Είκοσι δύο χρόνια μετά την πρώτη της προβολή, η ιταλοσοβιετική «Νοσταλγία» προβάλλεται ξανά στη μεγάλη οθόνη.
Ο Αντρέι, ρώσος ποιητής, αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι στην Ιταλία, ψάχνοντας πληροφορίες και στοιχεία για τη ζωή ενός ρώσου συνθέτη του 18ου αιώνα, του Πάβελ Σοσνόφσκι. Μαζί του παίρνει και τη μεταφράστρια Ευγενία, με την οποία φαίνεται να αναπτύσσει μια ιδιότυπη σχέση. Σε αυτήν τους την περιήγηση, θα βρεθούν στα λουτρά της Αγίας Αικατερίνης. Εκεί θα γνωρίσουν τον Ντομένικο. Περιθωριοποιημένος τύπος από την τοπική κοινωνία, που τον θεωρούσε τρελό αφότου μαθεύτηκε ότι είχε κρατήσει έγκλειστη την οικογένειά του. Ο Ντομένικο γοητεύει τον ποιητή, καθώς φαίνεται να μοιράζονται ίδιες υπαρξιακές ανησυχίες.
Πυρήνας της ταινίας είναι η περιπλάνηση γύρω από έννοιες όπως ο νόστος, η μεγάλη επιθυμία της επιστροφής. Επιστροφή στο παρελθόν, επιστροφή σε πολιτισμικές αξίες που χάνονται, επιστροφή στην πατρίδα ή την κοινωνία μετά από εξορία. Αυτός ο πυρήνας ανιχνεύεται περισσότερο με συναισθηματικές, παραμυθιακές, συμβολικές, μεταφυσικές ή σουρεαλιστικές προσεγγίσεις, παρά με μια αυστηρώς λογικά δομημένη σκέψη.
Ο Ταρκόφσκι είναι ποιητής. Αυτό είναι διάχυτο σε όλη την ταινία. Ολα του τα πλάνα, όλα του τα κάδρα, όλες οι λεπτομέρειες έχουν μια μεγάλη ποιητική δύναμη. Η ταινία διατρέχεται από το υγρό στοιχείο, που συμβολίζει τόσο τη ροή και την εξέλιξη, όσο και τη μούχλα και τη σαπίλα. Ταυτόχρονα, όλα τα πλάνα περιέχουν μνημεία του ρωμαϊκού πολιτισμού ή χαλάσματα κι ερείπια. Το παρελθόν είναι πανταχού παρόν.
Καθόλη τη διάρκεια της ταινίας, η υπαρξιακή αναζήτηση είναι ιδιαιτέρως έντονη. Στο τέλος έρχεται η πολυπόθητη κάθαρση, με τον τρελό Ντομένικο να βγάζει λόγο και τελικά να αυτοπυρπολείται δημόσια σε ένα μισοκατεστραμμένο μνημείο, τυπικό δείγμα δυτικού μνημείου φόρου τιμής σε κάποιον στρατηγό. Τη σκηνή, ο σκηνοθέτης επιλέγει να συνοδεύει η Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν, στοιχείο που την απογειώνει. Ο πρωταγωνιστής τότε αποφασίζει να διανύσει τα υγρά και δυσώδη λουτρά της Αγίας Αικατερίνης με ένα αναμμένο κερί (κατ’ απαίτηση του Ντομένικο). Από τη μια το παρελθόν κι από την άλλη η φλόγα, φόρος τιμής στο παρελθόν, αλλά και σύμβολο του μέλλοντος. Αυτή είναι ίσως και η πιο αισιόδοξη στιγμή της ταινίας. Πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Ταρκόφσκι επιλέγει με μεγάλη ευστροφία τη μουσική. Επιλέγει τους συνθέτες Βάγκνερ, Ντεμπισί, Μπετόβεν και Βέρντι. Η επιλογή της συγκεκριμένης κλασικής μουσικής επεμβαίνει με τρόπο πολύ αποτελεσματικό στο σύνολο της ταινίας.
Ο Ταρκόφσκι δεν ξεφεύγει από την υπαρξιακή του ματιά, φτωχαίνοντας ίσως και εγκλωβίζοντας το φιλοσοφικό υπόβαθρο της ταινίας του σε πιο συναισθηματικούς και προσωπικούς δρόμους.
Η ταινία έχει πολλές αρετές. Σίγουρα δεν είναι η πιο δυνατή στιγμή του σοβιετικού σκηνοθέτη, όμως ακόμα και μια μέτρια ταινία ενός μεγάλου δημιουργού είναι μια μεγάλη ταινία.
Ο Ταρκόφσκι, γι’ αυτήν του την ταινία, κέρδισε το 1983 στο Φεστιβάλ Καννών τα βραβεία Καλύτερης Σκηνοθεσίας, FIPRESCI και Οικουμενικής Επιτροπής.
Ελένη Π.








