Κατώτερο των προσδοκιών ακόμη και του πιο αισιόδοξου δεξιού είναι το νομοσχέδιο με τον βαρύγδουπο τίτλο: «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών», που κατέθεσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο-καρικατούρα, που φτιάχτηκε άρον-άρον, μπας και ο Μητσοτάκης καταφέρει ν’ αλλάξει την ατζέντα. Δεν θα τα καταφέρει, καθώς οι αποκαλύψεις για τις υποκλοπές θα συνεχιστούν και επ’ αυτών ο Μητσοτάκης δεν έχει καμιά απάντηση, πέραν της γελοιότητας ότι τον πολεμούν τα «ισχυρά συμφέροντα» επειδή… δεν τους κάνει τα χατίρια!
Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε γιατί πρόκειται για γελοιότητα, όταν λέει τέτοια πράγματα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο «υπηρέτης όλων των αφεντάδων», ο εκπρόσωπος μιας οικογένειας που έγινε ζάμπλουτη και πολιτικά ισχυρή ακριβώς επειδή υπηρετούσε την κεφαλαιοκρατία ακόμη και στις πιο «σκοτεινές» επιδιώξεις της. Ομως, και αυτό καθαυτό το νομοσχέδιο δεν μπορεί να πείσει ότι επιχειρεί κάποιες μεταρρυθμίσεις, καθώς εκείνο που κάνει σε όλα του τα σκέλη δεν είναι παρά να μασκαρέψει την πολιτική που ήδη εφαρμόζεται.
- Ο Μητσοτάκης προσπαθεί να καλλιεργήσει την ψευδαίσθηση ότι η πώληση λογισμικού τύπου Preadator δεν απαγορευόταν μέχρι τώρα, ενώ απαγορευόταν. Ετσι, προσθέτει σε άλλο σημείο του Ποινικού Κώδικα διάταξη σχεδόν ταυτόσημη με αυτήν που ήδη υπάρχει και την παρουσιάζει σαν… πρωτοποριακή (πρώτη στον κόσμο!) μεταρρύθμιση που απαγορεύει την εμπορία λογισμικού υποκλοπών! Η πλάκα είναι ότι παραμένουν στον ΠΚ και οι δύο διατάξεις, η παλιά και η νέα!
- Προσπαθεί να κρύψει το γεγονός ότι η κακόφημη ΕΥΠ/ΚΥΠ χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί λογισμικά τύπου Predator, ενώ ταυτόχρονα νομιμοποιεί την κατοχή και χρήση τέτοιων λογισμικών.
- Διαιωνίζει το απόρρητο έναντι των πολιτών που τους βυσμάτωσαν «νομίμως» η ΚΥΠ ή η Αντιτρομοκρατική.
Ας τα δούμε όλ’ αυτά ένας προς ένα, ξεκινώντας από το τελευταίο.
Παρακολουθούμε όποιον/α θέλουμε και λογαριασμό δε δίνουμε
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δέχτηκε πυρά για τη διάταξη που θέσπισε το 2021, απαγορεύοντας την εκ των υστέρων γνωστοποίηση της παρακολούθησης στον παρακολουθούμενο. Μάλιστα, η συγκεκριμένη διάταξη ψηφίστηκε μόλις ο δημοσιογράφος Κουκάκης απευθύνθηκε στην ΑΔΑΕ και ζήτησε να μάθει αν η ΕΥΠ/ΚΥΠ τον παρακολουθούσε και στη νέα ρύθμιση δόθηκε αναδρομική ισχύς (!), ώστε ο Κουκάκης και όποιος/α άλλος/η να μην έχει δικαίωμα ενημέρωσης.
Πρόκειται για την παράγραφο 1 του άρθρου 87 του νόμου 4790/2021, με την οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατέστησε απόρρητη την παρακολούθηση για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Δηλαδή, και μετά τη λήξη της παρακολούθησης, απαγορεύτηκε εφ’ όρου ζωής η γνωστοποίηση στον παρακολουθούμενο της παρακολούθησης και των λόγων για τους οποίους αυτή διενεργήθηκε.
