χωρίς να έχει δημιουργήσει κανέναν πυρήνα αντίστασης. Ας μην κρύβουμε τα τεράστια ζητήματα που εγείρει μια τακτική της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας πίσω από ψευτοδιλήμματα περί την ατομική συμμετοχή. Εκτός αν στόχος του ταξικού συνδικαλισμού είναι η «επιτυχία» αυτών των απεργιών, οπότε πρέπει να δηλωθεί ως τέτοιος.
Πέτρος Γιώτης