«Η Ελλάδα έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Η παραγωγικότητα είναι χαμηλή και είναι αποσυνδεδεμένη από τους μισθούς. Η μη προσαρμογή των μισθών ως και σήμερα είναι ο κύριος λόγος για την υψηλή ανεργία. Ελπίζουμε ότι οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας θα διευκολύνουν την εκ νέου ευθυγράμμιση των μισθών με την παραγωγικότητα σε επίπεδο επιχείρησης, ενθαρρύνοντας τις εταιρείες να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Αν οι μεταρρυθμίσεις αυτές πετύχουν, δεν θα υπάρξει στο μέλλον ανάγκη παρέμβασης στους μισθούς, όπως η αναστολή του 13ου και του 14ου μισθού η οποία ήταν υπό συζήτηση».
Δε μασάει τα λόγια του ο «πολύς» Πολ Τόμσεν, ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ στην τρόικα και «φυσικός ηγέτης» της κακόφημης αυτής συμμορίας. Για την ανεργία φταίνε οι «υψηλοί μισθοί» λέει! Ακόμα και ο Πρετεντέρης αγανάκτησε μ’ αυτή την προκλητική τοποθέτηση και τον χαρακτήρισε «παγκόσμια περίπτωση ιδεοληπτικού στόκου». Διότι, σκέπτεται ο Πρετεντέρης, δεν μπορεί εμείς να πηγαίνουμε για εκλογές, τα κόμματα να προσπαθούν να καλλιεργήσουν ψευδαισθήσεις στον κόσμο, να προσπαθούμε όλοι μαζί να εξαγνιστούμε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, να πάρουμε μια ανάσα βρε αδερφέ, και να βγαίνει αυτός ο ατσαλάκωτος λεμές και να μιλάει με τέτοιον κυνισμό.
Εμείς, όμως, οφείλουμε ευχαριστίες στον Τόμσεν, γιατί φροντίζει να μας υπενθυμίζει ποιο είναι το μέλλον που προσπαθούν να κρύψουν επιμελώς κάτω από τα ιλουστρασιόν προεκλογικά φυλλάδια.
«Είναι δόκιμο να συγκρίνει κανείς τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα με εκείνους χωρών όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία;», ρωτήθηκε ο Τόμσεν αμέσως μετά την παραπάνω τοποθέτησή του. Δεν είχε κανένα πρόβλημα ν’ απαντήσει καταφατικά: ««Θα πρέπει να δημιουργήσεις κίνητρα στους επιχειρηματίες για να πληρώσουν συγκεκριμένα επίπεδα μισθών – σε οποιαδήποτε αγορά. Τέτοια κίνητρα μπορεί να είναι η υψηλή παραγωγικότητα, οι εξειδικευμένες δεξιότητες, το χαμηλό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ή κάποιοι άλλοι εξαιρετικοί παράγοντες. Αυτό είναι που σταθμίζουν οι επενδυτές και οι εργοδότες και αυτό συγκρίνουν ανάμεσα σε παρόμοιες αγορές. Αν έχεις, επομένως, χαμηλή παραγωγικότητα αλλά σχετικά υψηλούς μισθούς, τότε το κίνητρο για τον εργοδότη να αναζητήσει μια καλύτερη ευκαιρία είναι μεγάλο».
Επειδή, λοιπόν, η Ελλάδα ούτε χώρα τεχνολογικής αιχμής είναι, ούτε μπορεί να πετύχει μεγάλη παραγωγικότητα μέσω κάποιας νέας βιομηχανικής επανάστασης, μόνο το κατέβασμα των μισθών σε επίπεδα Βουλγαρίας-Ρουμανίας μπορεί να την καταστήσει ανταγωνιστική, ώστε να ευελπιστεί ότι θα προσελκύσει κάποιες επενδύσεις. Αν οι μισθοί και τα μεροκάματα κατέβουν σ’ αυτά τα επίπεδα, ο κύριος Τόμσεν και η παρέα του θα μας κάνουν τη χάρη να μην κόψουν τον 13ο και 14ο μισθό!
Θα πρέπει επίσης να ευχαριστήσουμε τον έτερο τροϊκανό, τον Ματίας Μορς, εκπρόσωπο της ΕΕ, ο οποίος κατά την παρουσίαση της έκθεσης της Κομισιόν για το «Δεύτερο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής για την Ελλάδα», είπε: «Σε ό,τι αφορά τους μισθούς, έχουμε διανύσει τη μισή απόσταση»! Οπως τόνισε, «η Ελλάδα οφείλει να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα μέσω μιας φιλόδοξης εσωτερικής υποτίμησης, μέσω δηλαδή μείωσης των τιμών και του κόστους παραγωγής σε σχέση με τους ανταγωνιστές της». Εγινε, μάλιστα, περισσότερο συγκεκριμένος από τον Τόμσεν: «Δεδομένου ότι η ισχυρή αύξηση της παραγωγικότητας απαιτεί χρόνο, είναι απαραίτητη μια εκ των προτέρων μείωση του ονομαστικού κόστους των μισθών και του μη μισθολογικού κόστους»!
Μόνο η μισή απόσταση έχει διανυθεί στο κεφάλαιο της μείωσης των μισθών, μας λέει ο κύριος Μορς. Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε τι σημαίνει αυτό, ο καθένας το καταλαβαίνει.
