Αγαπητά μου παιδιά
Ούτε ζευγαρωτή ούτε πλεχτή, δεν είναι πια καιροί για ζευγαρώματα και για πλέξιμο. Είναι καιροί σταύρωσης, γι’ αυτό σταυρωτή. Και μιλώ για την ομοιοκαταληξία, σκεπτόμενος τους σταυρωτές αλλά και τους εθελουσίως σταυρωμένους. Παρακάμπτω, θολώνω, παραφέρομαι, αγνοώ –εν οργή– και δοκιμάζω σταυρωτή ομοιοκαταληξία, γιατί δεν πάει άλλο με τους ένθεν κακείθεν Φασουλήδες, γ@μώτο….
Ανέβηκα στη μιζαριά να κόψω μία μίζα
κι έτσι ψηλά ως ήμουνα κοιτώ και βλέπω κάτω
σε εικόνισμα, αγέρωχο τον στρατηγό Chou Ka To
μέσα σε χρυσοποίκιλτη, περίτεχνη κορνίζα.
Αλί και μυριανάθεμα! Θυμήθηκα τ’ αρχεία
κείνης της παντοδύναμης, παντού χωμένης Stazi
κι όπως θωρώ τον στρατηγό χαμένο να κοιτάζει
λέω «όχι ρε πού-σ-τιν μου, μεγάλη ατυχία».
Γελάτε μα δεν ξέρετε πόσο μεγάλο ρίσκο
είναι για έναν στρατηγό να παίρνει την κουτάλα
φριχτά συνωστιζόμενος με κάθε μια κουφάλα
να προσπαθεί εδέσματα να πάρει από τον δίσκο.
Γω μόνο, που η λεπτότητα και η βαθιά συμπόνια
πιστά μ’ ακολουθούσανε σε κάθε ένα βήμα
γω μόνο, λέω, δύναμαι να νοιώσω πόσο κρίμα
είναι που τύποι σαν αυτόν μας τα ‘καναν πεπόνια.
Σουλτάνα ποθοπλάνταχτη και τόσο γαλαντόμα
η Miesens τους υπνώτισε με τα χρυσά της κάλλη
κι οι φασουλήδες μ’ όρεξη –ως είθισται– μεγάλη
τρυγούν το μέλι και γελούν για μια φορά ακόμα.
Ξέρουν: κανείς και τίποτα δεν θα τους ακουμπήσει
αιώνες τώρα παίζεται η ίδια κωμωδία
μήπως και στης Οδύσσειας την πρώτη ραψωδία
δεν λέει για τον πολύτροπο που έβρισκε τη λύση;
Ετσι δουλεύει η μηχανή, το λέει και το προσπέκτους
πάντα με μίζα παίρνει μπρος και λειτουργεί με λάδι
μονάχα το εκνευριστικά αδιάφορο κοπάδι
πείθεται σαν του «εξηγούν» σε άγνωστες διαλέκτους.
Οι ζαλισμένοι της tv, η ανώνυμη σαβούρα
το ιστορικό υποκείμενο, χα! Τρέξτε να τους δείτε
κάτω απ’ τα μπούτια της Βανδή πιωμένους θα τους βρείτε
σε γιωταχί και σε κελιά να τριγυρνούν σα σβούρα.
Ιδού λοιπόν ο Φασουλής μετά το δυο χιλιάδες
κοιτά ζερβά, κοιτά δεξιά, κάνει πως καμαρώνει
μα στον καθρέφτη μοναχός τη μούρη του μουντζώνει
αιώνια να μοιρολογεί και πάντα σε μπελάδες.
Κοιτάξτε τον! Σαν έντομο εις τον ιστό αράχνης
απ’ έξω βγάζει την ουρά μονίμως και αθρόως!
Αν μη τι άλλο ο Φασουλής την έχει δει αθώος
κάθε που για συνενοχή στην κατρακύλα ψάχνεις.
Απ’ τον Τρικούπη ως εδώ κι ακόμα παραπέρα
ο Φασουλής αποζητά κάποιονε για να άρχει
κι αφού όπως είναι γνωστό διάολος δεν υπάρχει
ποίος της Ψωροκώσταινας επήρε τον πατέρα;
Ο λόγος είν’ ευνόητος: έτσι μικρός που νοιώθει
πάντοτε θα αποζητά κάποιον να τα φορτώνει
κι αυτός να βγαίνει στον αφρό, να κατακεραυνώνει.
Στο φόβο και στο βούρδουλα πλήρως εξοικειώθη.
Ιδού λοιπόν ο Φασουλής, ίδιος εις τους αιώνες
αν χρειαστεί βάζει φωτιά, μα γρήγορα γυρίζει
στη βλαβερή συνήθεια τον βίο του π’ ορίζει
πρώτος στη βλαχοξιπασιά, διστακτικός σ’ αγώνες.
Σαν τον πετύχεις μοναχό, σου τα ‘ξηγάει όλα
κι αναφωνείς «ο Φασουλής είναι καλός και ξέρει»
μα κει ‘ναι που καρφώνεσαι σε δίκοπο μαχαίρι
κοντά σ’ αυτόν την τρως κι εσύ, συντρόφι μου τη φόλα…
Δόκτωρ Αβελ (μίστερ Κάιν)