Αυτά είναι τα σχετικά εδάφια της ρύθμισης (η έμφαση δική μας):
«Στις περιπτώσεις του άρθρου 4, η Α.Δ.Α.Ε. δύναται, μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης, να αποφασίζει τη γνωστοποίηση της επιβολής του μέτρου αυτού στους θιγόμενους, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπό την προϋπόθεση, ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε.
[Τα στοιχεία, αν δεν επισυναφθούν σε δικογραφία] επιστρέφονται στον κύριό τους, εφόσον έχει αποφασισθεί η κατά το πρώτο εδάφιο γνωστοποίηση του μέτρου. Αν δεν συντρέχει αυτή η περίπτωση καταστρέφονται ενώπιον της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη και συντάσσεται έκθεση για την καταστροφή. Υποχρεωτικώς καταστρέφεται το υλικό που δεν έχει σχέση με τον λόγο επιβολής του μέτρου. Η παρούσα δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, σύμφωνα με το άρθρο 3».
Ενώ η πίεση από την αντιπολίτευση και εξέχοντες νομικούς ήταν να καταργηθεί αυτή η διάταξη, γιατί –εκτός των άλλων- έρχεται σε αντίθεση και με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστήριου, που «λέει» ότι ο θιγόμενος πρέπει να ενημερώνεται για τυχόν παρακολούθησή του, προκειμένου να μπορεί να ασκήσει ένδικα μέσα, για να υπερασπιστεί δικαιώματα και έννομα συμφέροντα απέναντι σε ενδεχόμενη μη σύννομη ή καταχρηστική παρακολούθησή του, ο Μητσοτάκης φέρνει μια νέα διάταξη που στην πράξη είναι ίδια με αυτήν του 2021.
Παραθέτουμε τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου 7 του άρθρου 4 του νομοσχέδιου (η έμφαση δική μας):
«Μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης που αφορά άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από το καθ’ ου η άρση πρόσωπο, που υποβάλλεται στους εισαγγελικούς λειτουργούς του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, γνωστοποιείται η επιβολή του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε και μετά από απόφαση τριμελούς οργάνου. Στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από την Ε.Υ.Π., το όργανο αποτελείται από τον Διοικητή της, τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008 και τον Πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε.. Στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από τη Δ.Α.Ε.Ε.Β., το όργανο αποτελείται από τον Διευθυντή της Δ.Α.Ε.Ε.Β., τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν.2265/1994 και τον Πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε.».
Υποτίθεται ότι μετά από τρία χρόνια αίρεται το απόρρητο και ο πολίτης μπορεί να ενημερωθεί αν η κακόφημη ΕΥΠ/ΚΥΠ τον παρακολουθούσε. Αμ δε! Ο αρχικυπατζής και ο κυπεισαγγελέας (ή το αντίστοιχο δίδυμο στην Αντιτρομοκρατική) μπορούν να αρνηθούν να ενημερώσουν τον πολίτη, ακόμη και μετά την τριετία. «Ολα τα λεφτά» είναι η προϋπόθεση «ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε». Αν ο εκπρόσωπος της ΑΔΑΕ διαφωνήσει, η γνώμη του ούτε που καταγράφεται πουθενά: «Του οργάνου προεδρεύει ο κατά περίπτωση αρμόδιος εισαγγελικός λειτουργός. Το όργανο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, χωρίς καταγραφή της τυχόν μειοψηφίας στην απόφαση και χωρίς τήρηση πρακτικών»!
Επομένως, η ενημέρωση του πολίτη μπορεί εύκολα να παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες. Αλλά κι αν ενημερωθεί ο πολίτης, για τι ενημερώνεται; «Το καθ’ ου η άρση πρόσωπο ενημερώνεται μόνο για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του. Δεν επιτρέπεται η υποβολή νέου αιτήματος πριν την πάροδο ενός (1) έτους από την υποβολή του προηγούμενου»!
