Λένε πως και η προκατάληψη έχει τα όριά της, όμως στην περίπτωση της εισαγγελέα Ε. Κουτζαμάνη ισχύει το no limits. Εχεις μια μάρτυρα (Α. Στράτου, υπόθεση Παλαιοκρασά), η οποία έχει πει ότι είδε μια μοτοσικλέτα με δυο άτομα να κατηφορίζει από τον τόπο της ενέργειας, ότι είδε φευγαλέα και από το πλάι τους επιβαίνοντες και ότι ο οδηγός μοιάζει με τον Τζωρτζάτο. Γνωρίζεις πολύ καλά, εσύ η εισαγγελέας, ότι η συγκεκριμένη μάρτυρας ήρθε στο πρώτο δικαστήριο και έλεγε πράγματα εντελώς ασύνδετα μεταξύ τους. Οταν δε της ζητήθηκε να δείξει ποιος είναι ο Τζωρτζάτος, αυτή έδειξε τον Καρατσώλη (πώς λέμε «καμία σχέση»;). Βλέπεις τη μάρτυρα αυτή να είναι ακόμα πιο επιφυλακτική σ’ αυτό το δικαστήριο και να προσπαθεί να «μαζέψει» ακόμα και την παπαριά περί Τζωρτζάτου, που είχε πετάξει («αν αυτό είναι το πρόσωπο που είδα πάνω στη μηχανή, έχει αλλάξει πολύ, δε μοιάζει»). Και συ, η εισαγγελέας, άρτι προαχθείσα στην εισαγγελία του Αρείου Πάγου, που αγωνιάς –υποτίθεται- για την αναζήτηση της αλήθειας, αντί να στριμώξεις τη μάρτυρα, που είναι προφανές ότι υπήρξε θύμα της περιόδου της τρομοϋστερίας και μετάνιωσε για την κουβέντα που είχε πετάξει, προσπαθείς σώνει και καλά να την οσηγήσεις σε αναγνώριση. Εστω σε μισοαναγνώριση. Εστω να επαναλάβει αυτά που είχε επαναλάβει στην αρχή. Και επειδή η γυναίκα δεν το κάνει, της λες ότι… φοβάται να πει το όνομα!!! Πώς να μην αγανακτήσει μετά ο Μυλωνάς («λυπάμαι για τη μεροληψία της κας εισαγγελέα»);
Αυτό που δεν έκανε η εισαγγελέας, το έκανε μια από τις εφέτες της έδρας. Με ελάχιστες ερωτήσεις και εστιάζοντας στο ότι για να λέει σήμερα η μάρτυρας, ότι «αν είναι αυτό το πρόσωπο, έχει αλλάξει πολύ», θα πρέπει να έχει στο μυαλό της ένα πρόσωπο με το οποίο κάνει τη σύγκριση και αποφαίνεται αν μοιάζει ή δεν μοιάζει, πήρε από τη μάρτυρα την εκπληκτικής ειλικρίνειας απάντηση, ότι δεν έχει δει κανένα πρόσωπο, ότι δεν έχει στο μυαλό της κανένα πρόσωπο με το οποίο να συγκρίνει το Τζωρτζάτο, τον Καρατσώλη (δεν κατηγορείται γι’ αυτή την υπόθεση) ή οποιονδήποτε άλλο. Το μόνο που είδε από τον οδηγό της μοτοσικλέτας είναι ότι είχε «λίγο άδειους τους κροτάφους, ήταν τραβηχτό το μαλλί»! Ενα κούρεμα πρόλαβε να δει! Ασε που ουδείς γνωρίζει αν στη συγκεκριμένη μοτοσικλέτα επέβαιναν κάποιοι από εκείνους που οργάνωσαν την ενέργεια της 17Ν, αφού τη μοτοσικλέτα την είδε και κάμποση ώρα μετά. Με βάση την περιγραφή της μπορεί να είχε περάσει και κάνα μισάωρο από την ενέργεια. Και βέβαια, δε θα πιστέψει κανείς ότι αυτοί που έκαναν την ενέργεια έκοβαν βόλτες με μια μηχανή στην περιοχή του Συντάγματος. Και γιατί η μάρτυρας συνέδεσε τη μοτοσικλέτα με την ενέργεια; Ετσι της ήρθε («από ένστικτο»!!!). Επειδή –όπως λέει- τους είδε άνετους και να μιλούν μεταξύ τους, ενώ όλος ο άλλος κόσμος ήταν σαστισμένος!!! Ε, διάβασε εκείνη την περίοδο ότι ο Τζωρτζάτος έχει μηχανή, διάβασε ότι ο Τζωρτζάτος «ήταν» σ’ αυτή την ενέργεια, είπε να καταθέσει κι αυτή τον οβολό της… Αυτό ήταν όλο. Αλλωστε, ακόμα και πιο χαρακτηριστικά πράγματα η συγκεκριμένη μάρτυρας δεν μπορούσε να τα θυμηθεί. Μία έλεγε ότι τον Αξαρλιάν τον είδε αιμόφυρτο στο πεζοδρόμιο και μία ότι δεν τον είδε γιατί τον είχε πάρει το ασθενοφόρο!
