Τον όρο τον έκανε της μόδας ο Μπαρουφάκης: εγώ δεν υπογράφω υφεσιακά μέτρα επαναλαμβάνει συνεχώς τους τελευταίους μήνες. Ποια είναι, όμως, τα υφεσιακά μέτρα;
Σύμφωνα με όσα γράφει ο αστικός Τύπος, μετά τη δημοσιοποίηση των τελευταίων προτάσεων της ελληνικής κυβέρνησης, που έγιναν δεκτές από τους ιμπεριαλιστές δανειστές ως βάση για συμφωνία, υφεσιακά μέτρα είναι κυρίως η επιβολή ενός έκτακτου φόρου στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις με κέρδη πάνω από 500.000 ευρώ, καθώς και η μικρή αύξηση του συντελεστή φορολόγησης κερδών των εταιριών με κέρδη πάνω από 100.000 ευρώ.
Γιατί όμως να θεωρείται υφεσιακή η αύξηση της φορολογίας κερδοφόρων επιχειρήσεων; Θα σταματήσουν να παράγουν αυτές οι κερδοφόρες επιχειρήσεις, επειδή θα πληρώσουν έναν έκτακτο φόρο; Για να έχουν κέρδη, σημαίνει ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες τους έχουν ζήτηση. Επομένως, θα συνεχίσουν την ίδια δραστηριότητα και θα προσπαθήσουν να φορτώσουν το σύνολο ή σημαντικό μέρος του έκτακτου φόρου στους εργαζόμενους που απασχολούν, ακολουθώντας περισσότερο αντεργατική πολιτική. Να αποχωρήσουν από την αγορά, πάντως, αποκλείεται.
Ναι, αλλά η υψηλή φορολογία αποθαρρύνει τους επενδυτές που θα ήθελαν να επενδύσουν στην Ελλάδα, ακούγεται ο αντίλογος. Για ποιο λόγο θα έρθουν να επενδύσουν κάποιοι καπιταλιστές; Οχι πάντως με στόχο την εσωτερική αγορά. Ολοι όσοι χρησιμοποιούν αυτό το επιχείρημα περιμένουν επενδύσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό. Δηλαδή, επενδύσεις που πρωτίστως θα εκμεταλλευτούν τα χαμηλά μεροκάματα και τις αποσαθρωμένες εργασιακές σχέσεις. Επομένως, αυτού του τύπου η αντιυφεσιακή πολιτική έχει ως προϋπόθεσή της την κινεζοποίηση της εργατικής τάξης. Αν υποθέταμε ότι το κράτος έριχνε τη φορολογία κερδών, αλλά ταυτόχρονα αύξανε τα μεροκάματα και τις εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές, οι «αντι-υφεσιακοί» θα μιλούσαν και πάλι για υφεσιακά μέτρα. Ο,τι θίγει το ποσοστό του κέρδους των καπιταλιστών θεωρείται υφεσιακό!
Αντίθετα, ελάχιστα μιλούν για τα πραγματικά υφεσιακά μέτρα (αν δεχτούμε τον όρο), που συνιστούν η νέα τερατώδης αύξηση του ΦΠΑ και η νέα μείωση των συντάξεων (σε μικρότερο βαθμό και των μισθών). Η καπιταλιστική παραγωγή και διανομή στην Ελλάδα έχει καθαρά εσωτερικό προσανατολισμό. Οταν μειώνεται το εισόδημα μισθωτών και συνταξιούχων, που αποτελούν τη μεγάλη καταναλωτική μάζα, τότε αναγκαστικά μειώνεται παραπέρα η ζήτηση, επομένως μειώνεται η παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα που αποσκοπεί κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) στην ικανοποίηση της εσωτερικής ζήτησης. Η μείωση της παραγωγής και του εμπορίου οδηγεί τους καπιταλιστές σε παραπέρα μείωση της απασχόλησης, η οποία με τη σειρά της δημιουργεί μεγαλύτερη υφεσιακή ροπή στην οικονομία.
Αν πρέπει να κρατήσουμε κάτι απ’ όλη αυτή τη συζήτηση περί υφεσιακών μέτρων είναι πως οι όροι που χρησιμοποιεί η αστική οικονομολογία δεν είναι ουδέτεροι. Εχουν συγκεκριμένη ταξική φόρτιση και αποσκοπούν στη συσκότιση της πραγματικότητας. Οτιδήποτε αυξάνει το ποσοστό κέρδους των καπιταλιστών βαφτίζεται αναπτυξιακό και οτιδήποτε μειώνει το ποσοστό κέρδους βαφτίζεται υφεσιακό. Παράλληλα, η μείωση των μισθών, το πετσόκομμα των ασφαλιστικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών παροχών του αστικού κράτους βαφτίζονται αναπτυξιακά μέτρα, διότι θα βοηθήσουν στην προσέλκυση επενδύσεων, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το επίπεδο της απασχόλησης και επομένως η γενική ευημερία.
Η αστική οικονομολογία είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα ενός συστήματος εκμετάλλευσης και ληστείας των εργαζόμενων, στους οποίους προσπαθεί να καλλιεργήσει την αντίληψη ότι μόνο μέσω της φτώχειας μπορεί να έχουν ελαφρώς καλύτερο μέλλον.
Π.Γ.