Με την έναρξη της διαδικασίας ο πρόεδρος ανακοίνωσε την απόρριψη και των δύο αιτημάτων που είχαν υποβληθεί στην προηγούμενη συνεδρίαση. Η μεταφορά σε αίθουσα του Εφετείου, είπε, δεν μπορεί να γίνει, γιατί δεν υπάρχει διαθέσιμη αίθουσα για το διάστημα που εκτιμάται ότι θα διαρκέσει η δίκη. Το δικαστήριο απέφυγε να επαναλάβει την προκλητική άποψη του εισαγγελέα περί λόγων ασφαλείας και διακινδύνευσης και περιορίστηκε σ’ έναν τυπικό λόγο, που βέβαια, αν υπήρχε διάθεση, θα μπορούσε να ξεπεραστεί. Σιγά που δεν μπορούν να βρουν μια αίθουσα. Η τήρηση πρακτικών με μαγνητοφώνηση και απομαγνητοφώνηση επίσης δεν μπορεί να γίνει, ανακοίνωσε ο πρόεδρος, γιατί υπηρεσιακώς δεν διατίθεται υποδομή και προσωπικό για να συνδράμει τη γραμματέα. Αναμενόμενη και αυτή η απόφαση. Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα μαγνητοφώνησης από κατηγορούμενους και συνηγόρους για προσωπική τους χρήση, ο πρόεδρος απάντησε ότι θα υπάρξει ανοχή.
Ακολούθως, συνεχίστηκε η συζήτηση επί της ένστασης αναρμοδιότητας του δικαστήριου, λόγω του πολιτικού χαρακτήρα των αδικημάτων, με τοποθετήσεις της συνηγόρου Δάφνης Βαγιανού και της Πόλας Ρούπα και ανάγνωση δήλωσης του απόντος, λόγω ασθένειας, Κώστα Γουρνά.
Να υπερβούμε την υποταγή στον πολιτικό λόγο που επιβάλλει την αποπολιτικοποίηση των πράξεων που χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατία, ζήτησε η Δ. Βαγιανού, κάνοντας μια εκτενή θεωρητική ανάλυση, στην οποία συνδύασε πολιτικά και ιστορικά στοιχεία και στοιχεία της θεωρίας του Δικαίου. Ο Επαναστατικός Αγώνας, είπε, ξεκίνησε τη δράση του στο μεταίχμιο μιας εποχής, το 2003. Εχουν προηγηθεί το χτύπημα στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης, ο εγκληματικός πόλεμος στο Ιράκ και η έναρξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» του Μπους. Την εποχή, δηλαδή, που εμφανίζεται η κρίση της παγκοσμιοποίησης ενός συστήματος που σήμερα περνά την πιο βαθιά του κρίση. Μια εποχή που σηματοδοτήθηκε, επίσης, από την εξέγερση της νεολαίας το Δεκέμβρη του 2008, η οποία, την ώρα που καιγόταν το χριστουγεννιάτικο δέντρο, έγραφε «καλή κρίση και ευτυχισμένος ο νέος φόβος».
Η συνήγορος αναφέρθηκε όχι μόνο στον πολιτικό χαρακτήρα των ενεργειών του ΕΑ, αλλά και στον πολιτικό χαρακτήρα των αντιδράσεων των αντιπάλων του, όπως η επικήρυξη από την αμερικάνικη υπερδύναμη ή οι εκτιμήσεις ότι αν πετύχαινε το χτύπημα στη Citibank θα κατέρρεε η ελληνική οικονομία. Αναφέρθηκε στην ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από τους κατηγορούμενους, χωρίς να υπάρχει κανένα στοιχείο σε βάρος τους, με σκοπό τη συνέχιση της πολιτικής τους ύπαρξης και στη φυλακή. Ακόμη, η ανάλυση του ΕΑ για την κρίση και τον ταξικό της χαρακτήρα, που αποτελεί μια θεωρητική συνεισφορά στη γενικότερη συζήτηση που γίνεται, αποτελεί μια ακόμη απόδειξη για τον πολιτικό χαρακτήρα της οργάνωσης.
