Μετά από τέσσερις πραγματικά καλές ταινίες, που σηματοδότησαν τη σκηνοθετική ωριμότητα του ισπανού δημιουργού (εννοούμε το «Ολα για τη μητέρα μου», το «Μίλα της», το «Κακή εκπαίδευση» και το «Γύρνα πίσω»), ο Αλμοδόβαρ επιστρέφει στο παλαιό, γνώριμο ύφος του, ανακατεύοντας ξανά την παρωδία με το μελόδραμα, σε μια ταινία που, έπειτα από όσες προαναφέραμε, είναι κάτω από κάθε προσδοκία. Χωρίς ουσία και περισσότερο σαν άσκηση ύφους οι «Ραγισμένες αγκαλιές» δεν υπολείπονται σε δεξιοτεχνία, ευρηματικότητα, εντυπωσιακά πλάνα και υποδειγματικές ερμηνείες. Η παρουσία μάλιστα της Πενέλοπε Κρουθ, που δικαιώνει την καθιέρωσή της ως μούσας του Αλμοδόβαρ, είναι καταλυτική. Σπάνια σκηνοθέτης φιλμάρει με τέτοια δύναμη και ερωτισμό την ηθοποιό του, ώστε να αναδεικνύει κάθε πτυχή του ταλέντου της. Τελικά, η ιστορία των δύο καταδιωκόμενων από τον πλούσιο παραγωγό, ηθοποιών-εραστών, που καταλήγει σ’ ένα δραματικό αυτοκινητιστικό δυστύχημα, εν μέσω άλλων παράλληλων συμβάντων, σχολιάζει καυστικά τον κόσμο του σινεμά, διατηρεί το απαιτούμενο σασπένς και το ενδιαφέρον του θεατή, όμως τίποτα απ’ αυτά δεν είναι αρκετό για να απομακρύνει την ταινία από την ελαφρότητα και να της προσδώσει ουσία και βάθος.
Συμπερασματικά, η ιδιαίτερη αλμοδοβαρική αισθητική αντίληψη (που πυρήνας της είναι η γελοιογραφική υπερβολή) είναι όπως πάντα παρούσα και για πολλούς πάντα απολαυστική, αλλά εδώ δεν κάνει ούτε ένα βήμα εμπρός από το παρελθόν του δημιουργού της, βουλιάζοντας σε μια άψυχη, ρηχή ιστορία.
Ελένη Σταματίου