Και πάλι ο Μπερετάνος στο βήμα. «Αυτό το αγλάισμα», όπως τον χαρακτήρισε συνήγορος πολιτικής αγωγής σε συζήτηση με δημοσιογράφους. «Πάντως, ουδείς μπορεί να μας κατηγορήσει, ότι τον φέραμε εμείς», μας είπε με νόημα ο ίδιος συνήγορος. Κάποιος άλλος τον έφερε, όμως. Κάποιος άλλος τον «έστησε». Ποιος; Πανεύκολη η απάντηση.
Από τις πρώτες κιόλας ερωτήσεις αρχίζει το «πανηγύρι». Ο Γ. Σταμούλης τον ρωτάει τι ήταν εκείνο που τον έκανε να συγκρατήσει τα χαρακτηριστικά δύο προσώπων και να πάει να καταθέσει 13 χρόνια μετά. Αρνείται να απαντήσει, διότι –λέει- απάντησε προχθές. Ο πρόεδρος του ζητά να επαναλάβει και αρνείται πάλι, αλλά ο πρόεδρος επιμένει να επαναλάβει. Και τι απαντά το αγλάισμα; Οτι δεν είχε μαγνητοφωνήσει τα λόγια του, για να μπορεί να τα επαναλάβει ακριβώς! Φοβάται, βλέπετε, μη τυχόν και βρεθεί κατηγορούμενος για ψευδορκία. Επειδή ο πρόεδρος επιμένει, αρχίζει να λέει κάτι αερολογίες για το συγκλονιστικό γεγονός που σφηνώθηκε στη μνήμη του κ.λπ. Ο Γ. Σταμούλης τον επαναφέρει στο σκληρό κόσμο της πραγματικότητας, θυμίζοντάς του, ότι στην ανακριτή είχε καταθέσει ότι χαρακτηριστικά προσώπων δεν είχε συγκρατήσει! Ποιο ήταν, λοιπόν, αυτό το χαρακτηριστικό που συγκράτησε; Δεν απαντά και αρχίζει να λέει για ένα φίλο του, που η περιουσία του χτυπήθηκε από τη 17Ν, γιατί του ανατίναξαν κάποια πούλμαν. «Ηταν απεργοσπάστης», σχολιάζει ο Δ. Κουφοντίνας και τότε ο Μπερετάνος «τα παίρνει» και αρχίζει ένα υβρεολόγιο, μιλώντας για «λαθρέμπορους της Αριστεράς» και «δειλούς», απευθυνόμενος μάλιστα και στους συνηγόρους υπεράσπισης. Ξεσπά σάλος. Συνήγορος απειλεί με υποβολή έγκλησης. Η εισαγγελέας «διευκρινίζει» ότι δεν εννοούσε τους συνηγόρους αλλά τους κατηγορύμενους. «Κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί να υβρίζει τους κατηγορούμενους, που είναι τα ιερά πρόσωπα της δίκης», σχολιάζει έντονα ο Γ. Σταμούλης και η κ. Κουτζαμάνη καταλαβαίνει τη γκάφα της και σιωπά. Το επεισόδιο έληξε, όμως η επανάληψη από τον Μπερετάνο της γνωστής φράσης του Σημίτη αποκάλυψε τους λόγους για τους οποίους προσφέρθηκε τόσο πρόθυμα να διεκπεραιώσει το ρόλο του επαγγελματία μάρτυρα που εμφανίζεται για πρώτη φορά 13 χρόνια μετά το συμβάν.
