Με την έναρξη της διαδικασίας ζήτησε το λόγο ο Χριστόδουλος Ξηρός και έκανε την παρακάτω δήλωση, η οποία απετέλεσε ευθύ και οξύ αντίλογο στα όσα υποστήριξε στην προηγούμενη συνεδρίαση ο συνήγορος υπεράσπισης του Αλ. Γιωτόπουλου.
«Σ’ αυτά τα καθίσματα κάθονται άνθρωποι που, άλλοι με το δρόμο της ένοπλης κριτικής και άλλοι με τη μαζική δράση, όπως εγώ, συγκρούστηκαν έμπρακτα και όχι με ανόητους μικροαστικούς βερμπαλισμούς με το κυρίαρχο σύστημα και με τους υπερατλαντικούς προστάτες του.
Αρκετή φιλολογία έχει αναπτυχθεί, πολύ πριν αρχίσει αυτή η δίκη, γύρω απ’ τον υποτιθέμενο κατακερματισμό και ομαδοποίηση των κατηγορουμένων. Εμένα μάλιστα μαζί με τους αδελφούς μου με περιφέρουν δίκην πακέτου, όπως ακριβώς έκανε και η Αντιτρομοκρατική.
Ομως, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες ορισμένων, όλοι γνωρίζουν ότι μόνο δύο κατηγορίες υπάρχουν. Αυτοί που ήταν και παραμένουν αντίπαλοι της άρχουσας τάξης και σαν τέτοιοι δικαζόμαστε και αυτοί που δίνουν “γην και ύδωρ”, μερικοί μάλιστα χωρίς καν να τους το ζητήσουν».
Λίγο αργότερα, ο Γ. Ραχιώτης μοίρασε στους δημοσιογράφους την εξής γραπτή δήλωση: «Οι απόψεις του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου εκφράζονται από τον ίδιο. Χθες δεν έκανε καμία απολύτως δήλωση, όπως του αποδίδουν. Παραμένει στις ίδιες ακριβώς θέσεις που είχε εκφράσει από την πρώτη συνέντευξή του στο Λαμιακό Τύπο και εξέφρασε επανειλημμένα στον τύπο και στην πρωτοβάθμια δίκη, ότι διαφωνεί με τις ενέργειες της 17Ν, αλλά δεν τις καταδικάζει. Τίποτα δεν έχει αλλάξει».
Εμείς δεν θα κάνουμε κανένα σχόλιο. Θυμίζουμε μόνο τα πρώτα λόγια του Ραχιώτη, όταν ξεκίνησε την αγόρευσή του: «Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι Δικαστές, ο κατηγορούμενος που εκπροσωπώ πρόβαλε την ένσταση αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου σας και ως προς το σκέλος του πολιτικού εγκλήματος και ως προς τα λοιπά σκέλη και στον πρώτο βαθμό και την επαναφέρει και σήμερα, ΔΗΛΩΝΟΝΤΑΣ απ’ την αρχή και αγωνιζόμενος να αποδείξει την αθωότητά του, ΔΗΛΩΝΟΝΤΑΣ ότι δεν συμφωνεί με τη δράση της 17Ν, με τις ενέργειες της 17Ν όλα αυτά τα χρόνια». Ουδείς, λοιπόν, διαστρέβλωσε τα λεχθέντα από τον κ. Ραχιώτη. Ο ίδιος ανέφερε δυο φορές, ότι καταθέτει ΔΗΛΩΣΗ του εντολέα του. Σημειώνουμε, τέλος, ότι η δήλωση Ραχιώτη δεν έγινε στο δικαστήριο, αλλά μοιράστηκε γραπτώς από συνεργάτη του στους δημοσιογράφους, ενώ η χτεσινή τοποθέτησή του ότι ο εντολέας του «δηλώνει» έγινε στο δικαστήριο.
