Εν αρχή ήταν οι εκκλήσεις προς το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο να μη χάσει τη μεγάλη ευκαιρία να επενδύσει στη μνημονιακή Ελλάδα: «Εν αρχή ην η οικονομία. Δει δη χρημάτων, έλεγαν και οι πρόγονοί μας – Η κυβέρνηση αυτή είναι φιλική προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις – Εμείς, λοιπόν, αυτή τη στιγμή, είμαστε μια χώρα, που διψά για άμεσες ξένες επενδύσεις. Η οικονομία μας διψά για άμεσες ξένες επενδύσεις – Χθες, στην ομιλία μου, περιέγραψα τρεις πρωτοβουλίες, που ήδη έχουμε πάρει και που διαμορφώνουν ένα πλαίσιο φιλικό στην επιχειρηματικότητα».
Προς επιβεβαίωση της ειλικρίνειας των εκκλήσεων ήρθε η… διακριτική αυτοκριτική: «Εμείς, λοιπόν, από την αξιοποίηση του λιμανιού του Πειραιά, θα χάσουμε; Θα γίνει το πρώτο λιμάνι στη Μεσόγειο. Δε θα χάσουμε – Η ΝΔ… συνεχίζει να κάνει αντιπολίτευση σε ένα κόμμα που δεν υπάρχει σήμερα».
Ακολούθησε ο απαραίτητος ιδεολογικός φερετζές: «Εμείς θέλουμε τις επενδύσεις, θέλουμε ένα υγιές επιχειρηματικό περιβάλλον, αλλά θέλουμε να προστατεύσουμε τις εργασιακές σχέσεις και το περιβάλλον. Και ξέρετε, αυτή είναι και μια διαφορά ιδεολογικής προσέγγισης ανάμεσα σε εμάς και τους νεοφιλελεύθερους – Θέλουμε να δώσουμε το στίγμα της αποφασιστικότητας που έχουμε να προχωρήσουν ορισμένα επενδυτικά projects. Βεβαίως, μέσα στο πλαίσιο που σας είπα, στο πλαίσιο της πιστής τήρησης των νόμων, των περιβαλλοντικών όρων, αλλά να προχωρήσουν, να ξεκολλήσουν. Και έχουν προχωρήσει και έχουν ξεκολλήσει δεκάδες επενδυτικά projects, όλο το προηγούμενο διάστημα».
Ας τα συνοψίσουμε: ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμιά σχέση με τον παλιό ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ένα κόμμα φιλικό στο κεφάλαιο, φιλικό στις ιδιωτικοποιήσεις όπως αυτές των λιμανιών, ένα κόμμα που διψά για επενδύσεις από το ξένο κεφάλαιο, αλλά υπό τον όρο ότι αυτές οι επενδύσεις θα προστατεύουν τους εργαζόμενους και το περιβάλλον.
Φυσικά, αυτό που μένει είναι η στήριξη στο κεφάλαιο, ώστε να μπορεί ανεξέλεγκτα να πλιατσικολογεί σε όλα τα επίπεδα. Δε χρειάζεται, βέβαια, να αναφερθούμε σε όσα αφορούν τους εργαζόμενους, που ο Τσίπρας έχει το θράσος να εμφανίζεται σαν προστάτης τους. Η κινεζοποίηση μισθών και εργασιακών σχέσεων, που διαμορφώθηκε στα χρόνια των Μνημονίων, είναι ο βασικότερος παράγοντας που μπορεί να κάνει την Ελλάδα χώρο ελκυστικό για τους κεφαλαιοκράτες. Εκανε μήπως κάτι (το παραμικρό έστω) η κυβέρνησή του, ώστε να βελτιώσει το εργασιακό πλαίσιο ή τους μισθούς; Δεν είναι ντροπή να βγαίνει και να λέει ότι «διψάμε για ξένες επενδύσεις» την ίδια στιγμή που βασιλεύει το μισθολογικό και εργασιακό πλαίσιο των Μνημονίων και που έχει αναλάβει την υποχρέωση να το διατηρήσει άθιχτο και να τροποποιήσει προς το αντεργατικότερο τον συνδικαλιστικό νόμο, ώστε να μην μπορεί να παρθεί απόφαση για απεργία; Αναρω- τιούνται πολλοί, τι διάολο έχουν φαγωθεί να τροποποιήσουν τον συνδικαλιστικό νόμο, ώστε να προβλέπει πως απόφαση για απεργία θα παίρνεται μόνο με το 50% + 1 των εργαζόμενων μιας επιχείρησης, τη στιγμή που δε γίνονται απεργίες. Είναι η μεταρρύθμιση που θα στείλει το μήνυμα στους «επενδυτές», ότι το καθεστώς της κινεζοποίησης θα διατηρηθεί. Οτι δε θα κινδυνέψει από «ζωηράδες», στις οποίες επιδίδονταν παλιότερα η ελληνική εργατική τάξη.
