Ο κάτοικος της Κριμαίας που σείει την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο, μια ξεχωριστή πινελιά ανάμεσα στις ασπρογάλαζες ρωσικές σημαίες, σε ποιον ακριβώς κόσμο ζει; Οι μπάτσοι, πάντως, δεν πήγαν να τον μαζέψουν. Ο ρωσικός εθνικισμός μπορεί να ενσωματώσει και τα σφυροδρέπανα, φτάνει αυτά να μείνουν στο επίπεδο μιας γραφικότητας, που δεν έχει καμιά σχέση με το σημαινόμενο: την επανάσταση, τον κομμουνισμό.
Γενικώς, δεχόμαστε πολλά μαθήματα «Ιστορίας» από τότε που ξέσπασε η ουκρανική κρίση. Ο ρωσικός εθνικισμός, μ’ ένα τσούρμο καλοταϊσμένα παπαγαλάκια, που δεν δυσκολεύεται κανείς να τα διακρίνει και στη χώρα μας, ξεκινά από την περίοδο της Μεγάλης Αικατερίνης, περνά από το Στάλινγκραντ και τον αντιφασιστικό πόλεμο και τελειώνει στο 1954 που ο Χρουτσιόφ πέρασε την Κριμαία στην Ουκρανία.
Αντίθετα, οι «ενσωματωμένοι» δημοσιογράφοι του δυτικού στρατόπεδου, αναφέρονται στους «γηγενείς» της Κριμαίας, που ήταν οι Τάταροι και οι Ελληνες! Τους οποίους κυνήγησε ο «εθνικιστής» Στάλιν, στέλνοντάς τους στο Ουζμπεκιστάν, με την κατηγορία της συνεργασίας με τους ναζί κατακτητές. Φυσικά, κανένας δεν αναρωτιέται αν αληθεύει αυτό το τελευταίο. Οταν οι κατσαπλιάδες των δολοφόνων Ζέρβα και Γαλάνη έβαλαν μαχαίρι στους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας, σφάζοντας γυναικόπαιδα επειδή οι φάρες με τους μπέηδές τους είχαν σχηματίσει ένοπλα δωσιλογικά σώματα, η επίσημη ιστοριογραφία σιωπά αιδημόνως. Ανακαλυπτει, όμως, «εθνοκάθαρση» στην Κριμαία. Από τον «αιμοσταγή» Στάλιν, βεβαίως, βεβαίως.
Για το τι συνέβη στην Κριμαία κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου δεν λένε κουβέντα. Οι σοβιετικοί στρατιώτες δεν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν μόνο τα φασιστικά γερμανικά και ρουμάνικα στρατεύματα, αλλά και τα ταταρικά τάγματα, από στρατιώτες που αυτομολούσαν στους ναζί και πολεμούσαν στο πλευρό τους, γεγονός που αποκάλυψε ότι η διαβρωτική δουλειά γινόταν χρόνια πριν, κυρίως μέσω της μουσουλμανικής εκκλησίας. Στη συνέχεια, αυτά τα τάγματα οργανώθηκαν ως τμήματα των Waffen-SS και πολεμούσαν ενάντια στους παρτιζάνους. Σχηματίστηκε και Ταταρική Λεγεώνα, τμήματα της οποίας στάλθηκαν στη Γαλλία να πολεμήσουν τους παρτιζάνους Μακί (έγιναν γνωστά για την αγριότητά τους, καθώς έκαναν μαζικά εγκλήματα κατά αμάχων, όπως ήταν η εκτέλεση όλων των κατοίκων του χωριού Ντορτάν, στις 21 Ιούλη του 1944, επειδή στήριζαν τους Μακί). Τάγματα αυτής της Λεγεώνας πολέμησαν επίσης στην Ελλάδα (Θεσσαλονίκη), στη Σερβία, στη Σλοβενία και την Ιταλία.
Η σοβιετική εξουσία δεν είχε άλλη επιλογή παρά να τους μετακινήσει από την Κριμαία, την επομένη κιόλας της απελευθέρωσης της περιοχής από τα ναζιστικά στρατεύματα, το 1944. Αν δεν το έκανε, οι Τάταροι θα αντιμετώπιζαν την οργή των απελευθερωμένων Ρώσων και Ουκρανών, που τόσα είχαν υποφέρει από τα ταγματασφαλίτικα στρατεύματα που ονειρεύονταν την επανεγκαθίδρυση του Χανάτου των Τατάρων και καθοδηγούνταν από λευκοφρουρούς εμιγκρέδες, που δρούσαν κάτω από τις εντολές του ίδιου του Χίμλερ.
Η μεταφορά τους έγινε στο Ουζμπεκιστάν, χώρα με μεσογειακό κλίμα και με πληθυσμό που μιλούσε παρεμφερή γλώσσα (τουρκογενή). Εκεί τους δόθηκαν εκτάσεις για να χτίσουν τα χωριά τους και να ζήσουν σαν σοβιετικοί πολίτες. Οι έλληνες μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ, που εγκαταστάθηκαν επίσης στο Ουζμπεκιστάν (ακριβώς λόγω του παρεμφερούς με την Ελλάδα κλίματος), ξέρουν πολύ καλά ότι οι Τάταροι της Κριμαίας (και όχι οι εικοσαπλάσιοι Τάταροι που ζούσαν σε άλλες περιοχές της ΕΣΣΔ) έμειναν υποχρεωτικά εκεί, με το στίγμα της μαζικής συνεργασίας με τους ναζί, και ο πληθυσμός τους αυξήθηκε σε σχέση με το 1944.
Π.Γ.