Χωρίς κανένα σχόλιο, επίσης, θυμίζουμε μια στιχομυθία που έγινε στην πρώτη δίκη, στη συνεδρίαση της 11ης Απρίλη 2003 (εξεταζόταν η εκτέλεση Βρανόπουλου), όπως ακριβώς καταγράφηκε στα πρακτικά:
«ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν μου λέτε κ. Γιωτόπουλε, εδώ έχουμε πράξη βίας, δεν λέω ποιος την έκανε, αποδίδεται η κατηγορία σε έναν άνθρωπο και σε έναν άλλον για συνεργό. Εσείς τι λέτε τώρα γι΄ αυτές, γιατί σας κατηγορούν για ηθικό αυτουργό, τι θέση παίρνετε σ΄ αυτή την πράξη;
Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Με ρωτάτε πράγμα που με ρωτάει συνεχώς και ο κ. Εισαγγελέας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το ίδιο πράγμα μ΄ ενδιαφέρει. Αποδοκιμάζετε αυτή την πράξη;
Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Βεβαίως.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι μέσα στη δική σας την νοοτροπία και τη βιοθεωρία;
Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ διαφωνώ με τις πράξεις βίας σε όλη αυτή την πολιτική περίοδο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εδώ με τις ανθρωποκτονίες, με την ανθρωποκτονία και την απόπειρα;
Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Διαφωνώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διαφωνείτε πλήρως, όσοι τα κάνανε, κάνανε πολύ κακώς και ότι εσείς δεν έχετε τίποτα, καμιά συμμετοχή;
Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Είναι η πέμπτη ή η έκτη φορά που μου γίνεται η ίδια ερώτηση.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μα θα σας γίνεται η ίδια ερώτηση, όσο επιμένετε σ΄ αυτό και να τα ακούν και οι άλλοι εδώ πέρα.
Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Και επαναλαμβάνω το ίδιο πράγμα».
Στη συνέχεια, δευτερολόγησε ο συνήγορος υπεράσπισης Ι. Μυλωνάς, ο οποίος, με τη γνωστή νομική του αρτιότητα, αναφέρθηκε στην ένσταση αναρμοδιότητας και απάντησε σε όλα τα επιχειρήματα της εισαγγελίας και της πολιτικής αγωγής. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συνήγορος των Αγγλοαμερικανών Η. Αναγνωστόπουλος δεν κρατήθηκε και τουλάχιστον δυο φορές διέκοψε τον αγορητή. Ο λόγος; Ο Ι. Μυλωνάς δεν παρέλειψε να αναφερθεί στις επιστημονικές απόψεις που είχε εκφράσει ο Αναγνωστόπουλος για τον τρομονόμο, με την ιδιότητα του καθηγητή του ποινικού δικαίου. Απόψεις διαμετρικά αντίθετες μ’ αυτές που υποστηρίζει τώρα ως συνήγορος των Αγγλοαμερικανών. Και ποια ήταν η επιχειρηματολογία που επιστράτευσε ο διακοψίας Αναγνωστόπουλος; Οτι τότε ασκούσε κριτική σ’ ένα νομοσχέδιο, ενώ τώρα υπάρχει ένας νόμος που πρέπει να εφαρμόζεται! Αν ήταν έτσι, όμως, τότε τα δικαστήρια δεν θα είχαν κανένα δικαίωμα να κρίνουν τη συνταγματικότητα των νόμων και η συγκεκριμένη συζήτηση δεν θα γινόταν. Αυτό το ξέρει πολύ καλά ο Αναγνωστόπουλος, αλλά τι να πει. Οτι όταν ξιφουλκούσε με επιστημονική επιχειρηματολογία κατά του τρομονόμου, δεν φανταζόταν ότι θα τον επέλεγαν το FBI και η Scotland Yard ως εκπρόσωπο των αγγλοαμερικανικών συμφερόντων στη μεγαλύτερη πολιτική δίκη της μεταπολίτευσης; Πρέπει να ‘ναι… καλά τα λεφτά για να ξεφτιλίζεται τόσο πολύ ένας καθηγητής πανεπιστημίου (έστω και επίκουρος). Αναρωτιέται, βέβαια, κανείς πώς αυτός ο άνθρωπος μπορεί και κοιτάζει τους φοιτητές του στα μάτια. Εύκολη είναι η απάντηση. Ετσι και πηδήξεις το χαντάκι, όλα πλέον γίνονται εύκολα. Μήπως ο μόνος είναι;
Τον Ι. Μυλωνά διαδέχτηκε ο Γ. Γκουντούνας, που ξεκίνησε με μια αναφορά στην τοποθέτηση του Ρολφ Πόλε, όταν δικαζόταν η αίτηση έκδοσής του στη Γερμανία. Μια τοποθέτηση ανυποχώρητη, επαναστατική, η οποία όμως δεν απέτρεψε την έκδοσή του, με την επίκληση της στενής αντικειμενικής θεωρίας. Η ίδια έννομη τάξη που την έστειλε να εκτίσει ποινή στα λευκά κελιά του γερμανικού κράτους, του αναγνώρισε στη συνέχεια την ιδιότητα του πολιτικά διωκόμενου και του χορήγησε πολιτικό άσυλο. Εδώ έζησε και πέθανε, σημείωσε ο Γ. Γκουντούνας. Στη χώρα ΜΑΣ που τόσο λάτρεψε, στη χώρα ΣΑΣ που τόσο τον πλήγωσε. Ο Γ. Γκουντούνας συνέχισε και ολοκλήρωσε τη δευτερολογία του, αντικρούοντας τους προκλητικά ανιστόρητους ισχυρισμούς της πολιτικής αγωγής.
