Αγαπητά μου παιδιά
Θα πληροφορηθήκατε βέβαια την μεταμέλεια της τραγικής κυβέρνησης των Δαμαλιδών, μετά το ηχηρό χαστού-κι (ποια Αθήνη ρε;) της περασμένης-ξεχασμένης συννεφιασμένης Κυριακής, που μοιάζει με την καρδιά τους, Χριστέ και Παναγιά τους. Η κυβέρνηση της πλειοψηφίας (του 17% του πληθυσμού της χώρας που απολαμβάνει την καλύτερη δημοκρατία της) λοιπόν, αναγνώρισε τα λάθη της –όπως άλλωστε δήλωσε ο ίδιος ο ανθρωπόμορφος– κι αποφάσισε άρδην να στηρίξει με περισσότερες δυνάμεις τους capital ληστές (με κεφαλαία και με κεφάλαια), εξαγγέλλοντας ήδη τις αγαθές προθέσεις της. Διότι, ως γνωστόν, τις κυβερνήσεις δεν τις εκλέγει ο ανώριμος και αδαής λαός, αλλά πρώτα εγκρίνονται από τους capital ληστές, έπειτα προωθούνται από τα ΜΜΕ (Masturbation Media Emesis, δεν θα τα λέω συνέχεια, πρέπει να τα μάθουμε κάποια στιγμή) και ακολούθως οι υπνωτισμένοι εκτελούν τις διαταγές που υπαγορεύει από τις τηφλεοράσεις το κιού (καμία σχέση με άι κιού) του μεγάλου αδερφού. Ειδικά όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι, τα πράγματα σφίγγουν (όχι για την κυβέρνηση βρε χαζά) και λαμβάνονται μέτρα (όχι της κυβέρνησης καλέ) για να έρθει η πολυπόθητη αντιστροφή του κλίματος (για την κυβέρνηση).
Ενδεικτικό είναι το απόσπασμα της ελαφρολαϊκής παράδοσής μας που ακολουθεί. Μας έρχεται από την περιοχή των γαλάζιων ορέων και των ωραίων γαλάζιων που ζουν εκεί (ποια στρουμφ ρε;), πλήρως αποκομμένοι από τον ψεύτικο ντουνιά, μην έχοντας καμία επαφή με την πραγματικότητα και ελάχιστες με το άλλο φύλο (δική τους άλλωστε η αποκαλυπτική ρήση «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων»). Γι’ αυτό –συνεπώς– και δεν έχουν AIDS (Anti Idiots Defense System), καθιστάμενοι έτσι ευάλωτοι κι επιρρεπείς στην απειλή πανδημίας της ιδιωτείας. Για την οποία ο υπουργός καθησυχασμού εμφανίστηκε υγιής.
Πολλά σας έβαλα για το διαγώνισμα. Λοιπόν, έχουμε και κλαίμε:
«Βγείτε λεβέντες στα βουνά, πιάστε τα καραούλια
γιατί ζυγώνει το κακό: χάνουμε την κουτάλα»
έλεγε η Δέσπω σκίζοντας τ’ Armani με μανία
κι απέ κωλοχτυπιότανε κι έσκιζε και τα Gucci
στον τοίχο τσάντες πέταγε, στις πόρτες σκουλαρίκια
και το καλσόν (χίλια ευρώ) έσκιζε πόντο-πόντο,
με τα βαμμένα νύχια της (πενήντα ευρώ το ένα).
«Τι να τα κάνω τα σκουτιά, τι θέλω εγώ τα λούσα
αφού ‘μαι πρωτοδεύτερη ήδη. Και πάω για φούντο.
Τι έπαθα η καψερή, αχ τι κακό με βρήκε
που νόμιζα αιώνια το πάρτι θα κρατούσε
ώσπου ‘ρθε ο τρισκατάρατος και ζοφερός Ιούνης
κι αρχίσαν’ τσούρμο οι σπρωξιές και θα ‘ρθουν και κλοτσίδια
θα με πετάξουν σέρνοντας έξω απ’ τα παλάτια
όπου γαρ μούσα κι έδερνα, κάνοντας το δικό μου
(τι το δικό μου δηλαδή, τα ξέρετε, αφήστε…).
Θε’ να μου πάρουν το θρονί που τήραγα το κράτος
κι όμορφα το διηύθυναν λαγοί με πετραχήλια
–κάποιοι απ’ αυτούς την κάνανε κι άλλοι έτοιμοι είναι–
να πάρουνε και τη φωλιά γεμάτη ευρωπούλια
που κλώσαγα κι αυγάτιζα κι έδινα στα παιδιά μου
τόσο σεμνά και ταπεινά, με τόση μαεστρία
που όμοια δεν γρίκησε ολάκερη η πλάση
και να τα δώσουν σ’ αλλουνούς, να τα ξανακλωσήσουν
που μαύρη να ‘ναι η στιγμή και η κακιά η ώρα.
Πώς θα αντέξω να τους δω, πώς να τους αντικρίσω
να παραδώσω τα κλειδιά, να δώσω την κουτάλα
την αχνισμένη, την καλή, τη χιλιοπαινεμένη
που όσο να τη γεύομαι, αχ, χορτασμό δεν έχει».
Και δώστου και χτυπιότανε, ξέβαφε τα μαλλιά της
η μάσκαρα με δάκρυα σαν graffiti γινόταν
γράφοντας λόγια άσχημα στων μάγουλων την άκρη
κι η Δέσπω ολοφυρότανε πετώντας και τα Prada.
Παραμιλούσε κι έλεγε, μα όλοι τους τριγύρω
αμήχανα κοιτούσανε συνέχεια τα ρολόγια
σαν κάτι να περίμεναν μ’ άγρια χαρά, μεγάλη…
Μαριορή Ευρωκοινοβουλίου – Φερετζέ