H εικόνα με την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο καρφωμένη στην κορυφή του ναζιστικού Ράιχσταγκ, για να σημάνει το τέλος του Β’ παγκόσμιου πολέμου (Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου για τους σοβιετικούς, Αντιφασιστικού Πολέμου των Λαών για τους κομμουνιστές όλου του κόσμου), δεν μπορεί να σβηστεί. Εχει σφραγίσει την Ιστορία και υποδηλώνει -στο πρώτο επίπεδο- ότι εκείνοι που πολέμησαν στην πρώτη γραμμή, χύνοντας το αίμα τους για να συντριβεί το ναζιφασιστικό τέρας, ήταν οι κομμουνιστές. Και η μεγάλη χώρα όπου αυτοί είχαν την εξουσία, η Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Η δική της σημαία υψώθηκε στο Ράιχσταγκ, ενώπιον δικού της στρατάρχη υπεγράφη η άνευ όρων παράδοση της ναζιστικής Γερμανίας.
Επειδή δεν μπορούν να σβήσουν αυτό το γεγονός, προσπαθούν -αναθεωρώντας βασικές πτυχές της Ιστορίας- να το υπονομεύσουν. Ολόκληρο ρεύμα έχει αναπτυχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, ειδικά μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του παλινορθωμένου καπιταλισμού, που εξελήφθη ως ευκαιρία για μια γενικότερη αναθεώρηση της Ιστορίας. Σε κάποιες από τις χώρες αυτού του στρατοπέδου (ιδιαίτερα αυτές της Βαλτικής) κυριάρχησαν οι απόγονοι των ναζί, που χαρακτηρίζονται από ένα λυσσασμένο αντικομμουνισμό. Αυτή τη λύσσα αντανακλά και το πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (βλ. https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/TA-9-2019-0021_EL.html), που προκάλεσε συζητήσεις και στη χώρα μας, μετά την άρνηση της πλειοψηφίας των ελλήνων ευρωβουλευτών να το υπερψηφίσουν. Συγκεκριμένα, το υπερψήφισαν μόνο η Αννα Μισέλ Ασημακοπούλου της ΝΔ και ο Εμμανουήλ Φράγκος του κόμματος Βελόπουλου. Καταψήφισαν οι δύο ευρωβουλευτές του Περισσού, οι Παπαδημούλης, Κόκκαλης και Αρβανίτης του ΣΥΡΙΖΑ, η Σπυράκη της ΝΔ και ο Ανδρουλάκης του ΚΙΝΑΛ. Λευκό ψήφισαν οι Κυμπουρόπουλος, Κύρτσος και Ζαγοράκης της ΝΔ, η Καϊλή του ΚΙΝΑΛ και ο νεοναζιστής Λαγός, ενώ απείχαν από την ψηφοφορία οι Κούλογλου, Κουντουρά και Γεωργούλης του ΣΥΡΙΖΑ, οι Μεϊμαράκης, Βόζεμπεργκ και Κεφαλογιάννης της ΝΔ και ο χρυσαυγίτης Κωνσταντίνου.
Η στάση των νεοναζιστών είναι ευεξήγητη: δεν τους πήγαινε να καταδικάσουν τα ινδάλματά τους μαζί με τους κομμουνιστές. Οι άλλοι ευρωβουλευτές, όμως, και ιδιαίτερα αυτοί της ΝΔ; Νομίζουμε ότι η απάντηση είναι απλή. Σε μια χώρα με τόσο έντονες αντιναζιστικές και αντιφασιστικές μνήμες είναι πολύ δύσκολο να ταυτίσεις τους ναζί με αυτούς που πρωτοστάτησαν στον αγώνα ενάντιά τους, τους κομμουνιστές. Μια τέτοια στάση θα τους έφερνε σε αντίθεση όχι μόνο με τα γενικά παραδεκτά στη χώρα μας, αλλά και με σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων τους.
Το ίδιο το ψήφισμα (παρόμοιο είχε ψηφιστεί και το 2009, πάλι με την ίδια μεγάλη πλειοψηφία) αναμασά τα μυθεύματα των αναθεωρητών ιστορικών των τελευταίων δεκαετιών, αλλά και το λυσσασμένο αντικομμουνισμό των ηγετικών πολιτικών φατριών, κυρίως στην Ανατολική αλλά και στη Δυτική Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο ότι κατατέθηκε από ευρωβουλευτές όλων σχεδόν των ομάδων (Χριστιανοδημοκράτες, Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι, Φιλελεύθεροι, Ακροδεξιοί). Δεν είναι τυχαίο ότι το ψήφισμα ζητά να απαγορευτούν τα κομμουνιστικά σύμβολα και να μετονομαστούν δρόμοι, πλατείες κτλ. που παραπέμπουν στο σταλινισμό (π.χ. να μετονομαστεί η πλατεία Στάλινγκραντ και ο ομώνυμος σταθμός στο Παρίσι ή η λεωφόρος Στάλινγκραντ στις Βρυξέλλες, όπως ζήτησε ο Λαγός)! Πέρα από το λυσσασμένο αντικομμουνισμό, όμως, που σ’ αυτή τη μορφή έχει ένα περιορισμένο ακροατήριο, το κέντρο βάρους της προπαγάνδας έπεσε σε ζητήματα ιστορικού αναθεωρητισμού, με κέντρο το Σύμφωνο Μη Επίθεσης Γερμανίας-ΕΣΣΔ το 1939, η υπογραφή του οποίου χαρακτηρίζεται… έναρξη του Β’ παγκόσμιου πολέμου. Γράφει το αισχρό ψήφισμα: «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο πιο καταστροφικός πόλεμος στην ιστορία της Ευρώπης, ξεκίνησε ως άμεσο αποτέλεσμα της διαβόητης Συνθήκης μη επιθέσεως της 23ης Αυγούστου 1939 μεταξύ Ναζί και Σοβιετικών, γνωστής επίσης ως σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ, και των μυστικών πρωτοκόλλων της, βάσει των οποίων δύο ολοκληρωτικά καθεστώτα που είχαν ως κοινό στόχο να κατακτήσουν τον κόσμο διαίρεσαν την Ευρώπη σε δύο σφαίρες επιρροής»!
