Αγαπητέ Δημήτρη
Κρύο, πρωί στη στάση του λεωφορείου. Ο τσακισμένος κυρίαρχος λαός περιμένει το ασθμαίνον κονσερβοκούτι που θα τον οδηγήσει στριμωγμένο στα εργασιακά κάτεργα, για να μαζέψει τα ψιχία που θα τον κρατήσουν στη ζωή. Οπως κάθε σοφός ποιητής, βγαίνω μια βόλτα για να κουνήσω συγκαταβατικά το σοφό κεφάλι και ν’ ανταλλάξω δυο σοφές κουβέντες συμπόνιας. Να μαζέψω ξένες κι άγνωστες εμπειρίες, πρωτογενές υλικό για το άρθρο ή την επόμενη ποιητική συλλογή μου (το «μου» αυτό είναι αταβιστικό, συγγενές με της αγελάδας ή του βοδιού). Πίνω τον καφέ μου πίσω από το τζάμι, ανιχνεύοντας ευκαιρίες στις εφημερίδες και βλέποντας «ολίγη αγαπημένη πολιτεία», που έλεγε κι ο Καβάφης, πριν αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια (εγώ πριν λίγο αποχαιρέτησα τον νονό της Αλέξανδρο στην ομώνυμη κατάπτυστη ταινία, θα τα έμαθες τι προσάπτουν στο χρυσό μου). Σημειώνω ιδέες, ρουφώ πρόστυχα τον αέρα νοιώθοντας να μου ανήκει, να έγινε μόνο για μένα. Ρουφώ επίσης τον καφέ και το πούρο μου, την κόκα και την κόλα μου, κοιτάζοντας στοχαστικά τις ώρες που κυλούν κι απολαμβάνοντας τα καλά της σιωπηλής συνθηκολόγησής μου. Ο άρρωστος ήλιος σηκώθηκε ψηλά, είναι η ώρα που οι υπηρέτες του λαού, «σεμνά και ταπεινά», πηγαίνουν στα πόστα που πιάσανε για να εκπληρώνουν και να εισπράττουν τις λαϊκές επιταγές. Κοιτώ τις απαστράπτουσες μαύρες λιμουζίνες, με τα ανασφαλή, μονίμως ανεκπλήρωτα κι οριστικά χαμένα, φοβισμένα ανθρωπάρια πίσω από τις περήφανες μάσκες τους. Κάνω πως αντιτίθεμαι, μα είμαι μαζί τους, μέλος κι εγώ μιας ανώτερης γενιάς ανθρώπων. Οταν κατέθετα την πρώτη ποιητική μου απόπειρα, μου δίδαξαν να είμαι αιρετικός της γραφής.
Το έκανα και πέτυχε, πουλάει.
Να είμαι αιρετικός και στη ζωή, πολύ δεν πάει;
Ετσι λοιπόν, ακολουθώ την ασφαλή οδό, την πεπατημένη, υψώνοντας βεβαίως-βεβαίως τις αιρέσεις μου (νάτο πάλι το μου, δεν μπορώ ν’ απαλλαγώ από τη σκιά των προγόνων μουουουουου). Μεσημέριασε, παίρνω παραμάσχαλα τον τύπο κι οδεύω για το σπίτι. Τα σκυλιά είναι ήσυχα, σημάδι πως δεν πάτησε κανείς τα λευκά μάρμαρα και τα λουστραρισμένα έπιπλά μου (συγνώμη, αφού δεν μπορώ να το αποβάλλω, παράβλεψε εσύ τους μυκηθμούς). Κάθομαι αναπαυτικά, πίνω ευγενικά το τσάι μου, δέχομαι φίλους που, ω της συμπτώσεως, είναι τόσο τακτοποιημένοι οι βίοι των! Ενημερώνομαι, σχολιάζω. Μελετώ Καριολάκη, Μπαγλαμά, Αλήτη, Ταβάφει, Σωφέρη, Κάτσο (ντούρο). Πού και πού διακόπτεται ο ειρμός μου από τις φωνές αγροίκων εργατών που γυρνούν στους οικογενειακούς τους τάφους. Είναι κι αυτές οι ανόητες πορείες που ποτέ δεν κατάλαβα τι εξυπηρετούν και φυσικά ποτέ δεν συμμετείχα. Θα πρέπει να ενισχύσω την ηχομόνωση με το έμβασμα που θα λάβω από την άρτι εκδοθείσα ποιητική συλλογή μου «ο δωδεκάλογος του γλύφτου», όπου ανατρέπω τον Παλαμά, διότι μία από τις εντεταλμένες υπηρεσίες της εποχής και των υπαλλήλων της είναι η ανατροπή. Ειδικά τώρα, που έπιασες εσύ ο ερυθρός ανερυθρίαστα τον Παλαμά στο στόμα σου. Ομως ουδέν κακόν αμπιγιέζ καλού, έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία ν’ ακούσουμε και ολίγον Πέτσο, μετά τους Pet shop boys. «Το ξέφωτο της αλλαγής» λεγόταν το προφητικό ποίημα που έγραψε δεκαοκταετής και μιλούσε για κανόνια και λουλούδια, προφανώς αναφερόμενος στις μετέπειτα προμήθειες κανονιών από τα λουλούδια της αλλαγής. Θυμάσαι; Το ανέγνωσε στο ακροατήριο, με τη στομφώδη φυσική σεμνότητά του την 24η Σεπτεμβρίου 2003, ανήμερα της αγίας Θέκλας, ημέρα που το 1824 τα κανόνια ενός άλλου ανδρείου, του Ανδρέα Μιαούλη, κατατρόπωναν τον Ιμπραήμ στη Χίο (εκπληκτική η ποίησίς του, πόσοι αδικημένοι άνθρωποι Θεέ μου! Κάποτε οι δημόσιοι υπάλληλοι έγραφαν για να γίνουν ποιητές, τώρα οι ποιητές γράφουν για να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι).
Εχω κι εκείνο το άρθρο να γράψω, δυο ποιητικά λόγια για τους παραπεταμένους σε ιδρύματα. Θα πρέπει να επισκεφθώ και πάλι ίδρυμα, ευτυχώς που έρχονται Χριστούγεννα και θα είναι ευκολότερο. Ισως συνοδεύσω κάποιον υπουργό, θα δω.
Ομως, οι σημερινές ενασχολήσεις μου με κούρασαν. Ας σταματήσω εδώ αυτή την επιστολή, ευχαριστώντας που δεν είμαι κι εγώ ένα αθώο θύμα της τρομοκρατίας, ευχαριστώντας την υπέροχη δημιοκρατία που εκτός από αετούς εκτρέφει και σκουλήκια, σεβόμενη την πανίδα και ουδέποτε εκδικούμενη.
Χαφιέ Τσογλάνα
Κυνοτικός Υπότροπος – ποιητής – ποιών την νήσσαν