Το δικαστήριο, ύστερα από διάσκεψη που κράτησε περί τις δυόμισι ώρες, ανακοίνωσε ότι απορρίπτει την ένσταση περί αναρμοδιότητας, διότι, πρώτον, οι πράξεις για τις οποίες παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι δεν συνιστούν πολιτικά εγκλήματα, αλλά αποτελούν εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου και, δεύτερον, ο νόμος 2928/2001 (τρομονόμος) δεν προσκρούει σε κανένα άρθρο του Συντάγματος, ούτε αντίκειται στην ΕΣΔΑ.
Αμέσως μετά, έκανε μια σημαντική δήλωση ο Α. Γιωτόπουλος, με την οποία ανακοίνωσε ότι καταγγέλλει τη διαδικασία και αποχωρεί από τη δίκη. Το πλήρες κείμενο της δήλωσης είναι το εξής:
«Ένα χρόνο πριν τη σύλληψή μου, με προανήγγειλαν σαν αρχηγό της 17 Νοέμβρη. Καταδικάστηκα σαν ηθικός αυτουργός όλων των ενεργειών της χωρίς να έχω πάρει μέρος ούτε σε μια, χωρίς ποτέ κανείς να ισχυριστεί ότι τον έπεισα να κάνει ό,τι έκανε.
Με το ξεκίνημα της δίκης στο 2ο βαθμό, οι Αμερικάνοι ακόμη και με διάβημα του πρέσβη τους στον ίδιο τον πρωθυπουργό αξίωσαν να καταδικαστώ στην ίδια ποινή και ταυτόχρονα –σχιζοφρενικά- πιέζουν για συλλήψεις άλλων σαν αρχηγών. Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης σαν απλός γιέσμαν έδωσε εντολή παραγωγής “νέων στοιχείων” για τη στήριξη των κατηγοριών και η εισαγγελέας του δικαστηρίου σε ρόλο αχθοφόρου τα έφερε στο δικαστήριο. Το δικαστήριο πειθήνια αποφάσισε να τα βάλει στη δικογραφία προς μελλοντική αξιοποίηση. Επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό παραγωγής στοιχείων που υπήρξε στον πρώτο βαθμό, κάθε φορά που η κατηγορία καρκινοβατούσε. Κάθε ισχυρισμός των κατηγορουμένων απορρίπτεται χωρίς την παραμικρή αιτιολογία. Η συμπεριφορά του δικαστηρίου δείχνει ότι αντιλαμβάνεται το ρόλο του σαν διεκπεραιωτή της καταδίκης μου. Περιορίζεται να ανακοινώνει τις αποφάσεις που έχουν πάρει άλλοι.
Δεν πρόκειται να νομιμοποιήσω με την παρουσία μου την προαποφασισμένη καταδίκη.
Αποχωρώ από τη διαδικασία και ανακαλώ την εντολή στους δικηγόρους μου να με εκπροσωπούν σ’ αυτήν την κατ’ επίφαση δίκη.
Δεν παραιτούμαι από κανένα ένδικο μέσο και θα συνεχίσω να αγωνίζομαι μέχρι να καταρρεύσει η σκευωρία εναντίον μου».
Επίσης, το δικαστήριο απέρριψε το τεκμηριωμένο αίτημα της υπεράσπισης να διακόψει και να ξαναρχίσει στις 9 Γενάρη. Αιτιολογία δεν ανέφερε ο πρόεδρος, όμως ο μοναδικός αντίλογος που είχε ακουστεί ήταν αυτός του εκπροσώπου των Αγγλοαμερικανών, που υποστήριξε ότι αν δεν πάει γρήγορα η δίκη υπάρχει κίνδυνος παραγραφής δυο υποθέσεων (Τζαντ και Τσάντες-Βελούτσος). Πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι προκλήθηκε επανειλημμένα από τον Ι. Μυλωνά, ο Αναγνωστόπουλος δεν παρουσίασε αίτηση περί επίσπευσης, λόγω κινδύνου παραγραφής, που θα έπρεπε να έχει υποβάλλει το Εφετείο.