Οι υπολογισμοί που κάνουν είναι κουτοπόνηροι. Θέλουν να περάσουν στις νεότερες γενιές στην Ευρώπη, που δεν έχουν βιωματική εμπειρία ούτε βαθιά ιστορική γνώση, ότι Χίτλερ και Στάλιν συμφώνησαν να μοιράσουν την Ευρώπη, όμως μετά ο Χίτλερ φέρθηκε μπαμπέσικα στο συνεταίρο του και επιτέθηκε στην ΕΣΣΔ, οπότε ο Στάλιν δεν είχε άλλη επιλογή από το να πολεμήσει, συμμαχώντας με τις δημοκρατικές δυνάμεις της Δύσης. Αυτή η κουτοπονηριά διαψεύδεται από τα ιστορικά γεγονότα, τα οποία όμως πρέπει να γίνουν γνωστά για να λειτουργήσουν ως διάψευση. Αυτό θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια, επικαλούμενοι κυρίως δυτικές πηγές και δη έναν υπεράνω υποψίας δυτικό πολιτικό, τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, γνωστό -εκτός των άλλων- και για το αντικομμουνιστικό του μένος.
Η άνοδος του φασισμού
Ο φασισμός και ο ναζισμός δεν ήταν κάποια κακοήθης αρρώστια που έπληξε τις δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Ηταν μια μορφή διαχείρισης των αστικών κρατών, που αναπτύχθηκε έχοντας ως αιχμή του δόρατός της το ανερχόμενο εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική επιρροή σ’ αυτό. Οι ηγέτες των μεγαλύτερων μονοπωλιακών ομίλων ήταν αυτοί που έδωσαν το χρίσμα στους φασίστες στην Ιταλία και στους ναζί στη Γερμανία. Ο χώρος εδώ δεν επιτρέπει λεπτομερειακή αναφορά, όμως στη μπροσούρα μας «Διδάγματα από το Μεσοπόλεμο» αναλύονται εκτενέστατα όλα τα γεγονότα και όλες οι συνθήκες που οδήγησαν στην άνοδο των ναζί στην εξουσία στη Γερμανία.
Οι κομμουνιστές ήταν αυτοί που πολέμησαν από την πρώτη στιγμή το φασισμό. Μπορεί να ανατρέξει κανείς στις αποφάσεις των συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς, από το 4ο συνέδριο το 1922 (χαρακτήρισε το φασισμό ως την πιο οξεία μορφή της καπιταλιστικής επίθεσης, προειδοποίησε ότι αποτελεί μια σοβαρή διεθνή απειλή και έθεσε ως ένα από τα βασικά καθήκοντα των Κ.Κ. την οργάνωση της αντίστασης στο φασισμό) μέχρι το 7ο συνέδριο (Ιούλης-Αύγουστος 1935), καθώς και στις αποφάσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής της μεταξύ των συνεδρίων, για να διαπιστώσει το ανυποχώρητο μέτωπο που όρθωναν οι κομμουνιστές απέναντι στο φασισμό. Το 7ο συνέδριο της ΚΔ επεξεργάστηκε την τακτική του Αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου για την αντιμετώπιση του ανερχόμενου φασισμού. Οι κομμουνιστές καλούσαν τους σοσιαλδημοκράτες (με τη μεγάλη εργατική επιρροή στη Δυτική Ευρώπη) και τους κάθε είδους ρεφορμιστές σε πολιτική συνεργασία για την αντιμετώπιση του ανερχόμενου φασισμού. Και στη χώρα μας, το -συνεχώς υπό διωγμό- ΚΚΕ έθεσε από το 1934 ως βασικό του καθήκον την «κεραυνοβόλα αντιφασιστική κινητοποίηση», καλούσε τα συνδικάτα να μετατραπούν σε «αντιφασιστικά φρούρια» και το λαό να χτίσει επιτροπές αντιφασιστικού αγώνα παντού, σε πόλεις και χωριά, σε γειτονιές και χώρους δουλειάς, ενώ πήρε και συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες, ακόμα και στην κατεύθυνση των αστών πολιτικών του Κέντρου.
Για το ζήτημα που εξετάζουμε, αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό. Κάνει σκόνη τις βρόμικες θεωρίες των παραχαρακτών της Ιστορίας, που προσπαθούν να ταυτίσουν τον κομμουνισμό με το ναζισμό. Την ώρα που οι Ανιέλι και οι Κρουπ αποθέωναν τους Μουσολίνι και Χίτλερ, οι κομμουνιστές έδιναν αγώνα για να ανακόψουν την άνοδο του φασισμού, όντας βέβαιοι ότι αυτή οδηγεί σε ένα νέο ιμπεριαλιστικό μακελειό προκειμένου οι χαμένοι του πρώτου παγκόσμιου πολέμου να πάρουν τη ρεβάνς.