Γιατί, όμως, να εκπλήσσονται ορισμένοι από τον κυνισμό με τον οποίο μιλούν οι τροϊκανοί; Δεν είναι αυτές οι απόψεις ήδη νομοθετημένες με το Μνημόνιο-2; Ας τις θυμίσουμε:
«Προσαρμογή του κατώτατου μισθού. Αυτό θα βοηθήσει να διασφαλιστεί ότι καθώς προσαρμόζεται η οικονομία και οι συμβάσεις συλλογικής διαπραγμάτευσης ανταποκρίνονται στις αλλαγές, οι επιχειρήσεις και οι υπάλληλοι δεν θα βρεθούν δεσμευμένοι σε ένα κατώτερο όριο (και ένα όριο το οποίο είναι πολύ υψηλό σε διεθνή σύγκριση (…) Τα μέτρα αυτά (σ.σ. η μείωση των κατώτατων ορίων κατά 22% και 32% για τους νέους μέχρι 25 ετών) θα δώσουν τη δυνατότητα μείωσης της απόκλισης στο επίπεδο του κατώτατου μισθού σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας (Πορτογαλία, Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη) (…) Μαζί με τους κοινωνικούς εταίρους, θα συντάξουμε ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για την λεπτομερή αναμόρφωση της εθνικής συλλογικής σύμβασης έως το τέλος Ιουλίου 2012. Αυτό θα ευθυγραμμίσει το πλαίσιο του κατώτατου μισθού της Ελλάδας με αυτό συγκρίσιμων κρατών και θα του επιτρέψει να εκπληρώσει την βασική του λειτουργία, δηλαδή της διασφάλισης ενός ενιαίου δικτύου ασφαλείας για όλους τους υπαλλήλους».
Τα πράγματα είναι σαφέστατα και –το επαναλαμβάνουμε– νομοθετημένα. Πρώτο, δεν πρέπει να υπάρχει δέσμευση σε κατώτερα όρια μισθών και ημερομισθίων (άρα να τα καθορίζουν ελεύθερα –δηλαδή με το πιστόλι στον κρόταφο των εργατών– οι καπιταλιστές, δεύτερο η μείωση κατά 22% και 32% είναι μόνο η αρχή που απλά «μειώνει την απόκλιση» και τρίτο τα όποια κατώτατα όρια πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τα συγκρίσιμα κράτη. Ποια είν’ αυτά; Η Πορτογαλία και οι χώρες της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Δηλαδή, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Κροατία, Σερβία κ.λπ. Να γιατί ο Μορς λέει ότι στο πετσόκομμα των μισθών έχουν διανύσει μόνο τη μισή απόσταση.
Αλλά μήπως δεν ήταν ο Παπαδήμος που υποστήριξε τα ίδια πράγματα, χρησιμοποιώντας μια πιο προσεκτική γλώσσα; Στην πρώτη του συνέντευξη ως πρωθυπουργός, που την έδωσε στο αμερικάνικο δίκτυο CNBC, κεντρικό του θέμα ήταν η «ανταγωνιστικότητα», για τη βελτίωση της οποίας είπε ότι «εξαρτάται εν μέρει από τον περιορισμό των μισθών και από εσωτερική υποτίμηση με μείωση των τιμών και των μισθών». Ακόμα πιο χοντρά τα είπε στη Βουλή, την Παρασκευή 13 Γενάρη, σε έδαφος που του έστρωσε ο Τσίπρας με επίκαιρη ερώτησή του. Με τον παχυδερμισμό και την ψυχραιμία του αστού τεχνοκράτη ο Παπαδήμος παρουσίασε όλο το σχέδιό του για τους μισθούς, αποδίδοντας στο… μεγάλο ύψος τους την ίδια την καπιταλιστική κρίση! «Κεντρικό οικονομικό πρόβλημα της χώρας», είπε, «είναι η χαμηλή θέση που κατέχουμε στη διεθνή ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και υπηρεσιών». Και ποιος φταίει γι’ αυτό; Φταίει το γεγονός ότι «κατά την περίοδο 2001-2009, δηλαδή κατά τα εννέα χρόνια πριν εκδηλωθεί η κρίση, η σωρευτική απώλεια ανταγωνιστικότητας της Ελλάδος έναντι των εταίρων μας στην Ευρωζώνη βάσει του σχετικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έφτασε το 23%». Αμέσως μετά το είπε πιο ωμά: «Η απώλεια ανταγωνιστικότητας αντανακλά το γεγονός ότι το κόστος εργασίας, μέρος του οποίου είναι οι μισθοί, σημείωσε στην Ελλάδα διπλάσια αύξηση κατά τα εννέα χρόνια κατά την κρίση σε σχέση με τις λοιπές χώρες της Ευρωζώνης».
Ολοι μαζί βάζουν το πιστόλι στον κρόταφο των εργατώνκαι τους λένε: αν θέλετε να δουλέψουν περισσότεροι, θα πρέπει να δεχτείτε την «κινεζοποίηση», με την παγίωση της οποίας και μόνο θα έρθουν ξένοι καπιταλιστές να κάνουν επενδύσεις.