Δεν υπάρχει σήμερα εργαζόμενος που να μην έχει συνειδητοποιήσει ότι τα διαδοχικά Μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους νόμοι υλοποιούν μια διαδικασία «κινεζοποίησης» της εργατικής τάξης. Οι μισθοί και τα μεροκάματα συρρικνώνονται και οι εργασιακές σχέσεις «ξεπατώνονται», επιστρέφοντας εκεί που βρίσκονταν πριν από πολλές δεκαετίες. Αυτός ήταν και παραμένει ο πραγματικός στόχος των Μνημονίων και όχι η διαχείριση του χρέους, η οποία είναι απλώς ένα εργαλείο για την προώθηση της «κινεζοποίησης».
Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι αυτή η διαδικασία προωθείται βίαια, με τη χρήση των θεσμικών μηχανισμών της άρχουσας τάξης. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις στο δημόσιο τομέα, όπου το κράτος είναι και εργοδότης, αλλά αφορά και τον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο υποτίθεται ότι ισχύει το δίκαιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Οι μεγάλες ανατροπές δεν ήρθαν ως αποτέλεσμα σύγκρουσης και διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε καπιταλιστές και εργάτες, αλλά επιβλήθηκαν με νόμους και με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Το κράτος, δηλαδή, λειτούργησε ως συλλογικός καπιταλιστής, εφαρμόζοντας με απροκάλυπτο και προπαντός βίαιο τρόπο το δίκαιο της αστικής τάξης.
Και φυσική βία
Αυτή η βία κάθε άλλο παρά συμβολική είναι. Μπορεί να μην φαίνεται το αίμα, όμως το αίμα εξακολουθεί να χύνεται. Εκτός αν θεωρήσουμε ότι δεν είναι βιαιότητα η απόλυση εκατοντάδων χιλιάδων εργατών, η εφιαλτική ανεργία των νέων, η φτώχεια και η εξαθλίωση των εργατικών οικογενειών, ο υποσιτισμός των παιδιών. Εκτός αν θεωρήσουμε ότι αυτή η πολιτική δεν είναι βίαιη, επειδή αποφασίστηκε «δημοκρατικά» από τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις (Παπανδρέου-Παπαδήμου-Σαμαρά), που απολάμβαναν την εμπιστοσύνη δυο διαδοχικών κοινοβουλίων, με διαφορετικές συνθέσεις και κυβερνητικές κολεγιές.
Το τελευταίο διάστημα, όμως, η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη φροντίζει να καταστήσει σαφές πως δεν πρόκειται να ανεχθεί την αμφισβήτηση αυτής της πολιτικής, ακόμη και από συνταγματικά κατοχυρωμένες εργατικές δράσεις, όπως είναι η απεργία, αλλά θα τις αντιμετωπίσει με την ωμή βία των κατασταλτικών μηχανισμών. Η κυβέρνηση διατάζει, τα δικαστήρια αποφασίζουν, η αστυνομία εφαρμόζει με τη βία των ΕΚΑΜ και των ΜΑΤ.
Η πρόβα τζενεράλε έγινε το καλοκαίρι στη «Χαλυβουργία». Τα ΜΑΤ ανέλαβαν χαράματα να επιβάλουν το δίκιο του αφεντικού. Και το έκαναν εύκολα, χωρίς να συναντήσουν καμιά αντίσταση.
Η πρεμιέρα δόθηκε στο αμαξοστάσιο του Μετρό στα Σεπόλια. Ολα έγιναν σύμφωνα με τους κανόνες της τυπικής (αστικής) νομιμότητας: τα δικαστήρια κήρυξαν την απεργία παράνομη και καταχρηστική, η κυβέρνηση αποφάσισε την επιστράτευση των απεργών, όταν αυτοί συνέχισαν παρά τη δικαστική απόφαση, τα ΕΚΑΜ και τα ΜΑΤ εισέβαλαν μέσα στη βαθιά νύχτα στο αμαξοστάσιο και το κατέλαβαν, χωρίς και πάλι να συναντήσουν αντίσταση.
Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη
Το σύνθημα είναι παλιό. Υπάρχει από τότε που υπάρχει εργατικό κίνημα. Το φωνάζουμε κάθε φορά που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την κρατική καταστολή (κυβερνητικές αποφάσεις, δικαστικές αποφάσεις). Το εννοούμε, όμως;
Οταν η κυβέρνηση αποφασίζει και η Βουλή ψηφίζει κόντρα στα εργατικά συμφέροντα (είτε στα γενικά εργατικά συμφέροντα είτε στα συμφέροντα ενός κλάδου ή ενός χώρου), φωνάζουμε «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και λέμε ότι «θα καταργήσουμε το νόμο στην πράξη».
Οταν η επίθεση συνεχίζεται με δικαστικές αποφάσεις και με απόφαση επιστράτευσης, φωνάζουμε το ίδιο σύνθημα και διακηρύσσουμε ότι θα συνεχίσουμε τον απεργιακό αγώνα παρά την επιστράτευση.
Οταν η κυβέρνηση κορυφώνει την επίθεση, στέλνοντας την αστυνομία, δεν υπάρχει απάντηση. Ετσι, το «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» καταντά στο τέλος ένα σύνθημα στα λόγια. Στην πράξη επιβάλλεται ο νόμος του κεφαλαίου, με τη βία των κρατικών οργάνων καταστολής.
Βεβαίως, ακολουθούν καταγγελίες, διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, πολιτικές αντεγκλήσεις και διαξιφισμοί. Οι κυβερνήσεις καταβάλλουν πολιτικό κόστος (καμιά φορά όχι), γίνεται πολιτικός τζόγος, αναπτύσσεται προπαγάνδα από τη μια και από την άλλη πλευρά. Ομως, ο αγώνας έχει χαθεί. Κι αυτό είναι που μετράει πρακτικά.
Τι έγινε στη «Χαλυβουργία»; Είχαμε μια πρωτοφανή σε διάρκεια απεργία, είχαμε εκδηλώσεις συμπαράστασης απ’ όλη τη χώρα και το εξωτερικό, αλλά στο τέλος επικράτησε ο νόμος των ΜΑΤ, που άνοιξαν το εργοστάσιο, για να το ξανακλείσει μετά από λίγο ο Μάνεσης, πετώντας τους εργάτες σε διαθεσιμότητα.
Τι έγινε στο Μετρό; Οι εργάτες αψήφισαν τη δικαστική απόφαση και διακήρυξαν ότι θ’ αψηφίσουν και την επιστράτευση. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια κήρυξαν αμέσως απεργίες συμπαράστασης όλα τα συνδικάτα των αστικών συγκοινωνιών, δείγμα του ότι το πρόβλημα για την κυβέρνηση θα μεγάλωνε. Λίγες ώρες μετά, επιβλήθηκε ο νόμος των ΜΑΤ και των ΕΚΑΜ και αυτό που πήγαινε να γίνει δεν έγινε ποτέ. Εμειναν μόνο τα μεγάλα λόγια κάποιων συνδικαλιστών.
Αντίσταση με ουσία
Πολλά μπορεί να ειπωθούν για τη γενικότερη τακτική που ακολουθήθηκε και στη «Χαλυβουργία» και στο Μετρό, όμως δεν είναι αυτό το θέμα μας αυτή τη στιγμή. Ούτε είμαστε εμείς που θα στήσουμε τους εργάτες «στον τοίχο», μοιράζοντας κατηγορίες για ηττοπάθεια και άλλα τέτοια.
Αυτό που έχει σημασία είναι να εντοπίσουμε το πρόβλημα. Να εντοπίσουμε τα πραγματικά ζητήματα που θέτει η πραγματικότητα και ν’ αναζητήσουμε τους τρόπους που η αντίσταση θ’ αποκτήσει ουσία, θα γίνει αποτελεσματική.
