Με την έναρξη της διαδικασίας η Γιάννα Κούρτοβικ επανήλθε στο ζήτημα που είχε προκύψει στην προηγούμενη. Με μια αναλυτική τοποθέτηση, έθεσε ευθέως ζήτημα για τη στάση του προέδρου και της εισαγγελέα, θυμίζοντας τα όσα έχουν γίνει. Σε συντομία το «κατηγορητήριο» της συνηγόρου ήταν το εξής:
Απαγορεύσατε συστηματικά ερωτήσεις μας προς τους μάρτυρες. Προστατεύσατε ισχυρούς παράγοντες της χώρας, συγκεκριμένα τον Βαρδινογιάννη. Ασκήσατε πιέσεις σε μάρτυρες για να εκμαιεύσετε τις απαντήσεις που θέλατε και όταν δεν πήρατε τις απαντήσεις που θέλατε, φτάσατε στο σημείο να τους απειλήσετε. Προεξοφλήσατε την αναγνώριση από μάρτυρες. Είπατε σε μάρτυρα, ότι αυτός που πας να αναγνωρίσεις λείπει. Μας είπατε ότι δεν σας ενδιαφέρουν τα κίνητρα και ότι δεν θα διερευνήσετε τον πολιτικό χαρακτήρα των ενεργειών. Κι όταν διαμαρτυρήθηκαμε και σας είπαμε ότι μας ωθείτε σε αποχώρηση, μας είπατε «να αποχωρήσετε». Μας ενδιαφέρει όχι ο τύπος αλλά η ουσία. Μας ενδιαφέρει αν έχετε την αγωνία να ψάξετε την αλήθεια. Να βρείτε ότι εδώ μέσα υπάρχουν άνθρωποι καταδικασμένοι άδικα σε εξοντωτικές ποινές. Αν βρίσκεστε εδώ μόνο για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης, για μας είναι πρόβλημα. Η προηγούμενη ήταν μια απόφαση σκοπιμοτήτων, η δική σας θα είναι μια απόφαση διεκπεραίωσης. Εάν η διαδικασία και η ουσία της υπόθεσης προοιονίζεται να είναι τέτοια, εμείς σας το δηλώνουμε από τώρα: θα αποχωρήσουμε.
Ο πρόεδρος διέκοψε αρκετές φορές τη συνήγορο, με ερωτήσεις που αμφισβητούσαν τις καταγγελίες της, του τύπου «είπα εγώ αυτό;». Οταν τελείωσε, προσπάθησε να μεταφέρει τη συζήτηση αλλού. Στο ότι οι κατηγορίες της συνηγόρου είναι γενικές και γι’ αυτό νομικά αβάσιμες! Το τυπικό δεν με αφορά, με αφορά η ουσία, απάντησε η Γ. Κούρτοβικ. Οταν ο πρόεδρος προσπάθησε να δικαιολογηθεί για την απαγόρευση των ερωτήσεων προς τον Βαρδινογιάννη («ήταν εκτός θέματος»), του απάντησε ότι ήταν ερωτήσεις για τη διερεύνηση των πολιτικών κινήτρων. Και όταν επικαλέστηκε τα πρακτικά της πρώτης δίκης, για να δικαιολογήσει την παρατήρηση προς το μάρτυρα, ότι αυτός που πάει να αναγνωρίσει λείπει, η συνήγορος του απάντησε εύστοχα: Γιατί τότε δεν παίρνετε τα πρακτικά της πρώτης δίκης, να μας πείτε από τώρα την απόφαση και να φύγουμε; Στο σημείο αυτό παρενέβη και ο Δ. Κουφοντίνας: Αν εκείνη τη στιγμή που του είπατε «λείπει», γύριζε ο μάρτυρας και αναγνώριζε κάποιον άλλο, με την παρατήρησή σας δεν το αποτρέψατε αυτό; Ο πρόεδρος έκλεισε τη συζήτηση με την επισήμανση: Αν νομίζετε ότι δεν ασκώ σωστά τα καθήκοντά μου, μπορείτε να κάνετε αίτηση εξαίρεσης.