Στη συνέχεια, η Δ. Βαγιανού έκανε μια εκτενή ανάλυση της ιστορικής διαδρομής που έχει η έννοια του πολιτικού αδικήματος στη νομική επιστήμη, από την εποχή που ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση, όταν η απόπειρα κατάληψης της εξουσίας θεωρούνταν ακόμη ευγενής στόχος, μέχρι σήμερα που συντελείται μια βίαιη αποπολιτικοποίηση των οργανώσεων και των πράξεων πολιτικής βίας. Αναφέρθηκε στο ειδικό καθεστώς με το οποίο αντιμετωπίστηκαν οι κομμουνιστές για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, από το τέλος του Β’ παγκόσμιου πολέμου μέχρι το 1974 και παρουσίασε τις αναλογίες εκείνης της περιόδου με την περίοδο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Εκλεισε την αγόρευσή της με μια αναφορά στη σκοπιμότητα υποβολής αυτής της ένστασης. Υποβλήθηκε, είπε, για να υπάρχει συνέχεια με τις άλλες δύο ιστορικές πολιτικές δίκες (17Ν και ΕΛΑ) και επειδή, ειδικά αυτή την εποχή, το να χαρακτηριστούν πολιτικές οι πράξεις μιας επαναστατικής πολιτικής οργάνωσης έχει μια ξεχωριστή σημασία.
Αυτοί που τους κυνηγάει ο κόσμος και κρύβονται θα πουν ότι εμείς είμαστε εγκληματικά στοιχεία; Αυτό το κομβικό ερώτημα έθεσε στη δική της τοποθέτηση η Π. Ρούπα. Αρχικά, είπε, δεν θέλαμε να υποβάλλουμε αυτή την ένσταση, γιατί δεν θεωρούμε ότι υπάρχει δικαστήριο για να μας δικάσει. Εμείς θα έπρεπε να είμαστε ελεύθεροι, για να συμμετέχουμε στους κοινωνικούς αγώνες, στους αγώνες για την κοινωνική απελευθέρωση. Να τιμωρούνται θα ‘πρεπε οι διάφοροι Μπάφετ και Σόρος, τα καθάρματα του χρηματιστήριου που εξοντώνουν ολόκληρους λαούς, οι διάφοροι Τρισέ, Μπαρόζο και Λαγκάρντ, η διεθνής και η ελληνική πολιτική ελίτ, οι καπιταλιστές. Ενα λαϊκό δικαστήριο θα αποφάσιζε πολύ σκληρή τιμωρία για όλους αυτούς. Πιστεύαμε και πιστεύουμε, λοιπόν, ότι εμείς δεν θα έπρεπε να δικαζόμαστε.
Ο αποκλεισμός των ΜΟΔ από αυτές τις υποθέσεις, συνέχισε η Π. Ρούπα, εκφράζει την ανασφάλεια του κράτους και γι’ αυτό συμβαδίζει με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση του κράτους και του κεφάλαιου. Είναι διάχυτος ο φόβος τους να μην αφεθούν αυτές οι υποθέσεις στα χέρια ανθρώπων που δεν ελέγχονται, όπως ελέγχονται οι δικαστές. Η ένσταση ήταν μια καλή ευκαιρία για να εκφράσουμε τις απόψεις μας.
