Αγαπητά μου παιδιά
Η κοινωνικοπολιτική ζωή –ως ζωή ορίζεται το διάστημα ανάμεσα στην ανυπαρξία, ενίοτε ανυπαρξία και το ίδιο– του τόπου έμεινε στον τόπο, όπως άλλωστε περιγράφει σε προκήρυξή της και η τρομοκρατική οργάνωση ΟΡΓΗ (Οχι Ρε Γαμώτο, Ημαρτον!):
την ώρα που η μούρη σου ολοένα και παχαίνει.
Τι τα ‘θελες κακόμοιρε τα λόγια τα μεγάλα
δαίμονα τρισκατάρατε, δεν σε βαστά η τραμπάλα.
Κι όταν δεν περιστρέφεται γύρω από την τηφλεόραση και τις (ακάλυπτες) επιταγές της τηφλεοπτικής δειμοκρατίας, ομφαλοσκοπεί. Και αφού –και αν– ολοκληρώσει (βοηθούσης και καμιάς Πετρούλας και αποστρεφόμενη τις πετρούλες που πέφτουν βροχή στα πεδία του μαινόμενου κοινωνικού πολέμου), ανηκέστως εθισμένη κρυφοκοιτάζει κατά την ζηλευτή και πολιτισμένη Ευρώπη, που εκτός των άλλων δίνει και ρόλους και φράγκα. Την ίδια ώρα, αναζητά τρόπο να βγει από αυτό το αδιέξοδο και να μπει σ’ ένα άλλο. Αλλωστε με δυο-τρία από δαύτα, περνάει η ζωή χωρίς να το καταλάβεις και δημιουργείται κι ένα πολύ καλό άλλοθι. Κι αφήστε τους μ@λ@κες ν’ αναρωτιόμαστε αν υπάρχει ζωή πριν το θάνατο:
άλωσαν το βασίλειο ορμητικοί οι Ούννοι
και τώρα με απέλπιδες προσπάθειες ψάχνουν χάρτη
να δούνε που θα βρίσκονται εις τις εφτά Ιούνη.
Ωστόσο, αν και τα πάντα μεταφέρονται από τη μια γενιά στην επόμενη και πάει κλαίγοντας, δεν είναι όλα μαύρα. Κάποιοι προνοητικοί και προσεκτικά κινούμενοι έχουν βρει τη λύση και τη βροντοφωνάζουν με χιόνια και βροχές, με καύσωνες και συννεφιές στις υποδειγματικά περιφρουρούμενες λιτανείες τους. Αφού πρώτα τη συζητούν διεξοδικά και επί σειρά ετών στο κατηχητικό, το οποίο λειτουργεί με χρονοκαθυστέρηση γιατί –όπως τα χρηματοκιβώτια– περιέχει αμύθητους θησαυρούς και τις δέκα εντολές της επανάστασης που δεν θα σπάσει ούτε τζάμι, έτσι όπως δόθηκαν από τον δυαδικό θεό αστό-επαναστατώ στο όρος Περισσινά:
θε’ να ισχυροποιήσουνε τη θέση σου στην πιάτσα
έλα και μπες μες στο μαντρί, έχουμε μανταλάκια
να σε στεγνώνουμε από την κάθε μια χλαπάτσα.
θύμα μιας ανεξήγητης μορφής αναπηρίας
με τρόμο αντιλαμβάνεσαι: δε ζεις! Ούτ’ η μορφή σου
πλέον δεν καθρεφτίζεται επί της τζαμαρίας!
Η μόνη σου απόδειξη πως ζεις, ότι υπάρχεις
εγγεγραμμένη βρίσκεται μονάχα επί χάρτου
όσο κι αν κοκορεύεσαι του βίου σου πως άρχεις
η βούληση κι η δράση σου, ωσάν ψιχία άρτου.
Με αγαπάς; Σε αγαπώ. Κι αγώνας για τα φράγκα
άντε κα’να ποδόσφαιρο, τριήμερα στη γύρα
στα καφενεία τη φωνή υψώνεις, μέγα μάγκα
και βρίζεις μιαν απρόσωπη –στερεοτύπως– μοίρα.
Γνωρίζω: δεν ωρίμασαν ακόμη οι συνθήκες
θα ωριμάσουν όταν βγεις –ίσως– εσύ απ’ έξω
από την πόρτα διαφυγής απ’ όπου (γιατί;) μπήκες
και θα μ’ αφήσεις μόνο μου και πάλι να διαλέξω.