Εχω την αίσθηση –είπε ο Α. Κωνσταντάκης- ότι δικάζω σ’ ένα πολιτικό εφετείο και όχι σ’ ένα ποινικό εφετείο. Στην ποινική δίκη τα πρακτικά δεν αποδεικνύουν τίποτα. Δεν αποτελούν πηγή για να καταγιγνώσκει κανείς ενοχές και αθωότητες. Γιατί αν ήταν έτσι, δεν θα υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να γίνει η διαδικασία. Θα λέγαμε ότι αρκούν τα πρακτικά. Οι μάρτυρες προσέρχονται και εξετάζονται είναι γιατί αποτελούν κορυφαίο αποδεικτικό μέσο. Αν δεν αφήσουμε το μάρτυρα κι αρχίσουμε να του λέμε τι είχε πει στην πρώτη δίκη, έχουμε το άλλο μοντέλο, το μοντέλο της αστικής δίκης. Ρωτήθηκε ο εντολέας μου αν συμφωνεί με τη δράση της 17Ν. Δεν άκουσα ποτέ σε μια δίκη για ληστεία να ερωτάται ο κατηγορούμενος αν συμφωνεί γενικά με τις ληστείες. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, περίπου το 20% των Ελλήνων συμφωνούσε με τις ενέργειες της συγκεκριμένης οργάνωσης. Τι σημαίνει αυτό; Δε μπορεί να είναι η συμφωνία ποινικά αξιοποιήσιμη. Αλλιώς, να τους φέρουμε εδώ κατηγορούμενους. Το να λέτε –κατέληξε απευθυνόμενος στον πρόεδρο- «κάντε μου αίτηση εξαίρεσης», δεν συμβάλλει στη διεξαγωγή της δίκης εντός ενός πολιτισμένου πλαισίου. Η τοποθέτησή μου αυτή –απάντησε ο πρόεδρος- έγινε διότι είπε η συνάδελφός σας ότι σε ορισμένους δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή και ανέφερε και συγκεκριμένο πρόσωπο. Είπα, λοιπόν, εάν έχετε κάτι στο πρόσωπό του, να προβείτε σ’ αυτά που προβλέπει η δικονομία. Αυτές οι τοποθετήσεις δεν προάγουν…
Το δικαστήριό σας –είπε η Τασία Χριστοδουλοπούλου- οφείλει να εξετάσει από την αρχή την υπόθεση. Πολλοί είχαμε την απορία πώς γίνεται να παρελάσουν τόσοι μάρτυρες, που στην προανάκριση είχαν πει «δεν άκουσα, δεν είδα», και να λένε «και άκουσα και είδα». Γιατί συνέβη αυτό το ανθρωπίνως και επιστημονικώς αδύνατο; Να θυμούνται λεπτομέρειες, φυσιογνωμίες, ανθρώπους, κινήσεις, μετά από τόσα χρόνια, όταν και ο νόμος εκφράζει μια a priori επιφυλακτικότητα απέναντι στα γερασμένα αποδεικτικά μέσα; Είχα την εντύπωση, ότι αυτά τα πράγματα θα διερευνώνταν. Τι βλέπω όμως; Οταν υπάρχουν άνθρωποι, ανεπηρέαστοι πλέον από εκείνο το φριχτό κλίμα, που τους έκανε να στρατεύονται και να γίνονται τόσο πρόθυμοι μάρτυρες, που έρχονται σήμερα και κρατάνε αποστάσεις από τις βεβαιότητες της πρώτης δίκης, τι θα κάνει ένα δικαστήριο, δεν θα το λάβει αυτό υπόψη του; Δε θα λάβει υπόψη του την απόσταση που κρατάει ένας μάρτυρας από τη βεβαιότητα που εξέφρασε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο; Εγώ νομίζω ότι πρέπει να το καταγράψει, να το αξιλογήσει, να το συνδυάσει και όχι να χλευάσει το αποδεικτικό μέσο «μάρτυρας» και να επιβραβεύσει εκείνους που τα λένε ίδια. Το δικαστήριο με νηφαλιότητα και αμεροληψία πρέπει να σταθμίσει το ότι οι μάρτυρες δε θυμούνται και να κάνει το συνδυασμό, πώς ήταν δυνατόν να θυμούνται πριν δυο χρόνια; Να εξετάσει, λοιπόν, τον επιστημονικό ισχυρισμό που κατατέθηκε στην πρώτη δίκη, ότι δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος, μετά από τόσα χρόνια, χωρίς να έχει ανανεώσει το οπτικό ερέθισμα, χωρίς να το έχει συνδυάσει με κάποια άλλη κατάσταση, να αναγνωρίζει τόσο καθαρά ανθρώπους που ήταν σε κάποια πράξη. Είναι δικαιολογημένες, λοιπόν, οι αιτιάσεις της υπεράσπισης, γιατί η υπεράσπιση δεν έρχεται εδώ για να νομιμοποιήσει και να επικυρώσει την απόφαση της πρώτης δίκης, αλλά για να ξανακάνει τη δίκη από την αρχή. Ας αφήσουμε και κάτι να λειτουργήσει υπέρ των κατηγορουμένων.
