Αγαπητά μου παιδιά
Είναι εμφανές ότι η έλλειψη παιδείας σε συνδυασμό με εθελοντικά εκφυλισμένες χαμοζωές (εντάξει, αυτές προσφέρει η όλο και πιο απροκάλυπτη, βδελυρή δικτατορία της αστικής τάξης, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν περιθώρια διαφυγής ή διαφοροποιήσεων), που μοιράζονται ανάμεσα σε ποδόσφαιρο, γκόμενες, αυτοκίνητα και… gadgets, οδηγούν στην αποκτήνωση. Τρανό παράδειγμα των παραπάνω είναι το ότι μέσα από τέτοιες διεργασίες, ένα τελειωμένο γουρούνι που δεν έχει καμία άλλη προοπτική πέρα από το να βρωμίσει τον κόσμο με την παρουσία του και να σαπίσει ξεχασμένο αδιάφορα για την ανθρωπότητα σ’ ένα λάκκο, τολμά μέσα στην κτηνώδη άγνοιά του και στα αφρισμένα κύματα της καταπίεσης και των απωθημένων του που το τσακίζουν, να επιτεθεί σ’ ένα τρυφερό παιδάκι που αύριο μπορεί να είναι κεφαλή της επιστήμης ή της τέχνης, κλάδων που είναι εκτός των θλιβερά περιορισμένων χοιρινών ή βοείων οριζόντων.
Το κακό ξεκινάει (και) από την αδιαφορία για την ανάγνωση. Ακόμη και από το είδος των αναγνωσμάτων, βέβαια, αφού είναι γνωστό ότι τα μόνα αναγνώσματα που δύνανται να κατανοήσουν τα γουρούνια και οι μόνες αναγνώσεις των θλιβερών ζωών τους, περιορίζονται στις αθλητικές εφημερίδες και στους υπότιτλους της τηλεόρασης… Μερικοί καταλαβαίνουν και τις οδηγίες χρήσης των gadgets που περιστοιχίζουν την αθλιότητά τους, αλλά αυτοί αποτελούν ξεχωριστή, εξαιρετική για τα βόεια και χοιρινά δεδομένα κατηγορία μορφωμένων.
Ομως δεν χρειάζεται να μπαίνουμε σε περισπούδαστες ερμηνείες. Ας περιοριστούμε στις εικόνες που με τον καλύτερο τρόπο δίνει πάντα η λαϊκή μούσα:
Είμαι ένα γουρουνάκι βρόμικο πολύ
όλη μέρα μεσ’ στη λάσπη τρέχω στην αυλή.
Αλλωστε, ποια μάνα δεν τραγούδησε και ποιο παιδικό στόμα δεν έχει επαναλάβει το παρακάτω τραγουδάκι:
Γουρούνι άσπρο, μπλε, χακί
της μάνας του καμάρι,
εβγήκε εις την ταραχή
«Ράμπο», για να ποζάρει.
Απ’ τη μαγκιά του την πολλή
(χέρια ανοιχτά και πόδια)
το ‘βλεπες και δεν διέφερε
ουδόλως απ’ τα βόδια!
Καθώς τα ποιήματα του βουνού και του λόγγου ξεπεράστηκαν, τα διαδέχτηκαν εκείνα των δρόμων και των μητροπόλεων. Οι αρματολοί και οι κλέφτες έπαιζαν πια κλεφτοπόλεμο σε αστικά τοπία, με αποτέλεσμα η λαϊκή μούσα ν’ αναγκαστεί να ανασκευάσει τις επικές εικόνες της. Τώρα πια δεν υπήρχαν μαρμαρένια παρά τσιμεντένια αλώνια και άσφαλτος, δεν υπήρχαν γουρούνια παρά μόνο υπό μορφή κρεατοσφαιριδίων, μπέικον ή ζαμπόν, δεν υπήρχε Τριπολιτσά παρά τρι-πολιτσία.
Οπλα εσύ και πέτρα εγώ
πράσινο μου κνώδαλο
μπαίνω μέσα στον μπαξέ
γεια σου «άνθρωπε» λοξέ.
Χοπ αν κάνω δεξιά
πέφτω πάνω στην κλοτσιά
χοπ αν κάνω παραπέρα
να σου και η ζαρντινιέρα!
Το ‘να χέρι μου κρατεί
μια πέτρα θεόρατη
τ’ άλλο στον αέρα αρπάζει
το καδρόνι και σε σιάζει.
Ωστόσο τα παιδικά τραγούδια δεν ξεχάστηκαν ποτέ και από στόμα σε στόμα μεταδίδονται από τη μια γενιά στην άλλη:
Ποτέ δεν θα πειράξω
τα ζώα τα καημένα
μην τάχα σαν και μένα
κι εκείνα δεν πονούν;
Θα τα χαϊδεύω πάντα
προστάτης τους θα γίνω
ποτέ δε θα τ’ αφήνω
στους δρόμους να πεινούν.
Ακόμα κι όταν βλέπω
πως τα παιδεύουν άλλοι
εγώ θα τρέχω πάλι
με θάρρος σταθερό,
θα προσπαθώ με χάδια
τον πόνο τους να γιάνω
κι ό,τι μπορώ θα κάνω
να τα παρηγορώ.
Κι όπως έγραψε και ο Οδυσσέας Ελύτης, «τι λιγάκι τι πολύ / έχει κι ο φτωχός πουλί». Λίγη υπομονή…
Κτηνώδης δύναμη – ογκώδης άγνοια