δεν έχει τέλος η ύπνωση;
Πόσο ανακουφιστικό (Αννα κουφή στη Κω) που επανεμφανίστηκε μετά από τόσο καιρό (ποιος Κιμ ρε;) η Δόμνα και μάθαμε τουλάχιστον ότι είναι καλά στην υγεία της.
«Για χρόνια οι εργάτες της αλυσίδας παραγωγής είχαν αρνηθεί να τους μεταχειρίζονται σα ρομπότ, ενώ μια μειοψηφία γύρισε την πλάτη στην εργασία και στην καταναλωτική κοινωνία. Το κεφάλαιο απάντησε εγκαθιστώντας αληθινά ρομπότ, καταργώντας εκατομμύρια θέσεων εργασίας, εντατικοποιώντας και καθιστώντας πιο αποτελεσματικό και ορθολογικό ό,τι είχε απομείνει από την ανειδίκευτη εργασία. Ταυτόχρονα, μια γενικευμένη επιθυμία για ελευθερία μετατράπηκε σε ελευθερία κατανάλωσης. Ποιος είχε φανταστεί το 1960 ότι κάποια μέρα μια δωδεκάχρονη θα μπορούσε να βγάλει λεφτά από αυτόματο μηχάνημα με τη δική της πλαστική κάρτα; Τα λεφτά της – η ελευθερία της… Tα γνωστά συνθήματα του Μάη του ‘68 «μη δουλεύετε ποτέ» και «ζητήστε το αδύνατο», γελοιοποιήθηκαν όταν οι άνθρωποι εκδιώχθηκαν από εξασφαλισμένες δουλειές και όταν τους προσφέρθηκαν περισσότερα και πιο ψεύτικα αγαθά για να αγοράσουν» (Jules Dauve – «Εκλειψη και επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος»).
Τρεις μήνες μας μαντρώσανε για να 'ρθουν οι τουρίστες
σάλια να ανταλλάξουμε, να μας ξαναμαντρώσουν.
Και τα παιδιά-«βόμβες ιών» που μαντρωθήκαν πρώτα
τώρα τ' αμόλησαν γιατί… ωρίμασαν οι συνθήκες.
«Σ’ ένα κόσμο κυβερνημένο από την εμπορευματική παραγωγή, το προϊόν ελέγχει τον παραγωγό και τα αντικείμενα είναι ισχυρότερα από τους ανθρώπους. Τα αντικείμενα γίνονται ξένο πράγμα που ρίχνει μακριούς ίσκιους, γίνονται “μοίρα“ και daemon ex machina. Τη βιομηχανική κοινωνία δεν τη χαρακτηρίζει μόνο η αντικειμενοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, αλλά ένας αυξανόμενος καταμερισμός της εργασίας και η όλο και μεγαλύτερη ειδίκευση. Ο άνθρωπος καθώς εργάζεται κατακερματίζεται. Η σύνδεσή του με το όλο έχει χαθεί, γίνεται εργαλείο, ένα μικρό εξάρτημα μιας τεράστιας μηχανής. Και όπως αυτός ο κατακερματισμός της εργασίας κάνει το ρόλο του ανθρώπου πιο μερικό, έτσι και το οπτικό του πεδίο γίνεται πιο περιορισμένο, όσο πιο έξυπνη είναι η διαδικασία της εργασίας τόσο λιγότερο έξυπνη είναι η δουλειά που απαιτείται και τόσο πιο οξεία η αλλοτρίωση του ατόμου από το σύνολο» (Ernst Fischer – «Η αναγκαιότητα της τέχνης»).
Εφη και Κατερίνα μου στο Ζάππειο σας είδα
η πρώτη μ' άσπρο φόρεμα, μ' άσπρο κοστούμι η άλλη
και παραπίσω η Ολγα με το μουσταρδί, τι ζάλη!
Για μια στιγμή νόμισα πως μου λάσκαρε η βίδα.
Τέτοιες εκπάγλου καλλονής πρώην υπουργοπούλες
δεν είδα, δεν αντάμωσα σ' ολάκερη την πλάση
«Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω! Τα λόγια που δεν κεντρίζουν είναι σημάδι χαζομάρας. Μου λένε: Φάε και πιες! Να ‘σαι ευχαριστημένος που έχεις! Μα πώς να φάω και να πιω όταν το φαγητό μου τ’ αρπάζω από τον πεινασμένο, όταν κάποιος διψάει για το ποτήρι το νερό που έχω; Κι ωστόσο, τρώω και πίνω. Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω! Ηρθα στις πόλεις την εποχή της αναστάτωσης, όταν εκεί βασίλευε η πείνα. Ηρθα μες στους ανθρώπους στην εποχή της ανταρσίας και ξεσηκώθηκα μαζί τους. Αφρόντιστα δινόμουνα στον έρωτα κι αντίκριζα τη φύση δίχως υπομονή. Στον καιρό μου οι δρόμοι φέρνανε στη λάσπη. Η μιλιά μου με κατέδιδε στο δήμιο. Λίγα περνούσαν απ’ το χέρι μου. Ομως αν δεν υπήρχα, οι αφέντες θα στέκονταν πιο σίγουρα, αυτό έλπιζα τουλάχιστον. Οι δυνάμεις ήτανε μετρημένες. Ο στόχος βρισκότανε πολύ μακριά, φαινόταν ολοκάθαρα, αν και για μένα ήταν σχεδόν απρόσιτος. Ετσι κύλησε ο χρόνος που πάνω στη γη μου δόθηκε. Αλίμονο, εμείς που θέλαμε να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία, δεν καταφέρναμε να ‘μαστε φίλοι ανάμεσά μας. Ομως εσείς, όταν θα ‘ρθει ο καιρός ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο, να μας θυμάστε με κάποια επιείκεια» (Berthold Brecht – «Στους μεταγενέστερους»).
Κοκκινοσκουφίτσα