Ακόμα πιο απολογητική από τον πρόεδρο ήταν η εισαγγελέας. Είπε ότι δεν θυμάται καμία μέρα να χλευάστηκε μάρτυρας και προσπάθησε να μπαλώσει τα όσα η ίδια είχε απευθύνει προς τον μάρτυρα Γκόγκο, λέγοντάς του ότι καλώς τον τιμώρησε η υπηρεσία του, ισχυριζόμενη ότι της έδωσε την εντύπωση ενός… αμελούς υπαλλήλου. Ολες οι ερωτήσεις της –είπε- ήταν νόμιμες, οι συνήγοροι το ξέρουν πολύ καλά αυτό, αλλά αντιδρούν για να δημιουργήσουν εντυπώσεις. Οσο για τη φρονηματικού τύπου ερώτηση προς τον Χρ. Ξηρό, δεν είχε… νομική σημασία. Την έκανε από… περιέργειαμ, για να ακούσει τη γνώμη του!!!
Στο θέμα τοποθετήθηκαν και οι Δ. Κουφοντίνας και Χρ. Ξηρός.
Δ. Κουφοντίνας: Η υπεράσπιση έθεσε τρία συγκεκριμένα ζητήματα. Πρώτον: Τις επανειλημμένες ερωτήσεις – κι εδώ η κ. εισαγγελέας νομίζει ότι δεν είμασταν εδώ, λείπαμε, ή ότι έχουμε τόσο μικρή μνήμη που ξεχνάμε τι έγινε εδώ πέρα, ξεχνάμε το ύφος της, το επιθετικότατο και απειλητικότατο ύφος της απέναντι στον μάρτυρα, ότι έχουμε ξεχάσει ότι επανειλημμένα και απειλητικά τον ρώταγε για το ίδιο πράγμα, μέχρι να πάρει την απάντηση που ήθελε. Αναγκάστηκε στο τέλος και ομολόγησε, κατάλαβε πλέον το νόημα και είπε, προϊσταμένη μου είστε, τι να κάνω, θα υποχρεωθώ να πω αυτό που θέλετε. Δεύτερο είναι του κ. προέδρου η παρέμβαση. Δεν θα πω αν ήταν «καλοπροαίρετη» ή «κακοπροαίρετη», αλλά ο μάρτυρας γύρισε να κάνει μια αναγνώριση κι εκείνη τη στιγμή ο πρόεδρος του λέει «δεν είναι εδώ». Δηλαδή, αν γύριζε εκείνη την ώρα ο μάρτυρας και έδειχνε κάποιον άλλον και έλεγε «αυτός είναι ο Παύλος Σερίφης», τι θα λέγατε; Οπότε, αυτή η παρέμβασή σας πάρθηκε και ήταν αντικειμενικά μια επέμβαση. Το τρίτο ζήτημα που έθεσε η συνήγορος αφορά την απαγόρευση του 90% των ερωτήσεων προς τον Βαρδινογιάννη, που αφορούσαν τα πολιτικά κίνητρα. Πραγματικά, το δικαστήριό σας έχει πάρει θέση πάνω στον πολιτικό χαρακτήρα της δράσης της 17Ν. Εγώ την απόφασή σας τη θεωρώ λαθεμένη και υποκριτική, αλλά σε οποιαδήποτε περίπτωση δεν αποτελεί θέσφατο. Είναι ένα ζήτημα που εξετάζεται και θα ξαναεξεταστεί. Ομως, οι ερωτήσεις αφορούσαν τα πολιτικά κίνητρα. Εγώ ξέρω ότι σε κάθε δίκη ρωτάνε «γιατί έγινε, τι κίνητρο είχε ο δράστης;». Πολύ περισσότερο σε μια τόσο σημαντική πολιτική ενέργεια. Εσείς το απαγορέψατε. Αυτό που έθεσε η συνήγορος μ’ αυτά τα τρία συγκεκριμένα ζητήματα ήταν το εξής: Οτι εδώ πέρα γίνεται πλέον μία δίκη διεκπεραίωσης, μία δίκη σκοπιμοτήτων. Δεν τηρούνται καν τα προσχήματα. Και έθεσε το ερώτημα: τι γυρεύουμε πια εδώ; Εχει κανένα νόημα η παρουσία μας; Αυτό είπε.
