Αγαπητά μου παιδιά
Στις έξοχες εξοχές που Σκάι ο τζίτζικας και Alter τα πουλιά, τα αφιονισμένα κοπάδια των υποζυγίων διώχνουν τις καρέτα-καρέτα και τις μονάχους-μονάχους για να καθίσουν οι μαλάκες-μαλάκες, το νέο γενναίο γένος της μηδενικής παθητικής και αντιπαθητικής αντίστασης. Κοπάδια αφιονισμένα από τα ΔΝΤ (Δυνατά Νεοταξικά Τσιμπήματα) μολυσμένων κουνουπιών που ΕΕ (Εφορμούν Επιζητώντας) φρέσκο και όλο και περισσότερο αίμα. Τα κοπάδια δικαιώνουν τη Σεξπηρική ρήση «σπατάλησα το χρόνο και τώρα ο χρόνος σπαταλά εμένα», παρακωλουθώντας –με ωμέγα εν προκειμένω, γιατί πρόκειται για παρακολούθηση κώλων– σκυλοβόλεϊ (bitch volley), παίζοντας φουτμπόλ ή σκέτο μπολ με κεφτεδάκια και λοιπά ελαφρά –ένεκα το greek summer– εδέσματα και εμέσματα. Οι δε ικανότεροι προσπαθούν να φτάσουν σε πρωθυπουργικό επίπεδο στο playstation και στο φαγητό, με διαγωνισμούς άλλοτε επί μεθ’ οστού κρεάτων (παϊδάκια) και άλλοτε επί αλιευ-μάτων. Οι άντρες θα συζητούν εμβριθώς και σε τόνο ΜΑΤ (Μάγκες Αράξτε Τώρα) και ΜΕΑ (Μη Επιδεχόμενο Αμφισβήτηση) για την οικονομική κρίση, παρακάμπτοντας την κρίση ταυτότητας. Και οι γυναίκες θ’ αδιαφορούν για την εξίσωση των ορίων συνταξιοδότησης και θα βλέπουν αβλεπί όποια μ’ άλλα ΚΥΑ θα προβάλλεται από την επί της Αγίας Τράπεζας αγία συσκευή. Για να ισοφαρίσουν τις χαμένες ώρες του μουντιάλ –λες κι αν δεν είχε μουντιάλ δεν θα ήταν χαμένες– τραγουδώντας οριστικά πλανημένες:
Οσο για τους αναγνωρίσιμους καραγκιόζηδες, μπαρμπα-Γιώργους, Χατζηαβάτηδες, πασάδες και πατσάδες του πωλητικού θεάτρου σκιών, ο ένας θα φωτογραφίζεται σεμνά στον Αργοσαρωνικό (από τότε που σακατεύτηκε με το ποδήλατο, η μαμά δεν τον αφήνει να πάει μακριά για διακοπές, μη πνιγεί…), ο άλλος στην Πάρο, ο τρίτος και μακρύτερος σερίφης στη Σέριφο, κάτι παλιοί μασκαράδες στη Σίφνο ή στην Τήνο (τίνος είναι η Τήνος, αλήθεια;) και οι πιο ατρόμητοι, εκείνοι που δεν έχουν πια φόβο να χάσουν ό,τι από καιρό έχει χαθεί, στη Μύκονο… Και οι γοργόνες πάνω στον πελαγίσιο αφρό, ψάλλουν ομοθυμαδόν και χωρίς την παραμικρή διαφωνία (άσχετα με το τι λένε κάτω απ’ τα κύματα που δεν ακούγονται) σαν τους κυβερνητικούς βουλευτές:
να ‘χει στον ήχο της τόση αρμονία!
Σαν ποιος να σ’ άκουσε με στήθος κρύο
όνομα θείο;
Παιδί από χρέη ζωσμένο ακόμα
με χάρη ανοίγοντας γλυκά το στόμα
γυρνάει στο διάολο που τ’ αγκαλιάζει
και «Γιώργο» κράζει!
Στον κόσμο τρέχοντας ο νέος διαβάτης
πέφτει στα γνώριμα βρόχια τ’ς απάτης
κι αναστενάζοντας «Γιώργο μου» λέει!
«Γιώργο» και κλαίει!
Της νιότης φεύγουνε τ’ άνθια κι η χάρη
τριγύρω σέρνεται με αργό ποδάρι
ώσπου στην κλίνη του σα βαρεμένος
και δίχως σύνταξη πέφτει ο καημένος.
Και πριν την ύστερη πνοή του στείλει
αργά ταράζονται τα κρύα του χείλη
και με το «Γιώργο μου» πρώτη φωνή του
πετά η ψυχή του…
Κι όμως! Μέσα στην κάψα του καλοκαιριού, κάποιοι ήρωες αγρυπνούν με αυτοθυσία και με δροσερά cocktails και καταστρώνουν σχέδια δράσης για όλους εμάς τους ανεύθυνους. Οι άξιοι εκπρόσωποι της εργατικής τάξης, οι συν Δίκα ληστές μας (ποια Αλογοσκούφη ρε;) είναι έτοιμοι να κηρύξουν γενική επιστράτευση και να επιτεθούν με μένος στην κυβερνητική πωλητική. Με νύχια και με δόντια κρατιούνται να μη σαλπίσουν γενικό ξεσηκωμό και εφορμήσουν στα θερινά ανάκτορα –σέβονται και την πρόσφατη αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς– κάνοντάς τα ακόμα πιο καλοκαιρινά. Και, γύρω από τις πισίνες, στήνουν αυτί ν’ αφουγκραστούν ένα τραγούδι που έρχεται απ’ το πέλαγο των χρεωμένων νοικοκυριών:
να πας τα χαιρετίσματα στης τρόικας τα τρία.
Ο κούκος φέτος δε λαλεί ούτε και θα λαλήσει
παρά η τρυγόνα η θλιβερή θα λέει το μοιρολόι.
Φέτος κοράκια ήρθανε και κόβουνε και ράβουν
κι εμείς σα μπούφοι χάσκουμε, αμήχανα κοιτάμε
Μα στα καλά καθούμενα, ίσως γι’ άσχετο λόγο
θε να γενεί καμιά στραβή κι απέ να δεις τι γέλιο…
Μπαράκι «ο μπάμιας»