Στο μεταξύ, όλο το υλικό της παρακολούθησης θα έχει καταστραφεί. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του νομοσχέδιου, το υλικό (και το ψηφιακό και το τυχόν έγχαρτο) καταστρέφεται στους 6 μήνες, ενώ υπάρχει η δυνατότητα να καταστραφεί και πριν το εξάμηνο «εάν συντρέχει ειδικός λόγος προς τούτο». Για να μη βγαίνει, λοιπόν, ο κάθε Ανδρουλάκης και ζητάει να του δώσουν το υλικό της παρακολούθησης και να χρειάζονται να λένε τερατώδη ψέματα, ότι τάχα το υλικό καταστράφηκε επειδή… δεν ήταν συμβατό με το καινούργιο σύστημα, θεσπίζουν διατάξεις που θα καλύπτουν τους ΚΥΠατζήδες σε όλες τις πλευρές της δράσης τους.
Ακόμα και για τη διάρκεια της παρακολούθησης υπάρχει πρόνοια, ώστε να καλύπτονται οι ΚΥΠατζήδες και οι αντιτρομοκρατικάριοι. «Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες», αλλά «μπορούν να διαταχθούν» απανωτές δίμηνες παρατάσεις, που «σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά τη διάρκεια των δέκα (10) μηνών», αλλά μπορεί να γίνει και «υπέρβαση αυτού του ορίου», που «επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας και εφόσον στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας». Μ’ άλλα λόγια, μπορούν να παρακολουθούν όποιον θέλουν για όσο καιρό θέλουν. Οσο για τα «συγκεκριμένα στοιχεία», όπως έγραψε στο facebook o καθηγητής Ξενοφών Κοντιάδης, «ο ορισμός της “εθνικής ασφάλειας“ που προβλέπει το νομοσχέδιο είναι αντισυνταγματικός ως εξαιρετικά ευρύς, σε αντίθεση προς το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος που επιτάσσει στενή ερμηνεία».
Οταν αποκαλύφθηκε το βυσμάτωμα του Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ/ΚΥΠ, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, λειτουργώντας ως θεσμικός παράγοντας της αστικής δημοκρατίας, χτύπησε το καμπανάκι του κινδύνου, λέγοντας ότι οι πολιτειακοί παράγοντες και οι αιρετοί δεν επιτρέπεται να παρακολουθούνται, βάσει συνταγματικής πρόβλεψης.
Ο Μητσοτάκης έβαλε τότε τον πολιτικά και νομικά άθλιο Γεραπετρίτη να κατηγορήσει τον Βενιζέλο ότι κάνει «λογικά και ερμηνευτικά σφάλματα», όταν υποστηρίζει ότι είναι αντισυνταγματική η παρακολούθηση βουλευτών και ευρωβουλευτών, διότι αυτό «θα ήταν εκτός του γράμματος του Συντάγματος και θα συνιστούσε παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης χωρίς συνταγματικό έρεισμα, παρέχοντας μια αδικαιολόγητη προνομία έναντι των υπολοίπων πολιτών».
Ο Βενιζέλος απάντησε εκτενέστατα στον Γεραπετρίτη (τον έκανε κυριολεκτικά με τα κρεμμυδάκια). Η άποψη Γεραπετρίτη-Μητσοτάκη συνοψίστηκε με λακωνικότητα και κυνισμό στη δήλωση της κυπεισαγγελέα Βλάχου ότι θα παρακολουθούσε και την πρόεδρο της Δημοκρατίας αν πήγαινε να πουλήσει την πατρίδα (που ‘σαι Κόλλια να χαρείς…)!