Χρ. Ξηρός: Πρώτα να πω για το ζήτημα της πολιτικής δίκης, για το αν είναι πολιτική η δίκη ή όχι, αυτό δεν εξαρτάται ούτε από την απόφαση που πήρατε, αλλά ούτε και από τις επιθυμίες του κ. καθηγητή, του κατά τα άλλα συμπαθούς κ. καθηγητή (σ.σ. αναφερόταν στον συνήγορο πολιτικής αγωγής Α. Τζαννετή). Είναι αντικειμενικά μια πολιτική δίκη και το ξέρετε κι εσείς και το αναγνωρίζετε και το αποδεικνύει κάθε λεπτό που περνάει. Και εσείς και ο κ. καθηγητής, ο οποίος την ίδια στιγμή έλεγε ότι κακώς έγινε η ερώτηση προς εμένα για τα φρονήματά μου. Συγνώμη, το είπε η κ. εισαγγελέας αυτό. Τέτοιες ερωτήσεις μόνο στις πολιτικές δίκες γίνονται. Και εγώ γι’ αυτό ακριβώς το λόγο απάντησα. Ηξερα πολύ καλά, κ. εισαγγελέα, ότι δεν υποχρεούμουν να απαντήσω για φρονήματα και απάντησα γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, διότι εδώ είναι μια πολιτική δίκη και προφανώς ενδιαφέρουν τα φρονήματα. Ηθελα να απαντήσω και απάντησα. Για το ζήτημα των μαρτύρων τώρα. Και αυτό κατά τη γνώμη μου είναι πολιτικό ζήτημα. Το ότι ο μάρτυρας ο συγκεκριμένος, έξω από το κλίμα των πιέσεων του 2003, κράτησε μια πιο ήπια στάση, αυτό δεν σας άρεσε καθόλου και φάνηκε πεντακάθαρα. Και το καταλάβαμε και δεν το ξεχάσαμε. Και για να μην ξαναγίνουν τέτοια φαινόμενα, θα προτείνω να τους δίνετε ένα χαρτάκι, πριν έρθουν εδώ, με τις απαντήσεις και να τους λέτε: νούμερο ένα, νούμερο δύο, και να ‘μαστε όλοι ευχαριστημένοι.
Ακολούθως, συνεχίστηκε η κατάθεση του ΜΑΤά αξιωματικού Ν. Γκόγκου, που έπαθε κυριολεκτικά την πλάκα του, όταν η υπεράσπιση (Α. Κωνσταντάκης και Γ. Γκουντούνας) του έδειξε μια φωτογραφία και τον ρώτησε αν αυτός είναι ο άνθρωπος που είπε ότι έμοιαζε με τον Γιωτόπουλο. Ο ΜΑΤάς κυριολεκτικά ψέλλιζε, μπέρδευε τα λόγια του, έλεγε «δεν ξέρω», «μπορεί», «μας ακολοθούσε σε κάθε κτίριο και μας έλεγε εκεί… εκεί…»! Ηταν μια φωτογραφία του Ιωάννη Μαυροειδή, του κυρ-Γιάννη, του γνωστού σε πολύ κόσμο φύλακα του Πολυτεχνείου (πρόκειται για μια εμβληματική φυσιογνωμία του χώρου), για τον οποίο γράφαμε στο προηγούμενο ρεπορτάζ. Το μάρτυρα προσπάθησε να βγάλει από τη δύσκολη θέση ο πρόεδρος, λέγοντας ότι δεν ξέρει τίποτα περί Γιωτόπουλου, ούτε στην πρώτη δίκη είπε τίποτα! Ούτε για τον Παύλο Σερίφη είπε τίποτα στην ανάκριση, ήρθε όμως και το είπε στην πρώτη δίκη, απάντησε εύστοχα ο Γ. Γκουντούνας.