Η πολιτική της ΕΣΣΔ
Η σοβιετική ηγεσία, που είχε έτσι κι αλλιώς σημαντική συμμετοχή στις επεξεργασίες της ΚΔ, ακολουθούσε την ίδια περίοδο μια εξωτερική πολιτική προσαρμοσμένη στην ανάσχεση του φασισμού και στην αποτροπή του πολέμου. Ο Στάλιν και οι υπόλοιποι μπολσεβίκοι ηγέτες έβλεπαν καθαρά και τις αντικομμουνιστικές διακηρύξεις των ναζί και τις διακηρύξεις του Χίτλερ για κατάκτηση «ζωτικού χώρου στα Ανατολικά» και τον ταχύ επανεξοπλισμό της Γερμανίας, κατά παράβαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, και τη στρατηγική της Αγγλίας και της Γαλλίας, που ήθελαν να στρέψουν τον Χίτλερ ενάντια στη Σοβιετική Ενωση. Ηδη, από τον Νοέμβρη του 1936 Γερμανία και Ιαπωνία είχαν υπογράψει το «Αντι-Κομιντέρν Σύμφωνο», στο οποίο ένα χρόνο μετά προσχώρησε η Ιταλία και τον Φλεβάρη-Μάρτη του 1939 η Ουγγαρία και η Ισπανία του φασίστα Φράνκο.
Η Σοβιετική Ενωση μπήκε το 1934 στην Κοινωνία των Εθνών, ενώ πριν από ένα χρόνο είχε αποχωρήσει η ναζιστική Γερμανία. Η σοβιετική κυβέρνηση καλούσε τις κυβερνήσεις των δυτικοευρωπαϊκών κρατών σε συνεργασία για την αντιμετώπιση των ναζί και του πολέμου που αυτοί προετοίμαζαν. Το 1935 η ΕΣΣΔ υπέγραψε σύμφωνα στρατιωτικής συνεργασίας με τη Γαλλία και με την Τσεχοσλοβακία, τα οποία όμως -όπως θα δούμε- έμειναν στα χαρτιά, γιατί οι ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας ένα στόχο είχαν: να σπρώξουν τη χιτλερική Γερμανία ενάντια στην ΕΣΣΔ.
Το 1938 ο Χίτλερ προχώρησε στο περιβόητο Ανσλους, την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία. Παρά τις προσπάθειες της ΕΣΣΔ, οι Αγγλογάλλοι συνέχιζαν την πολιτική του «κατευνασμού» έναντι της ναζιστικής Γερμανίας. Τον Νοέμβρη του 1937, ο λόρδος Χάλιφαξ, υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, είχε συναντηθεί με τον Χίτλερ και είχε παραδεχτεί ότι υπάρχουν λάθη στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, τα οποία πρέπει να διορθωθούν. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στις εδαφικές διεκδικήσεις της Γερμανίας έναντι της Αυστρίας, της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας. Η Αγγλία, είπε, δεν έχει λόγο να αντιταχθεί σ’ αυτό!
Τον Μάρτη του 1938 έγινε η προσάρτηση της Αυστρίας, μερικούς μήνες αργότερα ήρθε η σειρά της Τσεχοσλοβακίας, με τις ευλογίες των κυβερνήσεων Αγγλίας και Γαλλίας. Η Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία οι Αγγλογάλλοι χάρισαν στον Χίτλερ την Τσεχοσλοβακία, υπολογίζοντας ότι αυτός αμέσως μετά θα επιτεθεί στην ΕΣΣΔ, είναι κομβικής σημασίας ζήτημα, το οποίο βέβαια αποσιωπούν εντελώς οι σημερινοί Γκεμπελίσκοι της αναθεώρησης της Ιστορίας.
Η Συμφωνία του Μονάχου
Αμέσως μετά την προσάρτηση της Αυστρίας, ο Χίτλερ ήγειρε αξιώσεις κατά της Τσεχοσλοβακίας, στο όνομα της υπεράσπισης της γερμανικής μειονότητας που ζούσε στην τσεχοσλοβάκικη Σουδητία. Ενώ ο Χίτλερ απειλούσε ανοιχτά να εισβάλει στην Τσεχοσλοβακία, οι κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας ζητούσαν από την κυβέρνηση του Μπένες να δείξει… πνεύμα κατανόησης και συμβιβασμού.
