Η κ. Πέπη Ραγκούση (της γνωστής εκ Πάρου οικογένειας που έχει έως τώρα κοσμήσει την αστική πολιτική με δύο εκλεκτά τέκνα της, τον Γιάννη Ραγκούση και την Αννα-Ραγκούση-Νταλάρα, αδελφή της Πέπης) είναι αρθρογράφος στα «Νέα». Μη φανταστείτε τίποτα βαθυστόχαστα πράγματα. Κάπου μεταξύ δωδεκάποντης γόβας και ξεκατινιάσματος με τη Βίσση (επειδή έθιξε τον γαμπρό της) κινείται η αρθρογραφία της.
Και πάντοτε με ένα μίσος για οτιδήποτε το αριστερό. Και με μίσος για τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σχέση με την αριστερά, αλλά γιατί η Ραγκούση είναι πιστή υπάλληλος του Ψυχάρη (και ένθερμη θαυμάστρια του Σημίτη). Καμιά φορά, όμως, όταν οι φανατικοί αντικομμουνιστές θέλουν ν' απλώσουν τα πόδια τους πέρα από το πάπλωμα της ημιμάθειάς τους (μπορείς να την πεις και αμορφωσιά), δεν αποφεύγουν τη γελοιότητα, παρά το στιλπνό ύφος του λόγου που χρησιμοποιούν.
Εγραψε, λοιπόν, προ ημερών η μαντάμ Πέπη, ψέγοντας τη σημερινή κυβέρνηση (τη Τζάκρη συγκεκριμένα): «Είναι αυτή η άποψη που έχουν οι συριζανελίτες – απ' όπου κι αν προέρχονται – περί εργασίας, μορφών ανάπτυξης και επιχειρηματικότητας. Τόσο σύγχρονη και φρέσκια όσο και το “Πώς δενότανε τ' ατσάλι“, το έπος του σοβιετικού κινηματογράφου, παραγωγής 1942. Οταν, δηλαδή, ο ανειδίκευτος εργάτης έχαιρε μέγιστης κομματικής εκτίμησης».
Η Ραγκούση δεν ξέρει ότι το «Πως δενότανε τ' ατσάλι» είναι αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Νικολάι Οστρόφσκι, που δεν αναφέρεται στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής βιομηχανίας, αλλά στα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, στον εμφύλιο πόλεμο και στην προσπάθεια να εδραιωθεί η σοβιετική εξουσία. Η Ραγκούση προφανώς δεν έχει δει ούτε την ομώνυμη ταινία που γύρισε ο σπουδαίος Μαρκ Ντονσκόι το 1942. Κάπου κάτι διάβασε ή πήρε τ' αυτί της, «γκουγκλάρισε» τον τίτλο, είδε βιαστικά ότι υπάρχει τέτοια ταινία και σου λέει: αφού μιλάει για ατσάλι, στην οικοδόμηση της βιομηχανίας θα αναφέρεται.
Και τι να πεις για τον ανειδίκευτο εργάτη που «έχαιρε μέγιστης κομματικής εκτίμησης»; Οποιος έχει στοιχειώδη επαφή με την περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ γνωρίζει την προσπάθεια που καταβαλλόταν για να μην υπάρχουν ανειδίκευτοι εργάτες. Για το διάβασμα που έριχναν -στις πιο αντίξοες συνθήκες- τα εργατικά στελέχη του κόμματος ώστε να μπορέσουν να ανεβάσουν την ειδίκευσή τους, ν' αποκτήσουν γνώσεις μηχανικών κτλ.
Αν σχολιάζουμε αυτή την εκδήλωση αμορφωσιάς μιας αστής δημοσιογράφου που το παίζει σπουδαία είναι γιατί μας δίνει την ευκαιρία να μιλήσουμε για το ρόλο που παίζουν όλοι αυτοί οι αμόρφωτοι ή μισομορφωμένοι της αστικής δημοσιογραφίας, που έτυχε να γράφουν καλούτσικα και «γλείφοντας, έρποντας και με τα κέρατά τους» κατάφεραν να πιάσουν πόστα στα διάφορα Συγκροτήματα, δημιουργώντας γύρω από τον εαυτό τους ένα μύθο. Από το βάθρο αυτού του μύθου κουνάνε το χέρι σε όλο τον κόσμο. Για τους περισσότερους απ' αυτούς ισχύει κάτι που έλεγε ο αλησμόνητος Γιάννης Σκαρίμπας: είναι σαν φουσκωμένα μπαλόνια που ξεφουσκώνοντας κάνουν μόνο φσσσς.
Ενας άλλος πραγματικός διανοούμενος, ο ηπειρώτης Γιώργος Κοτζιούλας, φίλος στενός και σύντροφος του Σκαρίμπα, του έγραφε σε μια επιστολή το 1950, αναφερόμενος σ' αυτόν τον εσμό της αστικής διανόησης:
«Βάρα στο σταυρό! Αυτό πρέπει νάναι το σύνθημά μας. Πρέπει να σπάσουμε κόκαλα, να τους αγκαλιάσουμε κυριολεχτικά, γιατί κι αυτοί θέλησαν να μας θάψουν ζωντανούς, όχι μονάχα εμάς τους δυο, αλλά ολόκληρον κόσμο, τον κόσμο το δικό μας. Θα γίνουμε “δίκης οφθαλμός“ για να τιμωρήσουμε τους ασύδοτους και αυθάδεις, εμείς που δόξα τω Θεώ δε διακρινόμαστε και τόσο για λεπτότητα τρόπων, ώστε να υπάρχει φόβος μήπως μεταχειριστούμε το καμουτσίκι του λόγου χαλαρά και χλιαρά».
Μακάρι να μπορούμε κι εμείς να το κάνουμε αυτό.
Π.Γ.