Αναγνώστης της εφημερίδας, απ’ αφορμή σχόλιο προηγούμενου φύλλου της «Κόντρας», μας έστειλε μια επιστολή την οποία και δημοσιεύουμε.
Αγαπητέ κύριε Διευθυντά,
Στο φύλλο αρ. 678 της εφημερίδας σας, στη δεύτερη σελίδα, και στη στήλη «Επί του πιεστηρίου», παρουσιάζοντας ένα σχόλιο του κ. Ψυχάρη, στα «Νέα» και κριτικάροντάς το, χρησιμοποιείτε τη φράση «Ιδιωτικά βίτσια, δημόσιες αρετές» για να ερμηνεύσετε την προεκλογική σύγκρουση των κομμάτων, παρουσιάζοντάς την ως τίτλο παλιού φιλμ.
Σχετικά με αυτό, θα ήθελα να κάνω την εξής παρατήρηση: πριν χρησιμοποιηθεί ως τίτλος φιλμ, η φράση αποτέλεσε τμήμα του τίτλου ενός βιβλίου, γραμμένου από τον Bernard Mandeville, Ολλανδό γιατρό που έζησε στην Αγγλία. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1714 και ο πλήρης τίτλος ήταν «the fable of the bees or private vices, public benefits». Το έργο ήταν επανέκδοση, με σχόλια πλέον, ενός παλιότερου ποιήματος του Mandeville, γραμμένου το 1705. Η φράση από τότε έγινε διάσημη και εξαιτίας της ευστοχίας της, αλλά και επειδή εκφράζει τη γενικότερη αντίληψη του Mandeville. Ο Mandeville πίστευε ότι οι ιδιωτικές ατομικές πράξεις –η σπατάλη, η πολυτέλεια, η φιλοδοξία, η λαγνεία (εξ’ ου και ο τίτλος του φιλμ), κλπ.– ενέργειες, δηλαδή, που είναι ηθικά απαράδεκτες, μπορεί να παράγουν αποτελέσματα που δημόσια να είναι ευεργετικά και ηθικά αποδεκτά. Ο Mandeville, αν και γιατρός, θεωρείται και είναι ένας από τους σημαντικότερους προκλασικούς συγγραφείς της πολιτικής οικονομίας. Οι απόψεις του δέχτηκαν κριτική από τους σύγχρονους και μεταγενέστερούς του, συμπεριλαμβανόμενου και του Adam Smith (ο οποίος, όπως επισημαίνει ο Μαρξ σε ένα τουλάχιστον σημείο, τον αντιγράφει πλήρως), εξαιτίας της ειλικρίνειάς του. Ηταν δύσκολο για τους τότε και τους μετέπειτα απολογητές της αστικής κοινωνίας να αποδεχτούν την «ανήθικη» βάση του καλύτερου από όλους τους κόσμους. Στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ κάνει αναφορές στον Mandeville και στο έργο του χαρακτηρίζοντάς τον απέραντα εξυπνότερο και εντιμότερο από τους φιλισταίους απολογητές της αστικής κοινωνίας.
Σας χαιρετώ
Υ.Γ. Δε σας κρύβω ότι ένοιωσα ευχάριστη έκπληξη για το ότι κάποιος μου υπενθύμισε αυτή την ξεχασμένη πια ταινία, μετά από τρεις δεκαετίες και πλέον. Αν θυμάμαι καλά, ήταν του Βαλεριάν Μπορόβτζυκ, ενός πολωνού σκηνοθέτη που δούλευε στη Γαλλία. Αυτή, όπως και άλλες ταινίες του, είχαν δημιουργήσει τότε κάποια αίσθηση και έγιναν αντικείμενο διαμάχης για το αν επρόκειτο για καλλιτεχνικά προϊόντα, όπου ο ερωτισμός –υψηλής αισθητικής– έπαιζε έναν ιδιαίτερο ρόλο ή αν θα έπρεπε να θεωρηθούν καλλιτεχνικά soft πορνό. Οπως κι αν το έβλεπε κανείς, το πράγμα πάντως πρόσφερε μια απόλαυση, όπως ίσως θα θυμάται κι ο συντάκτης σας. Η θέασή τους (όπως θα έλεγαν σήμερα οι σινεφίλ) θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ιδιωτικά βίτσια –παίρνοντας υπόψη την πολιτική κουλτούρα της εποχής, ιδίως– που θα ήταν δυνατόν με έναν τρόπο να αξιοποιηθούν και ως δημόσιες αρετές.