Η πουλημένη στο κεφάλαιο συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ κήρυξε 24ωρη πανελλαδική απεργία για τις 6 Απρίλη. Ενάντια στην ακρίβεια, τη φτώχεια, τις ανισότητες, για αύξηση των μισθών κτλ. Ζητά «επαρκή και δίκαιο κατώτατο μισθό με άμεση επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ», «άμεση έναρξη συλλογικών διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση Κλαδικών και Ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ», «άμεση αποτροπή της φτωχοποίησης του πληθυσμού με οικονομικά και κοινωνικά μέτρα αναχαίτισης της αύξησης των τιμών», «άμεση αποκατάσταση των εγγυήσεων της συλλογικής εργατικής προστασίας στις ΣΣΕ», «άμεση κατάργηση των εμποδίων στην ελεύθερη συνδικαλιστική δράση», «άμεση αποκατάσταση των θεμελιωδών εργατικών δικαιωμάτων και της εργατικής προστασίας», «προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζόμενων», «καμιά περικοπή του επικίνδυνου και ανθυγιεινού επιδόματος», «άμεσα μέτρα αποκατάστασης του θεσμικού κοινωνικού ελέγχου», «καμιά απόλυση και άμεση επαναπρόσληψη όλων των εργαζόμενων που απολύθηκαν ή δρομολογείται η απόλυσή τους στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες της χώρας».
Τα πάντα όλα, δηλαδή. Γιατί όχι; Μήπως κοστίζει τίποτα; Λόγια του αέρα είναι, τα οποία θα ξεχαστούν την επομένη της απεργίας και θα ξανανασυρθούν παραμονές της Πρωτομαγιάς, που φέτος πέφτει Κυριακή και θα βγουν από τον κόπο να επαναλάβουν τα γνωστά ηρωικά («δεν είν’ αργία, είν’ απεργία»).
Δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε τις σκοπιμότητες που οδήγησαν τους αστογραφειοκράτες συνδικαλιστές στην απόφαση για μια 24ωρη απεργία. Η κρίση του καπιταλισμού βαθαίνει, τα βάρη της βαραίνουν ήδη τις πλάτες των εργατών και των μισθωτών εργαζόμενων και ο λογαριασμός του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία ακόμα δεν έχει φτάσει. Ρόλος της αστικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είναι να δράσει εκτονωτικά, δηλαδή διαλυτικά.
Το είδαμε και τα χρόνια των Μνημονίων. Οι 24ωρες απεργίες που κηρύχτηκαν μέσα σε μια διετία ξεπερνούσαν σε αριθμό αυτές της προηγούμενης εικοσαετίας. Τότε μάλιστα υπήρχε πίεση από τα κάτω, που δε φαίνεται να υπάρχει αυτήν τη στιγμή. Οι αστογραφειοκράτες συνδικαλιστές, όμως, είναι χρόνια στο κουρμπέτι και ξέρουν πολύ καλά ότι θα ξαναϋπάρξει πίεση από τα κάτω. Γι’ αυτό σπεύδουν από τώρα να πάρουν στα χέρια τους την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Υπάρχουν, βέβαια, και εκείνοι που βρίσκονται εκτός του στενού μπλοκ των ξεπουλημένων της ΓΣΕΕ και των μεγάλων Ομοσπονδιών. Μειοψηφίες, μικρές ή μεγαλύτερες, μέσα στο συνδικαλιστικό σύστημα, με άφθονες ταξικές αναφορές, με ηχηρή αγωνιστική ρητορική, που αγαλλίασαν όταν άκουσαν για την κήρυξη της 24ωρης και υπόσχονται ότι θα της δώσουν ταξικό περιεχόμενο, ότι θα την μετατρέψουν σε εφαλτήριο για μια γενικευμένη ταξική εφόρμηση κτλ. κτλ.
Και βέβαια, θα κάνουν χωριστές συγκεντρώσεις. Το ΠΑΜΕ στο Σύνταγμα θα μαζέψει τον περισσότερο κόσμο, η «πέραν του ΠΑΜΕ Αριστερά» θα μαζέψει το δικό της κόσμο στην Ομόνοια, που θα είναι περισσότερος από τον κόσμο που θα μαζέψει η ΓΣΕΕ στην Κλαυθμώνος. Στο τέλος της απεργιακής μέρας, δε, θα κάνουν απολογισμό και θα είναι όλοι… νικητές.
Και αυτή η ρητορική δεν είναι η πρώτη φορά που ακούγεται. Το ερώτημα είναι αν είναι πειστική. Δεν έχουμε δει, για παράδειγμα, κάποια ανάλυση για την αποτυχία της εργατικής τάξης να αντισταθεί έστω και στοιχειωδώς στη λαίλαπα των Μνημονίων, που μέσα σε μια δεκαετία κατάφεραν να ολοκληρώσουν τη συντηρητική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού, που από τη δεκαετία του ’90 την πάλευε η αστική τάξη, χωρίς να τα καταφέρνει.