Ο βρετανός πρωθυπουργός Τσάμπερλεν συναντήθηκε με τον Χίτλερ στις 15 Σεπτέμβρη του 1938. Στις 19 Σεπτέμβρη, οι κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας απέστειλαν στην κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας κοινή διακοίνωση, στην οποία αναφέρονταν στις συνομιλίες Τσάμπερλεν-Χίτλερ και κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι «η περαιτέρω διατήρηση εντός των ορίων του τσεχοσλοβακικού κράτους των περιοχών οι οποίες κατοικούνται κυρίως από Γερμανούς Σουδήτες δεν μπορεί πράγματι να συνεχιστεί χωρίς να εκθέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα της ίδιας της Τσεχοσλοβακίας και της Ευρωπαϊκής Ειρήνης. Υπό το φως των σκέψεων αυτών και οι δύο κυβερνήσεις κατέληξαν υποχρεωτικώς στο συμπέρασμα ότι η διατήρηση της ειρήνης και η ασφάλεια των ζωτικών συμφερόντων της Τσεχοσλοβακίας δεν μπορούν να διασφαλιστούν αποτελεσματικά εάν δε μεταβιβασθούν οι περιοχές αυτές στο Ράιχ»! Η διακοίνωση είχε το χαρακτήρα τελεσίγραφου, καθώς η Τσεχοσλοβακία καλούνταν να απαντήσει αμέσως αν συμφωνεί να παραχωρήσει τη Σουδητία στη Γερμανία, διότι ο Τσάμπερλεν έπρεπε άμεσα να ξανασυναντηθεί με τον Χίτλερ! Οπως αναφέρει ο Ιβάν Μάισκι, σοβιετικός διπλωμάτης, πρέσβης στο Λονδίνο (Ιβάν Μάισκι, «Το δράμα του Μονάχου», Ιδεολογική Πάλη, Αθήνα 1977, σελ. 48), το αγγλογαλλικό σχέδιο προέβλεπε ότι τα Σύμφωνα στρατιωτικής συνεργασίας που είχε υπογράψει η Τσεχοσλοβακία με τη Γαλλία και την ΕΣΣΔ θα έπαυαν να ισχύουν. Μ’ άλλα λόγια, η Γαλλία δε θα στήριζε στρατιωτικά την Τσεχοσλοβακία αν αυτή δεχόταν επίθεση από τρίτο κράτος, ενώ η Τσεχοσλοβακία θα έπρεπε να καταγγείλει το Σύμφωνο στρατιωτικής συνεργασίας που είχε υπογράψει με την ΕΣΣΔ. Οπως αναφέρει ο Μάισκι, την ίδια κιόλας μέρα η τσεχοσλοβάκικη κυβέρνηση ζήτησε να μάθει αν η σοβιετική κυβέρνηση θα ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Σύμφωνο. Η απάντηση των σοβιετικών ήταν καταφατική.
Δυο μέρες μετά, ο υπουργός Εξωτερικών της ΕΣΣΔ Μαξίμ Λιτβίνοφ διατύπωσε δημόσια τη σοβιετική θέση, λέγοντας από το βήμα της ΚτΕ στη Γενεύη: «Η Τσεχοσλοβακία υφίσταται σήμερα την επέμβαση ενός γειτονικού κράτους, το οποίο δημόσια και με θορυβώδεις εκδηλώσεις απειλεί εναντίον της επίθεση. Μία από τις παλαιότερες, τις περισσότερο πολιτισμένες και εντατικά εργαζόμενες χώρες της Ευρώπης, η οποία απέκτησε την ανεξαρτησία της έπειτα από καταπιέσεις που διήρκεσαν αιώνες ολόκληρους, είναι δυνατόν, σήμερα ή αύριο, να υποχρεωθεί να καταφύγει στα όπλα για τη διάσωση της ελευθερίας της. Ενα γεγονός τόσο σημαντικό όσον υπήρξε η εξαφάνιση της Αυστρίας άφησε ασυγκίνητη την Κοινωνία των Εθνών. Η σοβιετική κυβέρνηση, που έχει συνείδηση της σημασίας αυτού του γεγονότος, τόσο για το σύνολο της Ευρώπης όσο και για την Τσεχοσλοβακία την ίδια, και μάλιστα μετά το Ανσλους, ήλθε σε επίσημες συνεννοήσεις με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Επρότεινε στις δυνάμεις αυτές να αρχίσουν αμέσως συζητήσεις για τις πιθανές συνέπειες της προσαρτήσεως της Τσεχοσλοβακίας και να αποφασίσουν από κοινού την εφαρμογή προληπτικών μέτρων. Με μεγάλη μας λύπη διαπιστώσαμε ότι δεν εξετιμήθη η πραγματική αξία της προτάσεως αυτής, ενώ αν εδίδετο συνέχεια στην πρότασή μας θα είχαμε απαλλαγεί από την αγωνία που κατέχει σήμερα πιεστικά τον κόσμο ολόκληρο. Μερικές ημέρες πριν από την αναχώρησή μου για τη Γενεύη, η γαλλική κυβέρνηση, για πρώτη φορά, εζήτησε πληροφορίες για τη στάση που θα κρατούσαμε σε περίπτωση επιθέσεως εναντίον της Τσεχοσλοβακίας. Εξ ονόματος της κυβερνήσεώς μου, της έδωσα την ακόλουθη απάντηση, την οποία θεωρώ απολύτως σαφή και απερίφραστη: “Εχομε την πρόθεση να εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη και να βοηθήσουμε την Τσεχοσλοβακία παρά το πλευρόν της Γαλλίας με όσες δυνάμεις διαθέτουμε. Το υπουργείο Στρατιωτικών της χώρας μου είναι από τώρα έτοιμο να μετάσχει σε διάσκεψη με εκπροσώπους των υπουργείων Στρατιωτικών της Γαλλίας και της Τσεχοσλοβακίας για να εξετασθεί ποια μέτρα επιβάλλεται να ληφθούν υπό τας σημερινάς περιστάσεις…“. Μόλις πριν από δύο ημέρες η Τσεχοσλοβάκικη κυβέρνηση εζήτησε επισήμως από την κυβέρνησή μου να πληροφορηθεί αν η Σοβιετική Ενωση, στο πλαίσιο της συνθήκης περί αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ Σοβιετικής Ενώσεως και Τσεχοσλοβακίας, θα παράσχει στην Τσεχοσλοβακία αποτελεσματική και άμεση βοήθεια, αν η Γαλλία, πιστή στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, παράσχει ανάλογη βοήθεια. Η κυβέρνησή μου απάντησε σαφώς ότι θα παράσχει τη βοήθειά της» (Τσόρτσιλ, Απομνημονεύματα, Ελληνική Μορφωτική Εστία, τ. Α, σελ. 264-265, οι εμφάσεις δικές μας).