Στη συνέχεια, η Π. Ρούπα ασχολήθηκε με την ανάλυση του πολιτικού χαρακτήρα των κινήτρων, συγκρίνοντας τα κίνητρα του ΕΑ με τα κίνητρα των πολιτικών του εχθρών. Οι κυβερνώντες, είπε, αναφερόμενη ενδεικτικά σε πολιτικές οικογένειες όπως των Καραμανλή και Μητσοτάκη και πολιτικούς όπως οι Ρουσόπουλος και Δούκας, έχουν καθαρά ιδιοτελή κίνητρα. Κλέβουν το ψωμί των ανθρώπων και φτιάχνουν αμύθητες περιουσίες, με τις οποίες ζουν ακόμη και όταν φεύγουν από την πολιτική. Το δικό μας συμφέρον ταυτίζεται με το συμφέρον της τάξης των προλετάριων. Στον αγώνα χάσαμε ένα σύντροφό μας, τον Λάμπρο Φούντα, εμείς μπήκαμε στη φυλακή και αναλάβαμε την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή μας στην οργάνωση, για να μπορέσουμε να υπερασπιστούμε και το νεκρό σύντροφό μας, κι αυτό δείχνει όχι μόνο ότι τα κίνητρά μας δεν ήταν ταπεινά, αλλά ότι ήταν τα πλέον κοινωνικά κίνητρα. Ταυτίσαμε τον εαυτό μας με τον αγώνα για την κοινωνική επανάσταση. Αυτό το δικαστήριο, κατέληξε, θα έπρεπε να ντρέπεται και μόνο που συστήθηκε. Θύμισε ότι τη δεκαετία του ’70, ένα Συμβούλιο Εφετών αρνήθηκε την έκδοση του Ρολφ Πόλε στη Γερμανία, με το σκεπτικό ότι η δράση του ήταν πολιτική. Και τότε το ΠΑΣΟΚ (διάβασε δηλώσεις των Παπανδρέου, Μαγκάκη, Χαραλαμπόπουλου) είπε μπράβο στο δικαστήριο που σήκωσε ανάστημα. Τότε το ΠΑΣΟΚ προσπαθούσε να εγκλωβίσει ένα τμήμα του λαού, ήταν η εποχή μετά την πτώση της χούντας.
Στη συνέχεια, έκανε μια εκτενή ανάλυση της ιστορικής διαδρομής των τελευταίων δεκαετιών, με αναφορές στην πορεία της κρίσης, στις παρεμβάσεις του ΔΝΤ, στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο ως επίθεση του συστήματος εναντίον όλων των κοινωνικών κατακτήσεων για να συνεχιστεί η συσσώρευση με άλλους όρους, την οποία συνδύασε με τις πολιτικές εξελίξεις καθόλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, που οδήγησαν σε μεταστροφή του συστήματος σε σχέση με την αντιμετώπιση των ένοπλων οργανώσεων. Μεταστροφή που αποτυπώθηκε στους διαδοχικούς τρομονόμους, που έφτασαν τελικά στην εισαγωγή της έννοιας της «τρομοκρατίας». Πλέον το κράτος, είπε, δεν έχει ανάγκη να φτιάχνει περιτυλίγματα του νομικού πλαισίου για τη δίωξη των εχθρών του. Επεται ο χαρακτηρισμός ως «τρομοκρατικής» κάθε δράσης που αμφισβητεί το σύστημα ακόμη και με μη ένοπλα μέσα, έπεται η δίωξη ακόμη και του φρονήματος. Είναι τόσο ανασφαλείς που θα διώξουν ακόμη και λέξεις και φράσεις. Γι’ αυτό θα μας καταδικάσετε, συνέχισε, ακόμη και χωρίς στοιχεία. Εφερε, δε, ως παράδειγμα καταδίκες στην υπόθεση της οργάνωσης Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, χωρίς κανένα στοιχείο. Καταδίκες που έγιναν βάσει της λογικής ότι δεν μας ενδιαφέρει τι λένε αυτοί ή αν υπάρχουν στοιχεία, αλλά αρκεί ότι τους αναγνωρίζουμε εμείς ως δεδηλωμένους εχθρούς του συστήματος. Αν πάρουμε μία προς μία όλες τις ενέργειες του ΕΑ δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι πολιτικό και στην επιλογή των στόχων και στην ανάλυση. Ολες οι ενέργειες είχαν συγκεκριμένη πολιτική στόχευση (έφερε παραδείγματα). Αν αυτά δεν είναι πολιτικές επιλογές, τότε τι είναι; Δεν περιμένουμε αναγνώριση από το δικαστήριο, κατέληξε, αλλά στην Ιστορία έτσι θα καταγραφεί ο ΕΑ.