Και ενώ από τις ερωτήσεις της εφέτη έχει φανεί καθαρά αυτό (μάλιστα, στην ίδια κατεύθυνση επανήλθε με μερικές συμπληρωματικές ερωτήσεις ο πρόεδρος), η εισαγγελέας επιμένει να συμπεριφέρεται ως ταύρος εν υαλοπωλείω. Με το που ξεκινάει ο Ι. Μυλωνάς να κάνει την πρώτη ερώτησή του, τον διακόπτει και ζητά από τον πρόεδρο να του απαγορεύσει να αναφέρεται στα ανεπίσημα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της πρώτης δίκης, γιατί αυτό είναι αντιδικονομικό! Ο συνήγορος σχολιάζει ότι αν η Δικαιοσύνη στη γνωστή ζωγραφιά είναι τυφλή, σ’ αυτή τη δίκη η εισαγγελική αρχή είναι μονόφθαλμη και λέει στην εισαγγελέα ότι ακολουθεί ολισθηρό δρόμο, γι’ αυτό και επιφυλάσσεται να της υποβάλει αίτηση εξαίρεσης. Η εισαγγελέας ζητά να ανακαλέσει, ο συνήγορος αρνείται, η εισαγγελέας ζητά να γραφούν στα πρακτικά οι φράσεις του, αυτός τις επαναλαμβάνει για δεύτερη φορά απαντώντας: «τους μάρτυρες μπορεί να τους φοβίζετε, εμένα δε με φοβίζετε» και ο πρόεδρος παίρνει διάλειμμα.
Κι ενώ το θέμα φαίνεται ότι θα λήξει, μετά το διάλειμμα ο πρόεδρος συστήνει στον Ι. Μυλωνά να μην κάνει χρήση των ανεπίσημων πρακτικών! Κι ανοίγει ένα τράστιο ζήτημα. Η υπεράσπιση αναφέρεται καταρχάς στα ιστορικά στοιχεία. Πώς από το δικαστήριο πάρθηκε απόφαση για τη μαγνητοφώνηση και την τήρηση αυτών των πρακτικών, πώς αυτά κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο, σε τεύχη περιοδικού και σε τρεις ογκώδεις τόμους στη συνέχεια. Ακόμη, πως απ’ αυτά τα πρακτικά πήρε ο γραμματέας και έφτιαξε τα δικά του επίσημα πρακτικά. Σημείωσε ότι αυτά τα πρακτικά είναι αυξημένης αξιοπιστίας, διότι καταγράφονται από μια μεγάλη εταιρία, με βάση το μηχανισμό που είναι εγκατεστημένος στην αίθουσα, και ουδείς τα αμφισβήτησε. Αντίθετα, και η υπεράσπιση και η πολιτική αγωγή και το δικαστήριο, και στην πρώτη δίκη και σ’ αυτή, έκαναν κατ’ επανάληψη χρήση αυτών των πρακτικών για να ελέγξουν τι ειπώθηκε σε προγενέστερες φάσεις της διαδικασίας. Η υπεράσπιση υποστήριξε τα αυτονόητα, δηλαδή. Οτι ασφαλώς και δεν πρόκειται για δημόσια έγγραφα, πρόκειται όμως για ιδιωτικά έγγραφα αυξημένης αξιοπιστίας, των οποίων μπορεί να γίνει χρήση, όπως μπορεί να γίνεται χρήση οποιουδήποτε εγγράφου, ακόμα και ενός ρεπορτάζ εφημερίδας ή μιας συνέντευξης. Μόνο ο φόβος μπροστά στην αλήθεια μπορεί ν εξηγήσει την παρέμβαση της εισαγγελέα, σημείωσε η Γ. Κούρτοβικ. Με την τοποθέτηση της υπεράσπισης συμφώνησε επί της ουσίας και η πολιτική αγωγή (Ν. Λίβος).