Το χειρότερο είναι πως όλοι, ο καθένας με την ιδιοτυπία του κομματικού του λόγου, ψάλλουν ύμνους στην εργατική τάξη. Δείγμα κι αυτό της πλήρους κοινοβουλευτικοποίησης του συνδικαλιστικού συστήματος. Γλείφουν την εργατική τάξη με τον ίδιο τρόπο που τα κόμματα γλείφουν τους ψηφοφόρους πριν από τις εκλογές.
Η εργατική τάξη, όμως, την ήττα της μνημονιακής περιόδου την έχει βιώσει στο πετσί της, την έχει συνειδητοποιήσει. Μπορεί να μην την έχει ερμηνεύσει (αυτό είναι το δύσκολο), αλλά την έχει συνειδητοποιήσει. Οι εργάτες που φοβούνται ν’ απεργήσουν, που φοβούνται ακόμα και να μιλήσουν ο ένας στον άλλο για μια απεργία, οι εργάτες που μένουν αποκαμωμένοι σε μια παραλυτική αδράνεια, ξέρουν πολύ καλά ότι έχουν ηττηθεί. Εχει μαυρίσει η ψυχή τους, μπροστά τους βλέπουν ένα τοίχο που δεν έχουν κουράγιο να τον πηδήσουν.
Με την αγωνιστική ρητορική, με την συνεχή επανάληψη μιας ονειροφαντασίας, αυτό το μείζον πρόβλημα δεν ξεπερνιέται. Αντίθετα, η αποξένωση αυτών των εργατών, της πλειοψηφίας της τάξης για να είμαστε ακριβείς, μεγαλώνει. Αποξένωση από την πιο στοιχειώδη ταξική αντίληψη, αυτήν της κοινότητας των συμφερόντων και της ανάγκης για συλλογική έκφραση.
Ξέρετε ποιο είναι το χειρότερο; Οτι μόλις δουν λίγο παραπάνω κόσμο στην απεργιακή συγκέντρωση, όλοι οι «ταξικοί» στήνουν τρελό πανηγύρι. Αυτοί που ανήκουν σε κοινοβουλευτικά κόμματα (το ΚΚΕ συγκεκριμένα) έχουν κάθε λόγο να χαίρονται. Στόχος τους είναι η διεύρυνση της πολιτικής επιρροής, η οποία μετριέται στις κάλπες. Περισσότερος κόσμος, περισσότερες ψήφοι. Εκείνοι που είτε δεν έχουν τύχη στις κάλπες είτε δεν ενδιαφέρονται για τις κάλπες, απλά αναπαράγουν διαρκώς μια ιδεοληψία, στενά δεμένη με το στόχο της οργανωτίστικης αναπαραγωγής τους.
Πρόκειται γι’ αυτό που ο Λένιν ονόμαζε «ουρά του αυθόρμητου». Ενας αγωνιστικός οικονομισμός, χωρίς καμιά προοπτική. Τι προοπτική; Της ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος, που είναι το μείζον, που θα έπρεπε να είναι ο στόχος κάθε ταξικής δύναμης (αν ο όρος «ταξική» εκλαμβανόταν με το πραγματικό του περιεχόμενο).
Το αυθόρμητο εργατικό κίνημα δεν έχει ανάγκη από αγωνιστικές εκκλήσεις. Εχει τους δικούς του μηχανισμούς (γι’ αυτό και είναι αυθόρμητο) που το ωθούν πότε στην παλίρροια και πότε στην άμπωτη. Η ταξική κατεύθυνση οφείλει να γνωρίζει το δικό της καθήκον, ίδιο στην παλίρροια και στην άμπωτη. Το καθήκον του μπολιάσματος του αυθόρμητου κινήματος με τη συνείδηση της ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης, στη βάση της οποίας μπορεί και πρέπει να οικοδομηθεί, όχι μια οργάνωση των εργατών, αλλά μια πολιτική οργάνωση των επαναστατών εργατών.
Ας απεγκλωβιστούμε, λοιπόν, από τα ψευτοδιλήμματα που προσπαθεί να θέσει η ποικιλόχρωμη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Ας πάψουμε να βλέπουμε με μισό μάτι τον συνάδελφο που δεν έχει το κουράγιο ή το μέτρησε και δεν τον παίρνει να απεργήσει. Να δούμε το δάσος της ταξικής ανασυγκρότησης αντί για το δέντρο μιας ακόμα αποκομμένης από κάθε προοπτική 24ωρης απεργίας.
Φυσικά και έχει σημασία η συμμετοχή στην απεργία. Οχι όμως και να στοχοποιήσουμε όσους και όσες δεν μπορούν να απεργήσουν ή δεν «πιστεύουν» σ’ αυτές τις ψοφοδεείς διαδικασίες. Την ηττοπάθεια την καλλιέργησε η ίδια η αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και δεν πρέπει να περιμένουμε ότι θα σπάσει με μια 24ωρη απεργία, την οποία μάλιστα καλεί η ίδια η αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.