Στη συνέχεια, ο Ν. Μαζιώτης διάβασε μια δήλωση του Κ. Γουρνά, ο οποίος απουσίαζε από το δικαστήριο λόγω ασθένειας. Στόχος μας, έγραφε ο Κ. Γουρνάς, ήταν η δυναμική παρέμβαση στην ελληνική κοινωνία, για να αναπτυχθεί ένα κίνημα που θα παλέψει για έναν ελεύθερο κόσμο, όπου «οι κάτω» θ’ αποφασίζουν για τη ζωή τους. Ο αγώνας μας ήταν πολιτικός αγώνας, όμως αυτό δεν πρόκειται να το αναγνωρίσετε, γιατί δεν θέλετε ν’ αναγνωρίσετε ότι υπάρχουν εχθροί σας που δρουν πολιτικά. Για μας, όμως, κατέληξε, σημασία έχει ότι η ελληνική κοινωνία μας αναγνωρίζει σαν σύμμαχο κομμάτι της.
Λακωνικότατος ο εισαγγελέας, σε μια αγόρευση που δεν κράτησε ούτε πέντε λεπτά, έθεσε τους δικαστές απλά ενώπιον των ευθυνών τους ως εκπροσώπων του συστήματος σ’ αυτή τη δίκη. Κατ’ αυτόν, πολιτικό έγκλημα είναι μόνο το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, άρα οι αποδιδόμενες στους κατηγορούμενους πράξεις δεν είναι πολιτικό έγκλημα, αλλά έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου, ανεξάρτητα από τα κίνητρά τους! Μπορεί, βέβαια, αυτοί να επεδίωκαν να πλήξουν το καθεστώς, όμως τα μέσα που χρησιμοποίησαν ήταν απρόσφορα. Γιατί με το να εκτελέσεις 5-10 αστυνομικούς δεν ανατρέπεις ένα πολίτευμα. Το πιθανότερο είναι να το ενισχύσεις. Αυτή είναι –κατά τον εισαγγελέα- η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο πολιτικό έγκλημα και το τρομοκρατικό έγκλημα! Στο τρομοκρατικό έγκλημα απαιτείται και αρκεί ο σκοπός των κατηγορούμενων!
Δεν συμπλήρωσε, όμως, τι «απαιτείται και αρκεί» στο πολιτικό έγκλημα. Να το εξηγήσουμε εμείς. Αν κάποιοι άνθρωποι του κρατικού μηχανισμού οργανώσουν ένα πραξικόπημα και δεν πετύχουν, τότε θα θεωρηθεί ότι τα αδικήματά τους είναι πολιτικά. Αν κάποιοι πολίτες –πολλοί ή λίγοι δεν έχει σημασία- στραφούν ένοπλα ενάντια στην κυρίαρχη τάξη και στο κράτος της, αμφισβητώντας το μονοπώλιό του στη βία, τότε τα αδικήματά τους είναι τρομοκρατικά! Μόνο οι άνθρωποι του συστήματος έχουν την ιδιαίτερη μεταχείριση του πολιτικού αδικηματία, όταν στραφούν ενάντια στην κρατούσα κατάσταση. Λογικό από τη μεριά του εισαγγελέα και όλων όσων υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Οι κατά καιρούς πραξικοπηματίες είναι σάρκα από τη σάρκα του καπιταλιστικού συστήματος και επιδιώκουν όχι την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά την αλλαγή της μορφής της εξουσίας, που παραμένει πάντοτε δικτατορία της αστικής τάξης. Γι’ αυτό και αναγνωρίζονται ως πολιτικοί αδικηματίες. Αντίθετα, οι επαναστάτες επιδιώκουν την ανατροπή του καπιταλισμού, γι’ αυτό και χαρακτηρίζονται «τρομοκράτες».
Η απολύτως κρατούσα άποψη, κατέληξε ο εισαγγελέας, είναι αυτή του Αρείου Πάγου, από την οποία δεν μπορεί να αποστεί το παρόν δικαστήριο! Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα, μ’ άλλα λόγια. Το ‘πε ο Αρειος Πάγος, το ‘πε ο θεός. Κατά τα άλλα, το σύστημα «στηρίζεται» στην «προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών», οι οποίοι κρίνουν «ελεύθερα και κατά συνείδηση»!