«Είναι πραγματικά εκπληκτικό πώς η δημόσια και σαφής αυτή δήλωση μιας από τις μεγαλύτερες ενδιαφερόμενες Δυνάμεις (σ.σ. της ΕΣΣΔ) δεν έπαιξε κανένα ρόλο στις διαπραγματεύσεις του κ. Τσάμπερλεν και στο γαλλικό χειρισμό της κρίσεως!», σχολιάζει ο Τσόρτσιλ.
Η σοβιετική κυβέρνηση έκανε ένα ακόμα βήμα. Διεμήνυσε στην τσεχοσλοβάκικη κυβέρνηση ότι ήταν διατεθειμένη να τη συνδράμει στρατιωτικά ακόμα και χωρίς τη συμμετοχή της Γαλλίας, υπό τον όρο ότι η Τσεχοσλοβακία θα αμυνόταν σε μια γερμανική επίθεση. Ομως η τσεχοσλοβακική κυβέρνηση είχε βάλει ήδη την ουρά στα σκέλια. Στις 2 τη νύχτα της 21ης Σεπτέμβρη του 1938, ο Μπένες δήλωσε στον άγγλο και τον γάλλο πρέσβη ότι συμφωνεί με το τελεσίγραφο που του είχαν στείλει οι κυβερνήσεις τους. Η Διάσκεψη του Μονάχου ήταν απλά η τυπική επικύρωση αυτών που είχαν συμφωνηθεί στο παρασκήνιο.
Στο Μόναχο συναντήθηκαν ο Χίτλερ, ο Τσάμπερλεν, ο Νταλαντιέ και ο Μουσολίνι και αποφάσισαν την τύχη της Τσεχοσλοβακίας, εκπρόσωπος της οποίας δεν είχε κληθεί! Και βέβαια, δεν κλήθηκε εκπρόσωπος της σοβιετικής κυβέρνησης. Η διάσκεψη κράτησε μόλις 13 ώρες. Οι πρωθυπουργοί Αγγλίας και Γαλλίας συμφώνησαν με τους ηγέτες του ναζιφασισμού το διαμοιρασμό της Τσεχοσλοβακίας. Τη μερίδα του λέοντος πήρε η Γερμανία και τα μικρότερα κομμάτια η Πολωνία και η Ουγγαρία. Στη Γερμανία παραχωρούνταν μια περιοχή πλούσια σε μεταλλεύματα και κυρίως με συγκροτημένη βιομηχανική βάση, στην οποία δέσποζε το βιομηχανικό συγκρότημα της Skoda, ένα από τα μεγαλύτερα πολεμικά εργοστάσια στην Ευρώπη, που εφεξής παρήγαγε όπλα για το ναζιστικό στρατό. Μετά από ένα εξάμηνο, το Μάρτη του 1939, ο Χίτλερ είχε κατακτήσει ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία και όχι μόνο το κομμάτι που είχε συμφωνηθεί στο Μόναχο.
Ο Μάισκι περιγράφει ότι ο Χάλιφαξ τον κάλεσε την ίδια μέρα που υπογραφόταν η συμφωνία του Μονάχου (29.9.1938), για να δικαιολογήσει τη μη κλήση της ΕΣΣΔ, και του είπε: «Οπως ξέρεις και ο ίδιος πολύ καλά, οι αρχηγοί των κυβερνήσεων της Γερμανίας και της Ιταλίας δε θα επιθυμούσαν κάτω από τις σημερινές συνθήκες να παρακαθίσουν στο τραπέζι μιας συνδιάσκεψης μαζί με τους Σοβιετικούς». Αυτά για όσους ταυτίζουν το ναζισμό με τον κομμουνισμό.
Ο φανατικός αντικομμουνιστής -πλην όμως διορατικός, όπως αποδείχτηκε- Τσόρτσιλ, περιθωριοποιημένος εκείνη την περίοδο από το κόμμα του, έγραψε στα απομνημονεύματά του: «Δεν υπήρξε επιθυμία να ζητηθή η βοήθεια των Ρώσων εναντίον του Χίτλερ, και η στάση μας απέναντί τους ήταν αδιάφορη -για να μην είπω περιφρονητική- που ο Στάλιν διετήρησε πάντοτε την ανάμνησή της. Τα γεγονότα ακολούθησαν την πορεία τους ωσάν να μην υπήρχε η Σοβιετική Ρωσία. Και τούτο μας εκόστισε ακριβά αργότερα» (Τσόρτσιλ, ό.π. σελ. 266).