Ο Δ. Κουφοντίνας και ο Χρ. Ξηρός μίλησαν πολιτικά και με βάση την κοινή λογική. Αυτά τα πρακτικά είναι που αποτυπώνουν με ακρίβεια ό,τι έχει γίνει σ’ αυτή τη δίκη, ενώ τα ανεπίσημα πρακτικά δεν είναι μόνο περιληπτικά αλλά δίνουν και στρεβλή εικόνα της δίκης. Απ’ αυτά τα ανεπίσημα πρακτικά θα αντλήσει στοιχεία ο ιστορικός του μέλλοντος, γιατί μόνο αυτά καταγράφουν τα πάντα, ό,τι έγινε σ’ αυτή τη δίκη.
Η εισαγγελέας, όμως, επέμενε. Και πάνω στην επιμονή της πέταξε το εξής αμίμητο: Η αξιοπιστία των μαρτύρων μπορεί να ελεγχθεί μόνο με βάση τα επίσημα πρακτικά της πρώτης δίκης! Αν είναι έτσι, τότε να πάμε στα σπίτια μας, να ξαναδιαβάσουμε και να δώσουμε εξετάσεις στη Νομική, σχολίασε σαρκαστικά ο Α. Κωνσταντάκης. Η Γ. Κούρτοβικ σημείωσε το αυτονόητο: Οτι η αξιοπιστία των μαρτύρων ελέγχεται με βάση τα πάντα. Ακόμα και με βάση μια συνέντευξη σε μια εφημερίδα. Η μόνη διαφορά είναι ότι μια συνέντευξη μπορεί και να θεωρηθεί αναξιόπιστη ή μεροληπτικά παρουσιασμένη, ενώ αυτά τα ανεπίσημα πρακτικά, αυτή η καταγραφή, είναι αυξημένης αξιοπιστίας, γιατί έγινε με την άδεια του δικαστηρίου και από μια σοβαρή και έγκυρη εταιρία.
Και ενώ έχει περάσει σχεδόν μια ώρα με διαξιφισμούς, η εισαγγελέας κάνει στροφή 180ο και δηλώνει ότι δεν αμφισβητεί την καταγραφή και την απομαγνητοφώνηση, αλλά η ίδια δεν έχει στη διάθεσή της αυτά τα πρακτικά, δεν τα έχει μελετήσει, γι’ αυτό και δε μπορεί να εξετάσει τους μάρτυρες βάσει αυτών! Ο Ι. Μυλωνάς έδωσε αμέσως στο δικαστήριο αντίγραφα των πρακτικών με την κατάθεση της συγκεκριμένης μάρτυρα στο πρωτόδικο. Ο Γ. Γκουντούνας παρατήρησε ότι, αν αυτό είναι το πρόβλημα, τότε να φέρουν οι συνήγοροι μια σειρά αντιγράφων αυτών των ανεπίσημων πρακτικών και να τα καταθέσουν για να καταστούν αναγνωστέα έγγραφα. Ο πρόεδρος τότε πήρε νέο διάλειμμα.