Στον εισαγγελέα απάντησε δευτερολογώντας σύντομα ο Ν. Μαζιώτης. Αφού παρατήρησε ότι θα περίμενε απ’ αυτόν να πει πιο πολλά, ανέτρεξε στη συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία περιλάμβανε μια παράγραφο σύμφωνα με την οποία τα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου εξαιρούνται από τη γενική αμνηστία. Με βάση αυτή την παράγραφο διώχτηκαν άγρια οι αγωνιστές της αριστεράς για τις αντιστασιακές πράξεις που είχαν κάνει στην κατοχή, όπως ανατινάξεις γεφυριών, εκτέλεση ταγματασφαλιτών κ.ά. Οι πολίτες κρίνουν πολύ διαφορετικά από εσάς που είστε υπάλληλοι του κράτους, συνέχισε ο Ν. Μαζιώτης. Αναφέρθηκε σε ένα γκάλοπ που είχε γίνει προ διετίας από ιστοσελίδα, στο οποίο εξαιρετικά μεγάλα ποσοστά θεωρούσαν δικαιολογημένη την πολιτική βία και εκτιμούσαν ότι είναι πολιτική η δράση των ένοπλων οργανώσεων. Σήμερα, είπε, που βρισκόμαστε υπό οικονομική κατοχή, είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό αυτών που ζητούν προσφυγή στα όπλα. Στην πραγματικότητα, κατέληξε, το δικό σας δικαστήριο είναι πράνομο και δεν έχει καμιά συναίνεση από την ελληνική κοινωνία.
Ο Σ. Φυτράκης παρατήρησε πως μέχρι τις 11 δεν είχαμε κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας ή εθνικής υποταγής, όπως λένε άλλοι. Και τις δηλώσεις μετανοίας που ζητούν οι Ευρωπαίοι ακόμη δεν τις υπογράφει η ΝΔ. Σ’ αυτό το κλίμα μπορεί και το δικαστήριο να κάνει μια πρόοδο και να γυρίσει στα Μικτά Ορκωτά, όπως παλιά. Οπως η πλειοψηφία των δικαστών στην υπόθεση Πόλε είπε όχι, πραγματοποιώντας μια πρόοδο, χωρίς να καταρρεύσει το σύστημα, το ίδιο μπορείτε να κάνετε και εσείς.
Ο Σ. Φυτράκης απάντησε καίρια στον εισαγγελέα και για τη «μη προσφορότητα των μέσων», που αυτός επικαλέστηκε. Αυτός που σκέπτεται και δρα σ’ αυτό το πλαίσιο, είπε, με τα ελάχιστα μέσα που έχουν συμβολική σημασία, «καλύπτεται» κατ’ αναλογίαν από την ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος (άρθρο 120 παρ. 4), που λέει πως οι έλληνες πολίτες υποχρεούνται ν’ αντιστέκονται με κάθε μέσο, χωρίς να θέτει κανένα ζήτημα προσφορότητας των μέσων αντίστασης που αυτοί θα χρησιμοποιήσουν. Γι’ αυτό πρέπει να οδηγήσετε την υπόθεση στο ΜΟΔ, για ν’ αποφανθούν οι λαϊκοί δικαστές, αν η δράση των κατηγορούμενων απέβλεπε στην υπεράσπιση της ελευθερίας. Στη συνέχεια διάβασε απόσπασμα από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τσουκαλά, έκδοσης του 1929, με τίτλο «Τα Ορκωτά Δικαστήρια», που λέει τα εξής:
«Οντως, ο πολιτικός εγκληματίας ούτε εχθρός της κοινωνίας είναι, ούτε άγεται εις τας πράξεις του εξ ελατηρίων υλικών. Σημαιοφόρος νέων ιδεών και εξ ευγενεστάτων αφορμώμενος, συνήθως, αρχών, ας υπολαμβάνει ως υπηρετικάς των αληθών συμφερόντων της πατρίδος του, είναι κατά τούτο μόνον ατυχής, καθόσον προχωρεί εις τας ατραπούς της προόδου ταχύτερον από τους συγχρόνους του, προς πραγμάτωσιν δε των σκοπών του, επί την ταχείαν των οποίων πλήρωσιν φιλοδοξών σπεύδει, μεταχειρίζεται μέσα και βίαια και αντικανονικά και αθέμιτα επί εξουδετερώσει της αντιδράσεως, καθόσον αγνοεί φραγμούς εν τη πολλάκις παραφόρω ιδεολογία του. Κατ’ ουδένα συνεπώς τρόπον δύναται να παραβληθεί προς τον κακοποιόν κλέπτην ή φονέα, εις ους πρυτανεύει το ατομικόν ευτελές συμφέρον ή η ψυχική μοχθηρία. Το αδίκημα το οποίον διαπράττει είναι σχετικόν, καθόσον οι σκοποί και οι πόθοι αυτού κρινόμενοι σήμερον ως άνομοι, την επαύριον θα θριαμβεύσωσι πιθανώς. Αποτυγχάνων δεν είναι παρά εις ηττημένος, όπως θα ηδύνατο να είναι και νικητής, οπότε θα εκαλείτο εις την διακυβέρνησιν της πατρίδος του και εφαρμογή των ιδεωδών του· διότι παλίντροπος είναι η τύχη των πολιτικών αγώνων, οι δ’ άνεμοι οι πολιτικοί δεν πνέουσιν πάντοτε εκ των αυτών διευθύνσεων.