Η Συμφωνία του Μονάχου ήταν καθοριστική για την ενίσχυση του ναζιστικού καθεστώτος, το οποίο -στρατιωτικά τουλάχιστον- δεν ήταν ακόμα έτοιμο. Ο Τσόρτσιλ παραθέτει το εξής στιγμιότυπο από τη δίκη της Νυρεμβέργης. Ο εκπρόσωπος της Τσεχοσλοβακίας συνταγματάρχης Εγκερ ρωτά τον στρατάρχη Κάιτελ (είναι αυτός που είχε υπογράψει την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας τον Μάη του 1945): «Το Ράιχ θα επιτίθετο εναντίον της Τσεχοσλοβακίας το 1938, αν οι δυτικές δυνάμεις είχαν υποστηρίξει την Πράγα;». Και ο Κάιτελ απαντά: «Βεβαίως, όχι. Από στρατιωτική άποψη δεν ήμαστε αρκετά ισχυροί. Ο σκοπός του Μονάχου ήταν να κρατήσει τη Ρωσία μακριά από την Ευρώπη, να κερδίσουμε χρόνο και να ολοκληρώσουμε τους εξοπλισμούς μας» (Τσόρτσιλ, ό.π. σελ. 27).
Είναι φανερό πως ο Χίτλερ είχε καταλάβει ότι για τους Αγγλογάλλους «μετρούσε» μόνο η δίψα τους να τον στρέψουν κατά της Σοβιετικής Ενωσης και είχε το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις μαζί τους. Ηξερε ότι θα του δώσουν τα πάντα, για να τον κρατάνε «ζεστό» στην αντισοβιετική στρατηγική. Γι’ αυτό και κάθε φορά που τον επισκεπτόταν ο Τσάμπερλεν για να του ανακοινώσει ότι «έπεισε» τους Τσεχοσλοβάκους, ο Χίτλερ προέβαλε νέες αξιώσεις.
Ο ηγέτης του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας Κλίμεντ Γκόντβαλντ θα πει τον Οκτώβρη του 1938: «Ηταν τα ταξικά συμφέροντα της αντιδραστικής μεγάλης μπουρζουαζίας της Βρετανίας και της Γαλλίας, που σώθηκαν στο Μόναχο σε βάρος της Τσεχοσλοβακίας. Ηταν οι αντιδραστικές δυνάμεις της μεγάλης αστικής τάξης της Τσεχοσλοβακίας, με την υπαγόρευση της οποίας έγινε η συνθηκολόγηση, και τα συμφέροντα του κράτους και της Δημοκρατίας θυσιάστηκαν στα ταξικά συμφέροντά της. Εχουμε εδώ μια μεγάλη συνωμοσία εναντίον του λαού, εναντίον της Δημοκρατίας».
Και ο Ιβάν Μάισκι σημειώνει: «Αν η Αγγλία με τη Γαλλία έστεργαν, έστω και την τελευταία στιγμή, σε μια κοινή δράση με την ΕΣΣΔ, η Τσεχοσλοβακία θα γλίτωνε και ολόκληρη η κατοπινή ροή των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων γεγονότων θα έπαιρνε άλλη τροπή. Μια τέτοια ενέργεια όμως, θα σήμαινε ρήξη με τον Χίτλερ, παραίτηση από τα σχέδια “δυτικής ασφάλειας“ και απάρνηση της ελπίδας μιας αμοιβαίας αλληλοεξόντωσης της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ. Οχι! Ούτε ο Τσάμπερλεν, ούτε ο Νταλαντιέ είχαν διάθεση να πάρουν απόφαση κάτι τέτοιο. Προτιμούσαν να τρέφονται με τις βλακώδεις χίμαιρες που τους υπαγόρευε το ταξικό μίσος τους απέναντι στη χώρα του σοσιαλισμού. Ηταν πρόθυμοι να θυσιάσουν την Τσεχοσλοβακία, κι όχι μόνο την Τσεχοσλοβακία».
Ποιο ήταν το δόγμα της «δυτικής ασφάλειας», στο οποίο αναφέρεται ο Μάισκι; Το περιγράφει ο ίδιος: «Η φασιστική Γερμανία και η Σοβιετική Ενωση είναι το ίδιο επικίνδυνες για τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Ας χτυπηθούν λοιπόν μεταξύ τους – είναι πολύ εύκολο κάτι τέτοιο, αφού οι φασίστες και κομμουνιστές αισθάνονται αμοιβαίο μίσος. Εμείς όμως πρέπει να μείνουμε ουδέτεροι. Οταν η Γερμανία και η Ρωσία αλληλοσπαραχτούν και εξασθενίσουν αρκετά, τότε μόνο θα φτάσει η στιγμή να εισέλθει στο στίβο η Δύση με επικεφαλής, φυσικά, την Αγγλία. Σ’ αυτήν την περίπτωση η Δύση θα υπαγορεύσει στη Γερμανία και την ΕΣΣΔ μια ειρήνη που θα εξασφαλίζει για μεγάλο διάστημα, αν όχι για πάντα, την ακεραιότητα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και ίσως την παγκόσμια ηγεμονία της».
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Σίγουρα όχι αυτό στο οποίο ποντάριζαν οι ηγέτες των άγγλων και γάλλων ιμπεριαλιστών σ’ εκείνη τη συγκυρία. Ο Τσόρτσιλ, αντίθετος σ’ αυτή τη γραμμή, γράφει: «Ο χρόνος για να αναπνεύσουμε, που λέγεται ότι κερδίσαμε με τη συμφωνία του Μονάχου, άφησε την Αγγλία και την Γαλλία σε πολύ χειρότερη θέση σε σύγκριση με την χιτλερική Γερμανία, από εκείνη στην οποία βρίσκονταν κατά την κρίση του Μονάχου».