Τα δεδομένα είναι κατά βάση δύο. Πρώτο: η πολιτική της «κινεζοποίησης» και η βαρβαρότητα που αυτή επιφέρει θα συνεχιστεί. Ακόμη και την εποχή της αναιμικής ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού, που κάποια στιγμή θα έρθει, η «κινεζοποίηση» θα χαρακτηρίζει τους μισθούς, τα μεροκάματα και τις εργασιακές σχέσεις. Δεύτερο: το κράτος θα παρεμβαίνει βίαια υπέρ του κεφαλαίου, χτυπώντας κάθε αντίσταση. Η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη διακηρύσσει το δόγμα της «μηδενικής ανοχής» και το εφαρμόζει στην πράξη, χωρίς δισταγμούς, χωρίς αναστολές. Ο,τι κινείται θα καταστέλλεται, ό,τι ξεχωρίζει θα «κουρεύεται». Εκ των πραγμάτων, η εργατική τάξη βρίσκεται μπροστά σ’ ένα δίλημμα: ή θα υποταχτεί στο δόγμα της «μηδενικής ανοχής», οπότε οι αγώνες της δεν μπορούν να έχουν καμιά ελπίδα νίκης, ή θ’ αναζητήσει τρόπους ουσιαστικής αντίστασης, ώστε ν’ αντιμετωπίσει την καταστολή σε ΚΑΘΕ εκδήλωσή της.
Τότε που ξήλωναν τα πεζοδρόμια
Στην παράδοση του εργατικού μας κινήματος υπάρχουν οι μνήμες της δεκαετίας του ‘60. Τότε που οι οικοδόμοι ξήλωναν τα πεζοδρόμια της Αθήνας και η αστυνομία δεν μπορούσε να τους κάνει καλά. Υπάρχουν, επίσης, οι μνήμες των πρώτων χρόνων μετά την πτώση της χούντας. Οι συγκρουσιακές απεργίες στη ΛΑΡΚΟ, στο Μαντούδι, στο Μαντέμ Λάκο της Χαλκιδικής, οι οδομαχίες εργατών-ΜΑΤ στην Αθήνα το 1975-76 κτλ. κτλ.
Γιατί όλ’ αυτά έχουν μείνει απλώς ιστορική ανάμνηση και διηγήσεις στα χείλη εργατών που τα έζησαν από πρώτο χέρι; Γιατί από τη δεκαετία του ‘80 και μετά κυριαρχεί η λογική του «καρπαζοεισπράκτορα»; Τι εννοούμε μ’ αυτό; Οτι δεν αναπτύσσεται καμιά αντίσταση στην κρατική καταστολή των εργατικών αγώνων, αλλά περισσεύουν οι καταγγελίες για τη βία της αστυνομίας. Οι εργάτες υφίστανται τη βία χωρίς αντίσταση και μετά καταγγέλλουν φωνάζοντας «είμαστε εργάτες και όχι τρομοκράτες», λες και υπάρχει περίπτωση να επιφυλάξει το κράτος διαφορετική μεταχείριση για τους εργάτες απ’ αυτή που επιφυλάσσει για όσους χαρακτηρίζει «τρομοκράτες». Ετσι, οι εργάτες από αντιστεκόμενοι μετατρέπονται σε διαμαρτυρόμενους.
Η αστική νομιμότητα είναι φτιαγμένη για να υπερασπίζεται τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Οι διακηρύξεις του συντάγματος και των νόμων περί ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, δικαιώματος στην απεργία κτλ. είναι καθαρά υποκριτικές. Για το κράτος ένα δόγμα ισχύει: «Οπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος». Οταν ένας αγώνας δημιουργεί προϋποθέσεις επιτυχίας, αναλαμβάνει έργο η κρατική καταστολή και δίνει την τελική λύση.
Αν θέλουμε οι αγώνες να έχουν προοπτική νίκης, αν θέλουμε να μείνει ζωντανή η ελπίδα μιας εργατικής αντεπίθεσης, θα πρέπει να μη μείνουμε στα λόγια, αλλά να οργανώσουμε την αντίσταση στην κρατική καταστολή.