[Αφού αναφερθεί στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Ορκωτών Δικαστηρίων ως μέσο διασφάλισης των πολιτικών αδικηματιών «από του μίσους και της εμπαθείας των κυβερνώντων», ο Τσουκαλάς καταλήγει]
Εκ της ετυμηγορίας δε του λαού και μήνυμα παρέχεται προς τους κυβερνήτας και δίδαγμα περί την πολιτείαν αυτών, καθόσον χειροκρότημα των ενόρκων προς τον επί πολιτικώ αδικήματι υπό της αρχής κατηγορηθέντα είναι δεινοτάτη κατ’ αυτής αποδοκιμασία και απειλή επί θύραις επαναστάσεως. Αντιθέτως, οι τακτικοί δικασταί στερρώς εχόμενοι προς τους υπάρχοντας νόμους, αμετάβλητοι εν τω τρόπω του σκέπτεσθαι, αλλά και τον όρκον αυτών υπολαμβάνοντες ότι αθετούσιν, αν τας νέας ροπάς και ιδέας υιοθετήσωσιν, απολύτως ανίκανοι προδήλως κριτέοι, όπως αποβλέψωσιν εις τους ευρείς ορίζοντας του πολιτικού αδικήματος».
Με νέα επιχειρηματολογία σχετικά με τη στενή αντικειμενική θεωρία και την προσφορότητα των μέσων, που συνθηματολογικά επικαλέστηκε ο εισαγγελέας, επανήλθε η Δ. Βαγιανού, γεγονός που ανάγκασε τον εισαγγελέα, ο οποίος δεν είχε αναφέρει ούτε ένα νομικό επιχείρημα, να δευτερολογήσει, ακόμη πιο σύντομα, καταφέρνοντας (όντως, περί κατορθώματος πρόκειται) να εκτεθεί περισσότερο. Το μόνο που έκανα, είπε, είναι να εφαρμόσω την κρατούσα θεωρία και να μιλήσω για την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στο πολιτικό και το τρομοκρατικό έγκλημα, η οποία αναφέρεται στην προσφορότητα των μέσων για την επίτευξη του στόχου!
Απάντηση-καταπέλτης ήρθε από την πλευρά της Μαρίνας Δαλιάνη. Οσες φορές και να τοποθετηθεί ο εισαγγελέας, είπε, δεν θα μπορέσει να αποφύγει το λογικό άτοπο, από τη μια να περιγράφεται η λεγόμενη τρομοκρατία ως πολιτική δράση για την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης και από την άλλη τα αδικήματα που σχετίζονται μ’ αυτή τη δράση να χαρακτηρίζονται ως μη πολιτικά. Η άποψη που εξέφρασε ο εισαγγελέας βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το βούλευμα, που υποστηρίζει ότι τα μέσα που χρησιμοποίησε ο ΕΑ ήταν πρόσφορα, προκειμένου να χαρακτηρίσει τη δράση του σαν «τρομοκρατία». Αν ο εισαγγελέας ήθελε να είναι συνεπής, θα έπρεπε να πει: ο Αρειος Πάγος λέει αυτά, το βούλευμα λέει αυτά, άρα προτείνω στο δικαστήριο να επιφυλαχθεί για μετά την πρόοδο της δίκης, από την οποία θα φανεί η φύση των αδικημάτων, και όχι να απορρίψει την ένσταση.