Οι Σοβιετικοί επιμένουν
Ελάχιστες μέρες μετά την κατάληψη ολόκληρης της Τσεχοσλοβακίας από τα ναζιστικά στρατεύματα, η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ πρότεινε την οργάνωση συνδιάσκεψης ΕΣΣΔ, Αγγλίας, Γαλλίας, Πολωνίας, Τουρκίας και Ρουμανίας, προκειμένου να συζητήσουν ενέργειες ενάντια σε περαιτέρω γερμανική επιθετικότητα. Η αγγλική κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση, ενώ η «μαύρη» πολωνική κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν μπορεί να συνυπογράψει τίποτα με την ΕΣΣΔ! Αγγλία και Γαλλία έδωσαν μονομερείς εγγυήσεις σε Πολωνία και Ρουμανία, οι οποίες -ως γνωστόν- αποδείχτηκαν κούφια λόγια.
Λίγο αργότερα, κάτω από την πίεση των πραγμάτων και χάρη στην πίεση που ασκούσε η φιλειρηνική πολιτική της ΕΣΣΔ, Αγγλία και Γαλλία αναγκάστηκαν να μπουν σε διαπραγματεύσεις επί της σοβιετικής πρότασης του Απρίλη του 1939 για τη σύναψη τριμερούς συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας, που θα συνοδευόταν και από στρατιωτική συμφωνία. Δέχτηκαν τις διαπραγματεύσεις μόνο για τα μάτια. Στην ουσία τις σαμποτάριζαν. Αρνήθηκαν να κάνουν διαπραγματεύσεις σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών και έστελναν στη Μόσχα χαμηλόβαθμες αντιπροσωπίες, οι οποίες δεν είχαν αρμοδιότητες να προχωρήσουν σε συμφωνία. Παρέπεμπαν τη στρατιωτική συμφωνία σε μεταγενέστερο χρόνο, μετά την υπογραφή πολιτικού συμφώνου. Οπως αποκαλύφθηκε μετά τον πόλεμο, τον Ιούλη του 1939 Αγγλία και Γερμανία έκαναν μυστικές συνομιλίες, συζητώντας την πιθανότητα υπογραφής Συμφώνου μη επίθεσης Αγγλίας-Γερμανίας!
Η σοβιετική κυβέρνηση, βλέποντας την προκλητική κωλυσιεργία των Αγγλογάλλων και τη ναζιστική Γερμανία έτοιμη να εισβάλει στην Πολωνία και αντιμετωπίζοντας επίθεση των Ιαπώνων στη σοβιετική Ανατολή, αντιλήφθηκε ότι οι Αγγλογάλλοι σπρώχνουν τους ναζιφασίστες προς Ανατολάς, υλοποιώντας το τελευταίο στάδιο της στρατηγικής τους. Προχώρησε, λοιπόν, σ’ ένα μεγαλοφυή τακτικό ελιγμό, υπογράφοντας, στις 23 Αυγούστου του 1939, Σύμφωνο μη επίθεσης με τη Γερμανία, το γνωστό ως Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ (από τα ονόματα των δύο υπουργών Εξωτερικών).
Αξίζει τον κόπο να αναζητήσετε και να διαβάσετε το βιβλίο του Ιβάν Μάισκι «Ποιος βοήθησε τον Χίτλερ;» (επανέκδοση Σύγχρονη Εποχή, 2014), στο οποίο ο σοβιετικός διπλωμάτης περιγράφει αναλυτικά πως οι Αγγλογάλλοι οδήγησαν μεθοδικά στην κατάρρευση των τριμερών συνομιλιών με την ΕΣΣΔ, οπότε η υπογραφή Συμφώνου μη επίθεσης με τη Γερμανία κατέστη αναπόφευκτη για τη σοβιετική κυβέρνηση. Ο Ρεϊμόν Καρτιέ γράφει ότι ο μεν Στάλιν υπέγραψε το Σύμφωνο με στόχο να κερδίσει χρόνο και ο Χίτλερ με την εκ των προτέρων απόφαση να το σκίσει (Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τ. Α’, Πάπυρος, Αθήνα, 1966).
Με τη διπλωματική αυτή κίνηση η ΕΣΣΔ οδήγησε σε ναυάγιο το αγγλογαλλικό σχέδιο που ήθελε να στρέψει τη Γερμανία εναντίον της και εξασφάλισε σχεδόν μια διετία (για την ακρίβεια 21 μήνες) ειρήνης, που αποδείχτηκαν πολύτιμοι για την προετοιμασία της ενόψει της ναζιστικής επίθεσης, που η σοβιετική ηγεσία θεωρούσε αναπόφευκτη.
