Η δίκη συνεχίστηκε με ερωτήσεις των συνηγόρων υπεράσπισης προς τον Ι. Γιαννακούρη, τμηματάρχη του τμήματος αποτυπωμάτων της Ασφάλειας. Ερωτήσεις πάνω σε δικονομικά ζητήματα και πάνω σε ζητήματα ουσίας ως προς την αξιοπιστία των μεθόδων που ακολουθούνται γενικώς για την ταυτοποίηση των λανθανόντων αποτυπωμάτων και ως προς τον τρόπο με τον οποίο εργάστηκε το τμήμα του Γιαννακούρη στη συγκεκριμένη υπόθεση.
Ο Γιαννακούρης, επειδή περίμενε την αμφισβήτηση, φρόντισε να φτιάξει νέο βάθρο πάνω στο οποίο τοποθέτησε την αυθεντία του. Η έρευνα αποτυπωμάτων –είπε- δεν είναι επιστήμη, αλλά μια τέχνη που στηρίζεται στην εμπειρία. Είχε, λοιπόν, κουβαλήσει ολόκληρο το επιτελείο του (έξι ασφαλίτες με δύο αυτοκίνητα γεμάτα με αλουμινένια βαλιτσάκια) και όποτε αμφισβητούνταν τα λεγόμενά του, έλεγε στους συνηγόρους: θέλετε να πάρουμε αποτυπώματα από οποιονδήποτε, να κόψουμε το όνομα και να σας δείξω εδώ πώς γίνεται η ταύτιση; Ηταν σαν να έλεγε πως ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τα πορίσματα των δικών του ερευνών, γιατί ουδείς έχει τη δική του εμπειρία. Αποκτήσαμε, με άλλα λόγια, και πάπα της αποτυπωματολογίας.
Η υπεράσπιση Τζωρτζάτου στάθηκε κυρίως στα δικονομικά ζητήματα και στις εγγυήσεις που δεν τηρήθηκαν.
Η υπεράσπιση Παπαναστασίου στάθηκε σε πραγματικά ζητήματα. Αποδείχτηκε, λοιπόν, μέσα από τις ερωτήσεις των Π. Ρουμελιώτη και Σ. Φυτράκη, ότι το τμήμα του Γιαννακούρη δεν έψαχνε γενικά να ταυτοποιήσει τα λανθάνοντα αποτυπώματα, που βρέθηκαν σε διάφορα κινητά αντικείμενα στις γιάφκες της 17Ν, με το σύνολο των αποτυπωμάτων που είναι αποθηκευμένα στην τράπεζα αποτυπωμάτων της Ασφάλειας (έχουν και ηλεκτρονικό υπολογιστή γι’ αυτή τη δουλειά), αλλά έψαχνε να βρει ταυτίσεις με τα αποτυπώματα μόνο όσων συλλαμβάνονταν και κατηγορούνταν ως μέλη της 17Ν. Είχαμε, δηλαδή, ad hoc αναζήτηση, η οποία φυσικά «σηκώνει» οποιαδήποτε αυθαιρεσία (ας αναλογιστούμε και το ρόλο αλάθητου πάπα που έχει αποδώσει στον εαυτό του ο Γιαννακούρης). Για παράδειγμα, ένα βιβλίο φέρεται να έχει αποτυπώματα μόνο κάποιων από τους κατηγορούμενους και όχι ατόμων που οπωσδήποτε το έπιασαν (του τυπογράφου, του βιβλιοδέτη, του βιβλιοπώλη κ.λπ.). Πώς να γίνει πιστευτός, λοιπόν, ο ισχυρισμός της… αυθεντίας Γιαννακούρη «έτσι είναι, γιατί το λέω εγώ»;
Η υπεράσπιση Παπαναστασίου επέμεινε και σε ένα άλλο σημείο. Ο Γιαννακούρης ισχυρίζεται ότι έχει ανιχνεύσει αποτύπωμα από ένα δάχτυλο του Παπαναστασίου, το οποίο δεν υπάρχει! Το έχει κόψει το 1989, όπως δήλωσε ο ίδιος. Αρα, αν όντως είναι αποτύπωμα του Παπαναστασίου, αυτός έχει πιάσει το συγκεκριμένο βιβλίο πριν από το 1989. Εν προκειμένω υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα. Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι κάποιος Οδηγός Δημοσίων Υπηρεσιών, έκδοσης 1972. Δε μπορεί, λοιπόν, να το έχει αγοράσει απευθείας η Οργάνωση. Πρέπει να έχει περάσει και από άλλα χέρια. Και βέβαια, δε θα χρησιμοποιούσε η 17Ν τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 έναν οδηγό του ’70, που σε μεγάλο βαθμό θα ήταν άχρηστος.