Μήπως, όμως, ισχύει κάτι διαφορετικό σε σχέση με την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος; Μήπως υπάρχει μία έστω περίπτωση που η κυβέρνηση να τα έβαλε με κάποιους «επενδυτές», υπερασπιζόμενη το δημόσιο συμφέρον; Και μην μας πουν για τις Σκουριές και την Eldorado, γιατί εκεί το πράγμα δεν σκαλώνει σε περιβαλλοντικά ζητήματα, αλλά στην άρνηση της Eldorado να εγκαταστήσει και το εργοστάσιο μεταλλουργίας στην Ελλάδα. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις (π.χ. Ελληνικό, δάσος Παλιουρίου στη Χαλκιδική, γήπεδο Μελισσανίδη, Ακαδημία Πλάτωνος) έχουμε την κυβέρνηση στο πλευρό των επενδυτών, να πιέζει τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες να παρανομήσουν.
Το θεσμικό πλαίσιο το έχουν ξεχειλώσει με διαδοχικές νομοθετικές παρεμβάσεις όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων. Επειδή, όμως, οι καπιταλιστές είναι αχόρταγοι, επειδή θέλουν απόλυτη ασυδοσία για να κάνουν ό,τι γουστάρουν, ξεπατώνοντας δάση, παραχώνοντας αρχαιότητες, μπαζώνοντας παραλίες, κόβοντας όχι μόνο την πρόσβαση αλλά ακόμα και τη θέα προς παραλίες κτλ. κτλ., η κυβέρνηση στέκεται στο πλευρό τους και πιέζει τους υπηρεσιακούς παράγοντες που προσπαθούν να τηρήσουν τη νομιμότητα ως προς αυτή την περιορισμένη προστασία περιβαλλοντικού και πολιτιστικού χαρακτήρα. Και σ' αυτό έχει τη στήριξη ολόκληρου του μιντιακού εσμού, που λοιδορεί και υβρίζει αυτούς τους υπηρεσιακούς παράγοντες, μέχρι να κάμψει την προσήλωσή τους στη νομιμότητα.
Παλαιότερα, η χυδαία αστική προπαγάνδα μιλούσε για το «γρηγορόσημο» και τα «λαδώματα» στο δημόσιο. Οχι πως δεν υπήρχαν (και εξακολουθούν να υπάρχουν) τέτοια φαινόμενα στο Δημόσιο, όμως για τους καπιταλιστές και τους ανθρώπους που κινούν τις υποθέσεις τους δεν ήταν τίποτα να «λαδώσουν» για να πάει πιο γρήγορα η υπόθεσή τους και κυρίως για να «παρακαμφθεί» η νομιμότητα. Οταν επικαλούνταν το «λάδωμα», συκοφαντούσαν τους φιλότιμους υπάλληλους, οι οποίοι προσπαθούσαν να υπερασπιστούν τα ελάχιστα που προστατεύει η νομιμότητα. Δεν ήταν θέμα «λαδώματος» (αυτό θα το είχαν λύσει στο πι και φι), αλλά θέμα παρανομίας, την οποία δε δέχονταν να επικυρώσουν κάποιοι έντιμοι υπηρεσιακοί παράγοντες.
Ο Τσίπρας λανσάρει τώρα μια άλλη -εξίσου πρόστυχη- θεωρία. Εξηγώντας τη συμμετοχή του στην task force για την επιτάχυνση των επενδύσεων (άλλη προπαγανδιστική παπάρα αυτή), λέει: «Εγώ θέλω να αναφερθώ στο γιατί επιλέγω την προσωπική μου παρουσία. Διότι, πιστεύω, πράγματι, ότι σε ορισμένα επενδυτικά έργα, ένας μεγάλος εχθρός μας, πέρα από τη γραφειοκρατία, είναι η αδράνεια και ο φόβος απέναντι στην ευθύνη, που είναι διάχυτος μέσα στον δημόσιο τομέα. Ο φόβος απέναντι στην ευθύνη. Υπάρχουν φάκελοι, σε πολλά υπουργεία, που κάθονται στα συρτάρια ή σε κάποια γραφεία και δεν πάνε από τον έναν όροφο στον άλλο αν δεν κατέβει ο Υπουργός να τους πάρει. Ο φόβος απέναντι στην υπογραφή. Και θέλουμε, λοιπόν, να δημιουργήσουμε ένα κλίμα για να ξεπεραστεί αυτός ο φόβος, ένα κλίμα, δηλαδή, που να δώσουμε το στίγμα της αποφασιστικότητας που έχουμε να προχωρήσουν ορισμένα επενδυτικά projects».
Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν είναι «λαδιάρηδες», λοιπόν, είναι φοβιτσιάρηδες. Και επειδή δε φτάνουν οι απειλές του Φλαμπουράρη και των βασιβουζούκων του, θα βάλει ένα χεράκι και ο Τσίπρας. Αν όμως δούμε μόνο την περίπτωση του Ελληνικού, θα διαπιστώσουμε ότι κάθε άλλο παρά φοβιτσιάρηδες και ευθυνόφοβοι είναι οι υπηρεσιακοί παράγοντες. Και άποψη έχουν και ευθέως την εκφράζουν υπογράφοντας έγγραφα. Ο Δασάρχης Πειραιά, για παράδειγμα, δε φοβήθηκε να βάλει την υπογραφή του υπερασπιζόμενος τον δασικό χαρακτήρα των περιμετρικών δασών της έκτασης. Το ιστορικό έχει περιγραφεί σε όλα τα στάδιά του στα ρεπορτάζ της εφημερίδας μας. Ο Φάμελλος οργάνωσε νομικό πραξικόπημα (με όργανό του το ΝΣΚ) και στο τέλος έφτασαν στο σημείο να βάλουν μια νομική σύμβουλο του Φλαμπουράρη να διατάξει τον Δασάρχη να βγάλει την απόφαση που είχαν μεθοδεύσει, επειδή αυτό απαιτούσε η τρόικα! Αυτό είναι το νόημα της task force του Τσίπρα. Να σηκώνεται ο κάθε άσχετος, χωρίς καμιά αρμοδιότητα, και να μοιράζει διαταγές σε υπηρεσιακούς παράγοντες άλλου υπουργείου, με μοναδικό εφόδιο το ότι ανήκει στην αυλή του «σκοτεινού παππού».
Είμαστε περίεργοι να δούμε πώς θα οργανώσουν τα πράγματα για να ξεπεράσουν και το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Την πρώτη συνεδρίαση τη διέκοψαν χωρίς να ολοκληρωθεί, τη δεύτερη την ανέβαλαν, και την ίδια μέρα ανακοίνωσαν ότι συνεδρίασε η task force υπό τον Τσίπρα και μεταξύ των άλλων συζητήθηκε «η πορεία των διοικητικών διαδικασιών για την ολοκλήρωση της επένδυσης στο Ελληνικό». Απότι φαίνεται, στο ΚΑΣ έχει δημιουργηθεί ένα μέτωπο υπέρ μιας λύσης που δεν είναι λύση απόλυτης προστασίας των αρχαιολογικών θησαυρών που υπάρχουν στην περιοχή, όμως οι πλιατσικολόγοι επενδυτές (και μαζί τους η κυβέρνηση) δε θέλουν ούτε αυτή τη λύση (καθορισμός πέντε περιοχών προστασίας αρχαιοτήτων). Θέλουν να απαλειφθεί κάθε ιδέα αρχαιολογικής προστασίας, για να μπορούν να παραχώσουν τις αρχαιότητες και να χτίσουν από πάνω καζίνο, ξενοδοχεία και μπιτσόμπαρα.
Ούτε στην περίπτωση του ΚΑΣ, λοιπόν, υπάρχει ευθυνοφοβία. Υπάρχουν απόψεις, απολύτως συμβατές με το ισχύον νομικό πλαίσιο. Είναι καθαρό, λοιπόν, πως όταν ο Τσίπρας μιλάει για «υπογραφοφοβία», αναφέρεται στην άρνηση υπηρεσιακών παραγόντων να υπογράψουν παρανομίες. Εχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση αδίστακτων καταστροφέων, αποφασισμένη να κάνει τα πάντα ώστε να εξυπηρετήσει τους πλιατσικολόγους καπιταλιστές.
Πέτρος Γιώτης