Στο νομοσχέδιο, όμως, εισάγεται «παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης» και «αδικαιολόγητη προνομία έναντι των υπολοίπων πολιτών» (για να θυμηθούμε τον τιτάνα της νομικής επιστήμης Γεραπετρίτη), αφού για τα οριζόμενα ως πολιτικά πρόσωπα («“Πολιτικά πρόσωπα“ είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τα μέλη της κυβέρνησης και οι υφυπουργοί, οι βουλευτές και τα μέλη του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και τα ανώτατα μονοπρόσωπα όργανα των ΟΤΑ Α’ και Β΄ βαθμού») για να γίνει βυσμάτωμα προβλέπεται ειδική διαδικασία:
«Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας που αφορά πολιτικά πρόσωπα επισπεύδεται μόνο από την Ε.Υ.Π.. Το αίτημα, το οποίο οφείλει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας, υποβάλλεται από τον Διοικητή της Ε.Υ.Π., μαζί με τα συνοδεύοντα αυτό στοιχεία, στον Προέδρο της Βουλής, προκειμένου να χορηγήσει σχετική άδεια εντός προθεσμίας είκοσι τεσσάρων (24) ωρών. Αν δεν υπάρχει Βουλή, την άδεια του προηγούμενου εδαφίου χορηγεί ο Πρόεδρος της τελευταίας Βουλής ή, αν αυτός δεν υπάρχει, ο Πρωθυπουργός. Αν το αίτημα αφορά στον Πρόεδρο της Βουλής, ή αν δεν υπάρχει Βουλή στον Πρόεδρο της τελευταίας Βουλής, την άδεια χορηγεί ο Πρωθυπουργός. Μόνο εάν χορηγηθεί η άδεια της παρούσας, μπορεί το αίτημα να υποβληθεί στον εποπτεύοντα την Ε.Υ.Π. εισαγγελικό λειτουργό για τη συνέχιση της διαδικασίας. Στην περίπτωση της παρούσας, ο Πρόεδρος της Βουλής ή ο Πρωθυπουργός, κατά περίπτωση, δεν τηρεί σχετικό αρχείο».
Ο πρόεδρος της Βουλής, βέβαια, είναι στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος και κατά κανόνα έμπιστος του εκάστοτε πρωθυπουργού που τον τοποθετεί στο συγκεκριμένο πόστο για να του κάνει τη δουλειά. Το κυριότερο, όμως, είναι πως η εξαίρεση περιλαμβάνει ένα μικρό αριθμό ανθρώπων. Δεν εξαιρούνται ούτε τα ηγετικά στελέχη των κοινοβουλευτικών κομμάτων που δεν είναι βουλευτές.
Και κάτι ακόμη. Ο πρόεδρος της Βουλής μπορεί να εγκρίνει την παρακολούθηση πολιτικών αντιπάλων του κόμματός του και να μην το πάρει χαμπάρι κανένας, ούτε κατόπιν εορτής, αφού δεν τηρείται αρχείο για τις παρακολουθήσεις «πολιτικών προσώπων» που εγκρίθηκαν!
Περί απαγόρευσης της εμπορίας λογισμικού τύπου Predator
Οπως γράψαμε εισαγωγικά, η εμπορία λογισμικού τύπου Predator απαγορευόταν ήδη. Η παράγραφος 5 του άρθρου 292Α του Ποινικοί Κώδικα προβλέπει: «Οποιος αθέμιτα διαθέτει στο εμπόριο ή με άλλον τρόπο προσφέρει προς εγκατάσταση ειδικά τεχνικά μέσα για την τέλεση των πράξεων της παραγράφου 1 ή δημόσια διαφημίζει ή προσφέρει τις υπηρεσίες του για την τέλεσή τους τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή».
Ο Μητσοτάκης, ο Οικονόμου και ο ακροδεξιός πολυλογάς Βορίδης προσπαθούσαν να πείσουν τον ελληνικό λαό (ξέρουμε τι αντίληψη έχουν όλοι οι αστοί πολιτικοί για το λαό), ότι μέχρι τώρα δήθεν δεν απαγορευόταν το εμπόριο αυτού του τύπου του λογισμικού. Μέχρι να δημοσιευτεί το νομοσχέδιο-καρικατούρα, αυτός ο ισχυρισμός ήταν το βαρύ πυροβολικό της κυβερνητικής προπαγάνδας. Με το που έγινε η ανάρτηση στη Διαβούλευση, όμως, οι τόνοι άρχισαν να πέφτουν, γιατί ακόμη και οι μη νομικοί είναι σε θέση να αντιληφθούν ότι η δήθεν παγκοσμίως πρωτότυπη και πρωτοποριακή διάταξη (άρθρο 12 του νομοσχέδιου) είναι σχεδόν ταυτόσημη με τη νομοθεσία που ήδη υπάρχει, ενώ ταυτόχρονα ανοίγει το δρόμο στους καπιταλιστές που παράγουν και εμπορεύονται τέτοιο λογισμικό να να το παρουσιάζουν ως νόμιμο.
