Πριν μερικές μέρες κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι οι εξεγέρσεις των νεολαίων μεταναστών, που ξέσπασαν στο Παρίσι το 2005 και στο Λονδίνο το καλοκαίρι του 2011, θα έβρισκαν τη συνέχειά τους στις «άγριες νύχτες» της Στοκχόλμης. Κανείς δεν περίμενε ότι σε μια χώρα με ένα «κράτος πρόνοιας» όπως το σουηδικό, που «τόσα κάνει για τους άπορους και τους μετανάστες», θα ξεσπούσε μια εξέγερση για την οποία θα μιλά όλη η Ευρώπη, υποκρινόμενη ότι δεν μπορεί να καταλάβει τις αιτίες που τη γέννησαν. Αυτό βέβαια που δεν λένε οι αστοί δημοσιολόγοι το λένε σ’ ένα βαθμό οι στατιστικές που δημοσιεύει το σουηδικό κράτος.
Μόλις ο ένας στους δύο μετανάστες έχει δουλειά, σε σχέση με τους Σουηδούς στους οποίους η ανεργία είναι μικρότερη από 8%. Το 50% των κρατούμενων με ποινές μεγαλύτερες των πέντε χρόνων είναι μετανάστες, όταν ο πληθυσμός των μεταναστών είναι το 15% του πληθυσμού της χώρας.
Πάνω από το 40% των μεταναστών έχουν εισοδήματα κάτω από το όριο φτώχειας, ενώ για τους ντόπιους το ποσοστό είναι 10%. Οι μετανάστες είναι αποκλεισμένοι στα προάστια των μεγάλων πόλεων, σε υπνουπόλεις που όταν χτίστηκαν τη δεκαετία του ’60 προορίζονταν για την εργατική τάξη της Σουηδίας. Οι συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών στη Σουηδία δεν απέχουν πολύ απ’ αυτές των κατοίκων των παρισινών προαστίων, που έγιναν γνωστές κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 2005. Οι έλεγχοι και οι ταπεινώσεις που υφίστανται από τους μπάτσους οι νεολαίοι των προαστίων της Στοκχόλμης είναι συνεχείς και μετουσιώνονται σε μίσος ενάντια σε οτιδήποτε κρατικό. Γι’ αυτό και τα καμένα σχολεία και τα Κέντρα Γειτονιάς, που υποτίθεται ότι υπάρχουν για να μαζεύουν τη νεολαία από το δρόμο και να τη στρέφουν σε κάτι «δημιουργικό».
Η αύξηση του ρατσισμού ανέβασε για πολλοστή φορά στις δημοσκοπήσεις την ακροδεξιά, που ζητά άμεση απέλαση των μεταναστών που συλλαμβάνονται από την αστυνομία και σκλήρυνση της αντιμεταναστευτικής νομοθεσίας.