Κατά τα άλλα, από τον Γ. Γκουντούνα υποβλήθηκε στο μάρτυρα σωρεία ερωτήσεων, που αφορούσαν το θεάρεστο έργο των ΜΑΤ εκείνη την περίοδο. Ο Χρ. Ξηρός τον ρώτησε αν τον θυμάται, ο μάρτυρας απάντησε αρνητικά και ο Χρ. Ξηρός έκλεισε με ένα καυστικό σχόλιο για το ρόλο των ΜΑΤ, για το χτύπημα τόσων και τόσων εργατικών, λαϊκών και νεολαιίστικων κινητοποιήσεων, σε αρκετές από τις οποίες και ο ίδιος βρισκόταν κυριολεκτικά στην πρώτη γραμμή.
Κατέθεσε, επίσης, ο ΜΑΤάς Στ. Καψάλης, που προσπάθησε να το παίξει ειδικός. Οταν, όμως, ήρθε η ώρα των ερωτήσεων από την υπεράσπιση, το μόνο που κατάφερε ήταν να επιβεβαιώσει το γεγονός ότι το σενάριο της Αντιτρομοκρατικής για τη συγκεκριμένη ενέργεια είναι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο. Το σενάριο λέει ότι ο Χριστόδουλος πήρε στην πλάτη του τον Σάββα, ο οποίος εκτόξευσε τη ρουκέτα πάνω από τον τοίχο. Ομως, ο τοίχος είναι 3,5 μέτρα και οι αδελφοί Ξηροί, έκαστος ύψους 1,86, δε μπορούσαν να κάνουν την εκτόξευση μ’ αυτό τον τρόπο. Τότε τι φέρονται να ομολογούν; Ασε που έτσι και γινόταν εκτόξευση σε στιλ… τσίρκου, εκείνος που πατούσε στην πλάτη του άλλου θα έσκαγε κάτω μαζί με τον πυροσωλήνα!
Η κατάθεση του συγκεκριμένου μάρτυρα ολοκληρώθηκε με ένα ακόμη επεισόδιο μεταξύ προέδρου και υπεράσπισης. Ο Γ. Γκουντούνας ρώτησε τον μάρτυρα, επειδή είναι αστυνομικός, να πει τη γνώμη του για το αν ήταν δυνατόν η 17Ν, μια οργάνωση ιδιαίτερα προσεκτική, ήταν δυνατόν να στείλει στη συγκεκριμένη ενέργεια τον Χρ. Ξηρό, έναν άνθρωπο απολύτως αναγνωρίσιμο, όχι μόνο λόγω της σωματοδομής του, αλλά και επειδή επρόκειτο για μια γειτονιά όπου τον γνώριζαν και οι πέτρες. Ο πρόεδρος απαγόρευσε την ερώτηση και όταν ο Χρ. Ξηρός του είπε ότι απαγορεύει κάθε ερώτηση που μπορεί να βγάλει όφελος για τους κατηγορούμενους, ο πρόεδρος του απάντησε ότι δεν παρακολουθεί την υπόθεση. Ο συνήγορος προσέφυγε στο δικαστήριο, η εισαγγελέας αποφάνθηκε ότι καλώς απαγορεύτηκε η ερώτηση και το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του συνηγόρου. Αναρωτιόμαστε, γιατί ο πρόεδρος, που κόπτεται για την επιτάχυνση της διαδικασίας, «ξόδεψε» ένα δεκάλεπτο για να απαγορευτεί η συγκεκριμένη ερώτηση, όταν ο μάρτυρας αυτός προηγουμένως είχε κάνει κρίσεις, αναφερόμενος ακόμα και σε εφημερίδες. Για ό,τι αφορά τη στήριξη της κατηγορίας δικαιούται να κάνει κρίσεις, ενώ για ό,τι αφορά την υπεράσπιση των κατηγορούμενων όχι; Το συμπέρασμα νομίζουμε ότι είναι προφανές.
Τέλος, κατέθεσε ο ΜΑΤάς Πολυμενέας, του οποίου η κατάθεση δεν ολοκληρώθηκε.
Το δικαστήριο θα συνεχίσει αύριο με την ίδια υπόθεση (ΜΑΤ Χαρ. Τρικούπη), ενώ η υπόθεση Βρανόπουλου αναβλήθηκε χωρίς να οριστεί ημερομηνία που θα συζητηθεί. Η υπόθεση Μπακογιάννη ορίστηκε να συζητηθεί την Τετάρτη 12 Απρίλη.