Αφού είδαμε την παράγραφο 5 του άρθρου 292Α ΠΚ, ας δούμε και την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του νομοσχέδιου Μητσοτάκη, η οποία προσθέτει στον ΠΚ το άρθρο 370ΣΤ:
«Αρθρο 370ΣΤ
- Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους τιμωρείται όποιος παράγει, πωλεί, προμηθεύεται προς χρήση, εισάγει, κατέχει, διανέμει ή με άλλο τρόπο διακινεί λογισμικά ή συσκευές παρακολούθησης, δηλαδή με δυνατότητα υποκλοπής, καταγραφής και κάθε είδους άντλησης περιεχομένου ή και δεδομένων επικοινωνίας (κίνησης και θέσης), τα οποία καθορίζονται με απόφαση του Διοικητή της Ε.Υ.Π., η οποία εκδίδεται εντός τριών (3) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η απόφαση του πρώτου εδαφίου επικαιροποιείται το αργότερο κάθε έξι (6) μήνες».
Με την έως και τώρα ισχύουσα διάταξη (παράγραφος 5 άρθρου 292Α ΠΚ) προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι δύο χρόνια. Αυτή η διάταξη δεν καταργείται με το νομοσχέδιο, γιατί προφανώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη θέλει να δείξει ότι τώρα απαγορεύεται για πρώτη φορά η εμπορία λογισμικών τύπου Predator. Η καινούργια διάταξη που προστίθεται και συνυπάρχει με την παλιά προβλέπει κλίμακα ποινής 1-5 χρόνια φυλάκιση. Εννοείται πως για τους καπιταλιστές που εμπορεύονταν παράνομα το Predator και άλλα τέτοιου τύπου λογισμικά δεν υπάρχει περίπτωση εφαρμογής της νέας διάταξης. Αν (λέμε αν) ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος τους, θα τύχει εφαρμογής η ευνοϊκότερη διάταξη που προβλέπει φυλάκιση μέχρι 2 χρόνια.
Ποιος καθορίζει ποια λογισμικά είναι παράνομα; Η ίδια η ΕΥΠ/ΚΥΠ! Το προβλέπει το άρθρο 12 του νομοσχέδιου, που ήδη παραθέσαμε. Αν σκεφτούμε ότι η ΕΥΠ/ΚΥΠ, η Αντιτρομοκρατική και εν γένει το Δημόσιο μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις «για την προμήθεια λογισμικών ή συσκευών παρακολούθησης του άρθρου 370ΣΤ του Ποινικού Κώδικα για την εκπλήρωση των σκοπών τους» (δηλαδή, η εμπορία είναι παράνομη όταν ο πελάτης είναι ιδιώτης, όχι όμως όταν ο πελάτης είναι το Δημόσιο!), αντιλαμβάνεστε ότι θα έχουμε «κακόβουλο λογισμικό» α λα καρτ: κάποιο θα είναι παράνομο και κάποιο θα είναι νόμιμο, ώστε να μπορεί να το αγοράζουν οι ρουφιανοϋπηρεσίες του κράτους!