Είναι πραγματικά εκπληκτικό (και συνάμα αποκαλυπτικό του κουρελιάσματος του περιβόητου αστικού νομικού πολιτισμού): η μεν ένσταση για το πολιτικό αδίκημα και την αρμοδιότητα του ΜΟΔ να δικάσει τη συγκεκριμένη υπόθεση απορρίπτεται με την επιχειρηματολογία περί μη προσφορότητας των μέσων που χρησιμοποίησε ο ΕΑ, η δε δίκη στη συνέχεια θα γίνει με επιχειρηματολογία ότι τα μέσα που χρησιμοποιούσε ο ΕΑ ήταν πρόσφορα για τη διακινδύνευση της καθεστηκυίας τάξης και γι’ αυτό το αδίκημα είναι «τρομοκρατικό». Την αντίφαση των εισαγγελικών απόψεων με την πολιτική ηγεσία, η οποία έλεγε ότι «είναι πιθανό να μην αντέξουμε ένα τρομοκρατικό χτύπημα», ότι «θα καταρρεύσει η οικονομία σε μια στιγμή» κ.λπ. επεσήμανε σε δευτερολογία της και η Π. Ρούπα.
Μετά το μεγάλο διάλειμμα, ο πρόεδρος ανακοίνωσε την απόρριψη της ένστασης, παραπέμποντας –κατά την πάγια τακτική που ακολουθείται σ’ αυτές τις δίκες- στο μέλλον για την επιχειρηματολογία (όταν καθαρογράψουν την απόφαση, δηλαδή).
Ακολούθησε ένσταση της συνηγόρου Αννυς Παπαρούσσου (υπεράσπιση Νικητόπουλου) για αντισυνταγματικότητα του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος («Εγκλημα δεν υπάρχει, ούτε ποινή επιβάλλεται, χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της»). Αν το περί «τρομοκρατίας» άρθρο του Ποινικού Κώδικα δεν ήταν τόσο αόριστο, σε αντίθεση με όσα προβλέπει το Σύνταγμα, ο Σ. Νικητόπουλος δεν θα ήταν σήμερα κατηγορούμενος σαν μέλος μιας οργάνωσης, επειδή συναντήθηκε δυο φορές με κάποιους που κατηγορούνται ως μέλη της οργάνωσης, σημείωσε με έμφαση η συνήγορος.
Ο εισαγγελέας παραδέχτηκε μεν ότι το συγκεκριμένο άρθρο είναι κάπως ασαφές, δεν μπορούμε όμως να φτάσουμε και στα άκρα μιλώντας για αντισυνταγματικότητα, κατέληξε, προτείνοντας –τι άλλο;- την απόρριψη της ένστασης. Ο Σ. Νικητόπουλος είπε πως θα μιλήσει εμπειρικά, γιατί δεν είναι νομικός. Οποτε οξύνονται οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις, είπε, το κατασταλτικό οπλοστάσιο ενισχύεται και το τεκμήριο αθωότητας καταργείται. Το συγκεκριμένο άρθρο του Π.Κ. δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ για τους μεγαλοαπατεώνες και για σκάνδαλα τύπου Siemens, αλλά χρησιμοποιείται συστηματικά για τη δίωξη αγωνιστών του αντικαπιταλιστικού κινήματος.
Μετά από νέο διάλειμμα, το δικαστήριο απέρριψε και αυτή την ένσταση, με το σκεπτικό ότι και το συγκεκριμένο άρθρο του Π.Κ. δίνει τη δυνατότητα στους δικαστές να αξιολογήσουν επί της ουσίας τις κατηγορίες.