Ας δώσουμε, όμως, και πάλι το λόγο στον Τσόρτσιλ που γράφει: «Εάν ο κ. Τσάµπερλεϊν απαντούσε αµέσως όταν έλαβε τη ρωσική πρόταση “ναι, ας ενωθούµε εµείς οι τρεις (Αγγλία, Γαλλία και ΕΣΣ∆) και ας σπάσουµε τα πλευρά του Χίτλερ”, η Ιστορία µπορεί να είχε ακολουθήσει διαφορετικό δρόµο. Χειρότερο πάντως δεν θα µπορούσε να πάρει» (η έμφαση δική μας). Στις 4 Μάη του 1939 προειδοποιεί: «∆ώδεκα ηµέρες έχουν παρέλθει αφού έγινε η ρωσική πρόταση. Ο βρετανικός λαός έχει το δικαίωµα, εν συνεννοήσει µετά της Γαλλικής ∆ηµοκρατίας, να ζητήσει από την Πολωνία όπως µη παρεµβάλη εµπόδια στον δρόµο της κοινής υποθέσεως (σ.σ. αναφέρεται στην άρνηση των Πολωνών να προσφέρουν στον Κόκκινο Στρατό πεδίο µάχης επί πολωνικού εδάφους σε περίπτωση γερµανικής επίθεσης). Οχι µόνο οφείλουµε να δεχθούµε την πλήρη συνεργασία µε τη Ρωσία, αλλά πρέπει να περιληφθούν στη συµφωνία η Λιθουανία, η Λετονία και η Εσθονία.
Αντί όµως να γίνει αυτό, µακρά σιωπή επακολούθησε και ετοιµάζοντο ηµίµετρα και συνετοί συµβιβασµοί. Η αργοπορία αυτή ήταν µοιραία για τον Λιτβίνοφ. Η τελευταία του προσπάθεια να καταλήξει σε συµφωνία µε τους ∆υτικούς είχε αποτύχει. Η αξιοπιστία µας είχε ελαττωθεί. Μια εντελώς διαφορετική εξωτερική πολιτική ήταν αναγκαία για την ασφάλεια της Ρωσίας και έπρεπε να βρεθεί νέος σοβαρός συντελεστής»! Ο συντηρητικός και αντικομμουνιστής άγγλος πολιτικός δικαιώνει πλήρως τον αναγκαστικό ελιγμό που έκανε η σοβιετική ηγεσία. Σύμφωνα με τον Τσόρτσιλ, το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ ήταν αναγκαίο για την ασφάλεια της ΕΣΣΔ και ήταν αποτέλεσμα της αγγλογαλλικής πολιτικής.
Ο Χίτλερ επιτέθηκε στην Πολωνία την 1η Σεπτέμβρη του 1939. Ο πόλεμος αυτός χαρακτηρίστηκε «παράξενος», γιατί οι Αγγλοι κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, όμως δεν έριξαν ούτε μια ντουφεκιά! Η ΕΣΣΔ μπήκε σε «πολωνικά» εδάφη στις 17 Σεπτέμβρη του 1939, όταν η Πολωνία είχε ήδη κατανικηθεί από τους Γερμανούς. «Η πολωνική κυβέρνηση έχει πάψει να δίνει οποιοδήποτε σημείο ζωής», δήλωνε τότε ο Μολότοφ. Ομως τα εδάφη στα οποία μπήκε ο Κόκκινος Στρατός δεν ήταν πολωνικά. Ηταν εδάφη της Δυτικής Λευκορωσίας και της Δυτικής Ουκρανίας, που είχε αρπάξει το αστοτσιφλικάδικο καθεστώς του Πιλσούδσκι το 1920, με τις πλάτες της ιμπεριαλιστικής Αντάντ που είχε επιτεθεί στη νεαρή σοβιετική εξουσία και είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει. Ενόψει αυτής της αλήθειας, ότι δηλαδή η ΕΣΣΔ πήρε πίσω τα εδάφη που της είχε αρπάξει το πολωνικό καθεστώς το 1920, διαλύεται το ψεύδος του δήθεν διαμοιρασμού της Πολωνίας από Χίτλερ και Στάλιν.
Λένε και άλλα χοντρά ψέματα οι παραχαράκτες της Ιστορίας. Οπως για παράδειγμα σχετικά με τις Βαλτικές Δημοκρατίες. Από το 1917 οι χώρες αυτές γνώρισαν προλεταριακές εξεγέρσεις, με αίτημά τους την ανακήρυξη Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και τη συμμετοχή στην ΕΣΣΔ. Οι εξεγέρσεις πνίγονται στο αίμα των εξεγερμένων και η κατάληξη είναι η εγκαθίδρυση φασιστικών καθεστώτων. Τον Δεκέμβρη του 1926 στη Λιθουανία, τον Μάρτη του 1934 στην Εσθονία, τον Μάη του 1934 στη Λετονία. Το καλοκαίρι του 1940 ξεσπούν νέες εξεγέρσεις, ανακηρύσσονται Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες και εντάσσονται στην ΕΣΣΔ τον Ιούλη-Αύγουστο του 1940. Με την επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, οι χώρες αυτές καταλαμβάνονται και παραδίδονται στη θηριωδία των SS και των ντόπιων συνεργατών τους. Απελευθερώθηκαν και πάλι από τον Κόκκινο Στρατό το καλοκαίρι του 1944. Στις τάξεις του Κόκκινου Στρατού πολεμούσαν και μαχητές απ’ αυτές τις χώρες, ενώ καθ’ όλη την τριετία της ναζιστικής κατοχής δεν έπαψε ποτέ ο παρτιζάνικος αγώνας, σύμφωνα με την εντολή που είχαν δώσει ο Στάλιν και η σοβιετική ηγεσία. Σήμερα, όμως, εκεί τιμώνται οι δωσίλογοι των SS της Βαλτικής, ενώ ο αντιφασισμός είναι απαγορευμένος.
Πέτρος Γιώτης