Αγαπητά μου παιδιά
Γιγαντώνεται και αγκαλιάζεται από τον λαό με περίσσια (αλλά όχι και Περίσσεια) θέρμη το κίνημα των γιαουρτιών, των ζαρζαβατικών, του φραπέ, του εμφιαλωμένου νερού και των κοσμητικών επιθέτων. Παρ’ όλο που δεν έχει ακόμη μετεξελιχθεί επαρκώς στη διάδοχο κατάσταση της πέτρας, των τούβλων, των ρείθρων, των κεραμοσκεπών και των προκατασκευασμένων κατοικιών, οι δράσεις είναι αξιοσημείωτες. Τα τελευταία νέα έρχονται από την εκλογική περιφέρεια ενός κοσμήματος της ελληνικής δημόσιας ζωής, όπου το έτερόν ήμισύ του αποφάσισε να κάνει το συζυγικό χρέος του, αυτό της στήριξης. Οι εκδηλώσεις λατρείας ήταν πολλές και πρωτοφανείς, ενώ Εκείνος με το στωικό χαμόγελό του υπερασπίστηκε τους δρόμους στους οποίους έχει εισέλθει –στην μετά των προδρόμων Μικρούτσικου και Σαββόπουλου εποχή– η στρατευμένη τέχνη.
Μέσα σε όλο αυτό το λαμπρό και εορταστικό σκηνικό, η καλύτερη παπαδημοκρατία που είχαμε ποτέ πήρε μια γενναία απόφαση που ήταν μονόδρομος για το image της. Να εκθέσει τα πολιτικά απομεινάρια της σε ανοιχτές για τον λαό εκδηλώσεις και σε ειδικά διαμορφωμένες προθήκες. Ο μισός στρατός της Ελλάδος φρουρός (ομού μετά των λοιπών τετιμημένων ενόπλων και πανόπλων δυνάμεων) θα παρελαύνει έμπροσθεν και ο άλλος μισός θα είναι σε επιφυλακή όπισθεν. Για τον λόγο αυτό επίσης, θα επιταχθούν δορυφόροι, κάμερες, πρόθυμοι cameramen, ασπόνδυλα, μαλάκια, οστρακόδερμα και πλείστα όσα απάρτια της πανίδας της χώρας, ώστε να (προσπαθήσουν να) εξασφαλιστεί η ολοκλήρωση του σόου. So?
So, η λαϊκή μούσα δεν άφησε την ιστορική στιγμή να παρέλθει χωρίς να αποτυπωθεί στο βαρύ κιτάπι της. Και με τρεμάμενο χέρι από τις χημειοθεραπείες που κάνει, μαζί μ’ ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που αντιμετωπίζεται ως κακοήθης όγκος και ψεκάζεται με καρκινοκτόνα, σημειώνει:
ξεθάρρευε, δυνάμωνε κοιτώντας τα γουρούνια.
Βλέπεις, ήταν και το prestige, μη πουν ότι δειλιάζει
κι απ’ το χαγιάτι έκραζε προς τα παπαγαλάκια:
– Περνώ και θα ξαναπερνώ στα τσιμεντένια αλώνια
όπου αλωνίζουν είκοσι και ωρύονται χιλιάδες
γιατί ‘μαι η Μάρω η τρανή, φοβέρα δεν λογιάζω
πρέπει να δείχνω δυνατή, μη φαίνεται η τρεμούλα…
Γω τα νεράντζια τα μασώ, βουτάω στα γιαούρτια
τις μούντζες δεν φοβήθηκα. Κι αν σκιάχτηκα λιγάκι
θα βάλω τσάτσους εκατό, ρουφιάνους δυο χιλιάδες
θα έχω και τις κάμερες στραμμένες προς τη πλέμπα.
Κι η μάνα της στο λιακωτό κουνούσε το κεφάλι
με νόημα και πάσχιζε πώς να τη συνεφέρει:
– Πού πας μωρή ξεβράκωτη, μωρή αλλοπαρμένη
που αν πάρουν απόφαση, λάχανο θα σε φάνε.
Εδώ αυτοί οι ξυπόλητοι μονάχα με νεράντζια,
με πέτρες και εδώδιμα, με λίγες τρακατρούκες
και σου ‘καναν τόσα πολλά, τσαλάκωσαν το image!
Σκέψου η μάχη να ‘τανε ωσάν ίσος προς ίσο
σκέψου να είχαν λογική και θέληση μια στάλα
να ‘χαν αυτοοργάνωση, συνείδηση και σθένος…
Μα σαν κοιτάζουν παρακεί, ακούνε την Αλέκα
(μια κόρη κοντοχωριανή που ‘χε ένα χωράφι
και από κει δεν κίναγε που να χαλάσει ο κόσμος)
να λέει πάλι για δεινά, ξανά για προβοκάτσιες
που ερχόταν μια από ζερβά κι από δεξιά την άλλη
ενώ δεν ωριμάζανε ποτέ τους οι συνθήκες.
Προσπέρασαν, την άφησαν και τρέξαν’ στις εξέδρες
σταθήκαν’ και περίμεναν να δουν τι έχει να γίνει.
Καμάρι είχαν τα πρόβατα, καμάρι και τα γίδια
καμάρι και τα άλογα οπού τα καβαλάνε
καμάρι ο τραπεζοτσολιάς, το ίδιο κι οι σταβλίτες
σαν το καμάρι του γαμπρού με τις πολλές κουνιάδες.
Πίσω βέβαια έτρεμε τρελά το φυλλοκάρδι
καθώς, να, κοντοζύγωνε του Μάρτη η 25η..