Μετά το διάλειμμα οι συνήγοροι επανήλθαν με νέα στοιχεία. Οπως με ενημέρωσε ο δημοσιογράφος κ. Πέτρος Γιώτης –είπε ο Ι. Μυλωνάς- μετά το τέλος της πρώτης δίκης, ο πρόεδρος κ. Μαργαρίτης έδωσε στους δημοσιογράφους ένα CD, το οποίο περιλαμβάνει σε ξεχωριστό φάκελο τα «ανεπίσημα πρακτικά Internet» και σε ένα άλλο φάκελο τις «καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο». Κατέθεσε, μάλιστα, μια εκτύπωση των περιεχομένων αυτού του CD, στην οποία φαινόταν όλοι οι φάκελοι και αποδεικνυόταν ότι ήταν τέτοιο το κύρος αυτών των ανεπίσημων πρακτικών, ώστε με εντολή του προέδρου ο γραμματέας τα συμπεριέλαβε στο ίδιο CD με τα επίσημα πρακτικά και τις αποφάσεις του δικαστηρίου. Ο Α. Κωνσταντάκης συμπλήρωσε ότι όταν βάλεις τον κέρσορα του υπολογιστή πάνω σε οποιαδήποτε από αυτά τα αρχεία, εμφανίζει ως συντάκτη το όνομα Διαλυνάς, δηλαδή το γραμματέα του δικαστηρίου εκείνου. Μπορεί, λοιπόν, και η εισαγγελέας και το δικαστήριο να προμηθευτούν αυτό το CD από το γραμματέα του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Το θέμα έληξε εκεί, αφού πρώτα ο Δ. Κουφοντίνας, δείχνοντας ένα χοντρό πακέτο με φακέλους, είπε στο δικαστήριο ότι έχει ανεβάσει από το κελί του τα πρακτικά όλων των συνεδριάσεων με τις καταθέσεις των μαρτύρων και αν υπάρχει αμφισβήτηση θα τα καταθέσει για να αναγνωστούν.
Ο Ι. Μυλωνάς συνέχισε την εξέταση της μάρτυρα, κάνοντας χρήση των αναλυτικών πρακτικών της πρώτης δίκης, διακοπτόμενος αρκετές φορές από την πολιτική αγωγή αυτή τη φορά. Ετσι, βγήκαν και άλλα πράγματα. Οπως για παράδειγμα το αποκαλυπτικό στοιχείο, ότι η ίδια στον ανακριτή δεν αναγνώρισε κανέναν, ούτε θυμόταν κανένα όνομα, και πως το όνομα Τζωρτζάτος το πρόφερε αφού πρώτα της το ανέφερε ο ανακριτής! Αποδείχτηκε, ακόμα, ότι η συγκεκριμένη μάρτυρας δεν έφτασε ποτέ στον τόπο του συμβάντος, γιατί είχε φτάσει η Πυροσβεστική και είχε αποκλείσει το σημείο. Τέλος, από φωτογραφίες αποδείχτηκε ότι ο Τζωρτζάτος καθόλου άδειους κροτάφους δεν είχε (ούτε σήμερα έχει), εκείνη την περίοδο δε είχε και μουστάκι.
Μετά τον Ι. Μυλωνά, που σχολίασε αναλυτικά την κατάθεση της συγκεκριμένης μάρτυρα, καταδεικνύοντας το παντελώς αναξιόπιστό της, σχόλιο έκανε ο Α. Κωνσταντάκης, για να καταδείξει ότι απ’ όλους τους μάρτυρες δεν προέκυψε τίποτα για τον Χρ. Ξηρό. Ο ίδιος ο Χρ. Ξηρός, επίσης, σημείωσε ότι κατά τη στημένη ομολογία του ο ίδιος στήριξε τους μηχανισμούς εκτόξευσης των ρουκετών. Στους μηχανισμούς βρέθηκε γενετικό υλικό (τρίχες) που αναμφισβήτητα είναι των δραστών. Οι υπεύθυνοι της Ασφάλειας είπαν ότι έψαξαν όπως ο κυνηγός το θήραμα. Και όμως, το γενετικό υλικό που βρέθηκε δεν είναι δικό του, ούτε κανενός άλλου από τους κατηγορούμενους. Τίνος είναι, λοιπόν; Και να μην ξεχάσουμε και το αγαπημένο μας θέμα, κατέληξε ο Χριστόδουλος. Το πώς γινόταν η ανάκριση. Η μάρτυρας είπε ότι σχεδόν το παζάρευαν με τον ανακριτή. Να το κατακυρώσουμε; ρώταγε ο ανακριτής. Μόνο το σφυράκι που δε χτύπαγε στο τέλος.