Μόλις δόθηκε ο λόγος στην υπεράσπιση Καρατσώλη (Γ. Μαντζουράνης), άρχισε να εκτυλίσσεται μια από τις πιο θλιβερές στιγμές αυτής της διαδικασίας, που αποκάλυψε – με βάση ένα φαινομενικά ασήμαντο γεγονός – το πόσο το δικαστήριο είναι διατεθειμένο να τηρήσει έστω τα δικονομικά προσχήματα. Ο Μαντζουράνης είχε υποβάλει αίτημα να προσκομιστούν οι εκθέσεις ταυτοποίησης αποτυπωμάτων και ζήτησε από τον πρόεδρο να του πει ποια είναι η απόφαση του δικαστήριου επί του αιτήματος, πριν προχωρήσει στην εξέταση του Γιαννακούρη. Πρόεδρος και εισαγγελέας, με εμφανή αμηχανία (ο πρόεδρος μάλιστα κόμπιαζε συνεχώς και έψαχνε τις λέξεις), απάντησαν ότι δεν υπάρχει τίποτα σχετικά, πέρα από τα έγγραφα της δικογραφίας. Ο συνήγορος ρώτησε τον Γιαννακούρη και για τα δύο έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία: είναι αυτό έκθεση ταυτοποίησης αποτυπωμάτων; Ο Γιαννακούρης απάντησε και τις δύο φορές «όχι». Τότε – επανήλθε ο Μαντζουράνης – υποβάλω αίτημα να προσκομιστούν οι εκθέσεις ταυτοποίησης αποτυπωμάτων, να τις μελετήσω και μετά να υποβάλω ερωτήματα στο μάρτυρα, δεδομένου ότι δυο αποφάσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφέρουν ότι η εξέταση του Γιαννακούρη κρίθηκε απαραίτητη, προκειμένου να ελεγχθεί η αξιοπιστία των εκθέσεων ταυτοποίησης αποτυπωμάτων. Ο πρόεδρος αρχικά υποστήριξε ότι δε λένε τέτοια πράγματα οι αποφάσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου. Πανέτοιμος ο Μαντζουράνης του ανέφερε ακόμα και τη σελίδα των πρακτικών. Ο πρόεδρος διάβασε το σχετικό απόσπασμα και ο συνήγορος επιβεβαιώθηκε πλήρως. Είχε μεταφέρει λέξη προς λέξη όσα αναφέρουν αυτές οι αποφάσεις. Τότε ο πρόεδρος, κάνοντας μια θεαματική στροφή 180 μοιρών, είπε πως δεν υπάρχουν τέτοιες εκθέσεις και απλώς τις αναφέρει έτσι το πρωτόδικο δικαστήριο, εννοώντας τα έγγραφα που υπάρχουν στηυ δικογραφία «Είναι το έγγραφο που αναγνώσαμε», κατέληξε ο πρόεδρος. «Μα σας το είπε ο μάρτυρας, δεν είναι έκθεση ταυτοποίησης αποτυπωμάτων», αντέτεινε ο συνήγορος. Και τότε εξερράγη ο Χριστόδουλος Ξηρός. «Μας περνάνε για ηλίθιους, είναι ελεεινό δικαστήριο», ακούστηκε να φωνάζει. Αμέσως μετά κατευθύνθηκε προς την έξοδο των κρατουμένων, κοντοστάθηκε πήρε ένα μικρόφωνο και δήλωσε: «Αποχωρώ και ζητώ από το δικηγόρο μου να μη με εκπροσωπήσει. Εχει ένα όριο η κοροϊδία. Ελεος πια!». Αμήχανος ο πρόεδρος κατέφυγε στη λύση του δεκάλεπτου διαλείμματος.
Μετά το διάλειμμα, ο Γ. Γκουντούνας δήλωσε ότι ο εντολέας του του ζήτησε να μεταφέρει πος το δικαστήριο τα εξής: Δεν αντέχει άλλο αυτή την κοροϊδία. Βιάζεται και η κοινή λογική. Εχετε αλλάξει το χαρακτηρισμό ενός χαρτιού τέσσερις φορές στο δευτερόλεπτο. Για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνεται ότι πρόκειται για μια δίκη-παρωδία με προειλημμένες αποφάσεις. Μου απαγόρευσε να τον εκπροσωπήσω στη συνέχεια, κατέληξε ο συνήγορος, χωρίς να είναι σε θέση να απαντήσει (σχετικά ρώτησε η εισαγγελέας), αν η απόφαση του Χριστόδουλου είναι μόνο για σήμερα ή για το υπόλοιπο της διαδικασίας.
Η Δ. Βαγιαννού, που αντικαθιστούσε την ασθενή Γ. Κούρτοβικ και εκπροσωπούσε τον επίσης ασθενή Δ. Κουφοντίνα (για πρώτη φορά από την έναρξη της δίκης απουσίαζε από τη διαδικασία, ταλαιπωρούμενος από πολύ ψηλό πυρετό και ρίγη), υπέβαλε αίτημα αναβολής για την Πέμπτη, σ’ αυτό συμφώνησε και η εισαγγελέας και το δικαστήριο διέκοψε για την Πέμπτη.