Δεν μένει καμιά αμφιβολία πλέον ότι η ΕΥΠ/ΚΥΠ χρησιμοποιούσε παράνομα και λογισμικά τύπου Predator. Δεν είναι μόνο οι αποκαλύψεις ακόμη και σε φιλοκυβερνητικά Μέσα Μαζικής Παραπληροφόρησης, που αδειάζουν την κυβέρνηση και αποστασιοποιούνται από τον Μητσοτάκη. Οταν με το άρθρο 13 του νομοσχέδιου δίνεται η δυνατότητα για την αγορά τέτοιων λογισμικών από το Δημόσιο, ομολογείται εμμέσως πλην σαφώς ότι η ΕΥΠ/ΚΥΠ χρησιμοποιούσε τέτοια λογισμικά. Προβλέπει το άρθρο 13 του νομοσχέδιου:
«Προμήθεια λογισμικών και συσκευών παρακολούθησης από το Δημόσιο
Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, μετά από πρόταση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Αμυνας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η σύναψη συμβάσεων εκ μέρους κρατικών δομών για την προμήθεια λογισμικών ή συσκευών παρακολούθησης του άρθρου 370ΣΤ του Ποινικού Κώδικα για την εκπλήρωση των σκοπών τους».
Οι βαρύτερες ποινές που προβλέπονται με τα άρθρα 10 και 11 του νομοσχέδιου, για την παρακολούθηση, καταγραφή και αξιοποίηση τηλεφωνικών και προφορικών συνομιλιών τρίτων ή συνομιλιών του καταγράφοντα με τρίτους, μπαίνουν για ξεκάρφωμα. Τα πλημμελήματα μετατρέπονται σε κακουργήματα και επιβάλλονται ποινές μέχρι 10 χρόνια κάθειρξη.
Πρέπει, όμως, να τονιστεί πως οι διατάξεις αυτές δεν θα έχουν καμία πρακτική επίπτωση για τους δράστες παράνομων παρακολουθήσεων μέχρι τη δημοσίευση του νέου νόμου στο ΦΕΚ. Ο,τι έχει γίνει (εφόσον αποκαλυφθεί, φυσικά) θα εκδικαστεί με το παλαιότερο καθεστώς. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως η ίδια τροποποίησε δυο φορές τον Ποινικό Κώδικα και δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να εισαγάγει βαρύτερες ποινές για τα συγκεκριμένα αδικήματα.
ΥΓ1. Τα υπόλοιπα, για τη συγκρότηση της ΕΥΠ/ΚΥΠ, τους εισαγγελείς που θα εποπτεύουν κτλ. δεν έχει κανένα νόημα να τα σχολιάσουμε. Εδώ ταιριάζει η λαϊκή παροιμία: «Τι του λείπει του ψωριάρη, χάντρα με μαργαριτάρι.
Υ2Γ. Στην προσπάθειά της να χειριστεί αποκλειστικά ο στενός πυρήνας του Μαξίμου το νομοσχέδιο, χωρίς «παρεμβολές» από αστικά κέντρα που θα ζητούσαν κάποιες περισσότερο φιλελεύθερες ρυθμίσεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν διαβουλεύτηκε ούτε με την ΑΔΑΕ. Δεν την ενημέρωση καν. Εισέπραξε έτσι ένα «χεστήριο» από την ΑΔΑΕ, που έκανε ακόμη πιο εμφανή την απομόνωσή της από όλα τα αστικά κέντρα. «Παρά τα όσα συνέβησαν τους τελευταίους μήνες, η Αρχή ουδέποτε ενημερώθηκε αρμοδίως, ούτε ζητήθηκε με θεσμικά πρέποντα τρόπο η διατύπωση της γνώμης της, έτσι ώστε το θεσμικό αυτό νομοσχέδιο να είναι η κατάληξη ενός νηφάλιου και επιστημονικού διαλόγου, προς όφελος του δικαιώματος», αναφέρει η ανακοίνωση της ΑΔΑΕ, που επίσης «εκφράζει την κατάπληξή της και την θεσμική δυσαρέσκειά της για την εν λόγω θεσμική παράλειψη»! Αυτό πόνεσε πολύ, πάρα πολύ… Αλλο να σου τη λέει ο Τσίπρας ή ο Ανδρουλάκης και άλλο να σε ξεχέζει με… κομψότητα η «ανεξάρτητη» Αρχή…