Ακολούθησαν αιτήματα των Π. Ρούπα και Ν. Μαζιώτη για κλήτευση μαρτύρων, σύμφωνα με το άρθρο 353 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (όχι μαρτύρων υπεράσπισης, αλλά μαρτύρων που θεωρούνται αναγκαίοι για τη διαδικασία). Ζήτησαν να κληθούν τρία «πακέτα» μαρτύρων, επιχειρηματολογώντας επί μακρόν για τη σκοπιμότητα της κάθε κλήτευσης, με βάση ένα πολιτικό σκεπτικό που αφορούσε και την πολιτική στόχευση του ΕΑ στις διάφορες ενέργειές του και τις θέσεις που κατείχαν ή τις απόψεις που είχαν εκφέρει δημόσια οι προτεινόμενοι ως μάρτυρες.
Το πρώτο «πακέτο» αφορούσε πρόσωπα σχετιζόμενα με τις ενέργειες του ΕΑ, όπως για παράδειγμα οι υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας, ο αμερικανός πρέσβης, ο πρόεδρος του Χρηματιστήριου κ.ά. Το δεύτερο «πακέτο» μαρτύρων προς κλήτευση αφορούσε υψηλόβαθμα στελέχη των μηχανισμών καταστολής, όπως ο τέως διοικητής της ΚΥΠ Κοραντής και ο τέως υπουργός Δημόσιας Τάξης Μαρκογιαννάκης, που είχαν πει ότι η παρακολούθηση του Ν. Μαζιώτη ουδέποτε διακόπηκε (υπάρχουν και τα σχετικά βίντεο), και τα στελέχη της «Αντιτρομοκρατικής» Χωριανόπουλος, Παπαγεωργίου και Μπαλάκος. Το τρίτο «πακέτο» μαρτύρων αφορούσε χαμηλόβαθμους αστυνομικούς, φύλακες υπουργείων και άλλους, που είχαν καταθέσει στη φάση της προανάκρισης, αλλά δεν κλητεύθηκαν στη δίκη. Αυτοί πρέπει να κληθούν να καταθέσουν σχετικά με το ότι ο ΕΑ πάντοτε έπαιρνε όλα τα μέτρα για να μην υπάρξουν θύματα στις ενέργειές του, ενώ σε περιπτώσεις που κινδύνεψαν πολίτες αυτό συνέβη γιατί η αστυνομία δεν πήρε έγκαιρα μέτρα, παρά τις προειδοποιήσεις της οργάνωσης.
Ο εισαγγελέας ζήτησε την απόρριψη των αιτημάτων, με το σκεπτικό ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν έχουν να πουν τίποτα, ενώ για να το «γλυκάνει» είπε και το κλασικό, ότι αν προκύψει από τη διαδικασία, μπορεί να κλητευθεί κάθε μάρτυρας που θα κριθεί αναγκαίος και έχει να εισφέρει κάτι. Είναι προφανές, ότι θα προσπαθήσουν να κάνουν τα πάντα για να αποπολιτικοποιήσουν μια καθαρά πολιτική υπόθεση. Γι’ αυτό και δεν θέλουν να κληθούν ως μάρτυρες πολιτικά πρόσωπα, που θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν πρόσωπο με πρόσωπο εκείνους που έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή τους στον ΕΑ. Οπως επίσης δεν θέλουν την παρουσία χαμηλόβαθμων αστυνομικών που κάτω από τα ερωτήματα των κατηγορούμενων και των συνηγόρων θ’ αναγκαστούν ν’ αποκαλύψουν την αλήθεια, ότι δηλαδή ο ΕΑ έπαιρνε όλα τα μέτρα για να μην κινδυνέψουν άνθρωποι από τις ενέργειές του (άλλωστε, όταν ο ΕΑ θέλησε να χτυπήσει μηχανισμούς καταστολής, το έκανε και ανέλαβε την ευθύνη γι’ αυτό).
Το δικαστήριο, μετά και την παρέμβαση του Σ. Φυτράκη, που θύμισε πως απόρριψη τέτοιων αιτημάτων χωρίς αιτιολογία οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, επιφυλάχτηκε ν’ αποφασίσει κατά την πρόοδο της δίκης.
Η δίκη θα συνεχιστεί τη Δευτέρα, 14 Νοέμβρη, στις 9 το πρωί.