Η Γ. Κούρτοβικ αναφέρθηκε στον μάρτυρα Κάτσο (ζήτησε να αναγνωστούν οι καταθέσεις του και τα πρακτικά με την κατάθεσή του στην πρώτη δίκη) και στην τεράστια πίεση που δέχτηκε να αναγνωρίσει την Αγγ. Σωτηροπούλου στο πρόσωπο μιας γυναίκας ύψους 1.75 και τον Δ. Κουφοντίνα στο πρόσωπο ενός άνδρα ύψους 1.80, με αλυσίδες στο λαιμό, που κάπνιζε και είχε ένα σημάδι στο χέρι. Την υπεράσπιση του Δ. Κουφοντίνα –είπε- δεν την ενδιαφέρει οποιαδήποτε αναγνώριση, όμως η πίεση που ασκήθηκε στο μάρτυρα Κάτσο, ο οποίος αντιστάθηκε και δεν προχώρησε σε καμιά αναγνώριση, είναι δείγμα αποκαλυπτικό ενός γενικότερου συμπτώματος. Πράγματι, οι καταθέσεις του μάρτυρα Κάτσου διαβάστηκαν και αποδείχτηκε πώς καταβλήθηκε προσπάθεια να οδηγηθεί ο συγκεκριμένος μάρτυρας σε αναγνωρίσεις, πράγμα που προς τιμήν του αρνήθηκε να κάνει. Ο Κάτσος είδε ένα άσχετο ζευγάρι στο Σύνταγμα (οι περιγραφές που έδωσε από την πρώτη στιγμή δεν έχουν καμιά σχέση με Κουφοντίνα και Σωτηροπούλου), το ανέφερε στην Αστυνομία και έγινε προσπάθεια να τον «στήσουν» ως ψευδομάρτυρα.
Η υπεράσπιση Τζωρτζάτου ζήτησε να κληθεί να καταθέσει και ο μάρτυρας Τσουκαλάς (είχε καταθέσει στην πρώτη δίκη), ο οποίος εργαζόταν μαζί με τη Στράτου και δίνει μια εντελώς διαφορετική εκδοχή των κινήσεών τους εκείνη τη μέρα και του τι είδαν (για παράδειγμα, ο Τσουκαλάς λέει ότι είδε ένα μηχανάκι με έναν επιβάτη). Η εισαγγελέας πρότεινε να μην κληθεί ο μάρτυρας και το δικαστήριο έκανε δεκτή την εισήγησή της, μολονότι και η πολιτική αγωγή ζήτησε να κληθεί ο μάρτυρας. Ο Ι. Μυλωνάς σχολίασε ότι με τέτοιες αποφάσεις, αναιτιολόγητες μάλιστα, επιβεβαιώνεται η Γ. Κούρτοβικ που μιλάει για δίκη διεκπεραίωσης.
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑΣ ΚΑΨΑΛΑΚΗ
Ο τίτλος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά τον βάζουμε επειδή αυτή είναι η κατηγορία. Ο Καψαλάκης πυροβολήθηκε στα πόδια, τραυματίστηκε, έγινε καλά και πέθανε πολύ αργότερα από παθολογικά αίτια. Ομως, όπως σημείωσε και ο Ι. Μυλωνάς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προχώρησε σε μια ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορητήριου.
Η Δ. Καψαλάκη, σύζυγος του νευροχειρουργού, παρούσα στην ενέργεια, εξέφρασε και πάλι την απορία της (και του συζύγου της) για ποιο λόγο τον χτύπησε η 17Ν. Ηταν ιδιώτης –είπε- δεν έπαιρνε φακελάκια, εγχείριζε κόσμο δωρεάν, δεν είχε διαφορές με κανένα. Οπως και στην πρώτη δίκη, αναγνώρισε τον Δ. Κουφοντίνα ως τον άνθρωπο που στάθηκε δίπλα της με τα χέρια στις τσέπες. Ηταν όμως κατηγορηματική: αυτός δεν πυροβόλησε. Εξίσου κατηγορηματική ήταν και σε κάτι κρίσιμο, παρά την πίεση που δέχτηκε από τον πρόεδρο: Δεν ήθελαν να τον σκοτώσουν. Αν ήθελαν μπορούσαν να τον πυροβολήσουν στο κεφάλι. Ιδια ήταν και η άποψη του συζύγου της: Αν ήθελαν μπορούσαν να μας σκοτώσουν και τους δύο. Οποιος θέλει να σκοτώσει δεν πυροβολεί στα πόδια, πυροβολεί στο κεφάλι.