Στη συνέχεια ο Μπερετάνος, σε κάθε ερώτηση που αφορά συγκεκριμένα περιστατικά προσπαθεί να μην απαντήσει, γιατί φοβάται ότι θα βρεθεί σε αντίφαση με όσα είπε την πρώτη μέρα της κατάθεσής του. Ισχυρίζεται πως στον Ζερβομπεάκο δεν παρουσιάστηκε αυθορμήτως, αλλά κατόπιν κλήσης. Οταν όμως ο συνήγορος αποκαλύπτει ότι είναι ο μόνος μάρτυρας για τον οποίο δεν υπάρχει αποδεικτικό κλητεύσεως στη δικογραφία, δηλώνει ότι δε θυμάται πως κλήθηκε και πρέπει να ρωτήσει τη δικηγόρο του, μαζί με την οποία πήγε στον ανακριτή! Τι είδους μάρτυρας είν’ αυτός, που κάθε φορά που εμφανίζεται στις δικαστικές αρχές συνοδεύεται από δικηγόρο; Με δικηγόρο στον ανακριτή, με δικηγόρο στο δικαστήριο! Το φοβάται και κουβαλάει πάντα μαζί του δικηγόρο; Κατηγορούμενος είναι;
Η Γ. Κούρτοβικ τον συλλαμβάνει ψευδόμενο στην πρώτη μέρα της κατάθεσής του. Ενώ είχε πει ότι αναγνώρισε τον Κωστάρη από την περπατησιά του, στη συνέχεια, απαντώντας σε σχετική ερώτηση της Κ. Σταμούλη, είπε: «Περπατησιά; Δεν είπα εγώ τέτοιο πράγμα». Του διαβάζει τα σχετικά χωρία από τα πρακτικά κι ο Μπερετάνος αρχίζει να «ρετάρει», ισχυριζόμενος ότι χρησιμοποίησε λάθος λέξη! Πόσες εκατοντάδες φορές είχατε δει το πρόσωπο του συγκεκριμένου κατηγορούμενου μέχρι να τον δείτε στη δίκη; επιμένει η συνήγορος. Δε θυμάμαι πόσες, απαντά ο Μπερετάνος! Ναι, αυτός που την πρώτη μέρα ισχυριζόταν ότι τον Κωστάρη δεν τον είχε ξαναδεί στην τηλεόραση και στις εφημερίδες, τώρα απλά δεν θυμάται («δεν τις έχω μετρήσει» ήταν η χαρακτηριστική ατάκα του) πόσες φορές είχε δει την εικόνα του Κωστάρη! Πραγματικό αγλάισμα.
Η Κούρτοβικ εξακολουθεί να τον συλλαμβάνει ψευδόμενο. Ενώ την πρώτη μέρα κατέθεσε ότι δεν είδε να πέφτουν προκηρύξεις, άρα αυτές έπεσαν τουλάχιστον 15 λεπτά μετά το συμβάν (!!!), τώρα ισχυρίζεται ότι δεν τις είδε αυτός τις προκηρύξεις, αλλά του το είπε κάποιος άλλος όσο ακόμα βρισκόταν εκεί! Ισχυρίζεται ότι ανέβηκε την Ομήρου για να πάει στο γραφείο του, αλλά δεν είδε τις προκηρύξεις που έπεσαν ακριβώς στη διαδρομή που υποτίθεται ότι έκανε, αμέσως μόλις τα μέλη της 17Ν αποχώρησαν με το αυτοκίνητο που είχαν παρκαρισμένο εκεί! Ο Μπερετάνος δεν έχει άλλη διέξοδο από το να «τα πάρει» και πάλι, δημιουργώντας επεισόδιο. Είναι τόσο ψεύτικος ο θυμός του, που ο πρόεδρος αναγκάζεται δυο φορές να του μιλήσει στον ενικό («σε παρακαλώ κύριε») και να τον προειδοποιήσει ότι αν συνεχίσει «θα έχουμε άλλα πράγματα»!
Και το κορυφαίο: Ο Μπερετάνος, κατά το συνήθειό του, όπως και στην πρώτη δίκη, είπε ότι η Κούρτοβικ ήταν πελάτισσα του καταστήματος της Εμπορικής που διηύθυνε και μάλιστα πολύ καλή πελάτισσα! Η συνήγορος δήλωσε κατηγορηματικά, ότι δεν έχει πατήσει ποτέ το πόδι της στο συγκεκριμένο κατάστημα, ότι δεν είχε ποτέ λογαριασμό ή δοσοληψίες με την Εμπορική και μόνο μια φορά κάποιος πελάτης της έχει κάνει κατάθεση στο όνομά της στην Εμπορική. Κατέθεσε μάλιστα και σχετική βεβαίωση της Εμπορικής Τράπεζας, από την οποία προκύπτει ότι από το 1982 (προηγούμενα δεν βρισκόταν στην Ελλάδα) ουδέποτε είχε λογαριασμό ή οποιαδήποτε άλλη δοσοληψία με την Εμπορική. Το γραφείο μου –είπε η συνήγορος- ήταν στη Γλάδστωνος και οι πενιχρές μου καταθέσεις ήταν στην Εθνική στο κατάστημα Θεμιστοκλέους και Πανεπιστημίου! Και είναι λογικό. Γιατί να τρέχει η δικηγόρος στο Κολωνάκι, όταν βρίσκεται στην Ομόνοια;
Κι ενώ ο Μπερετάνος έχει κερώσει και πλέον δεν κραυγάζει αλλά ψελλίζει («εγώ σας θυμάμαι και σας τιμούσα πάντοτε»), αναλαμβάνει η εισαγγελέας: «Μπορεί να μην είχατε εσείς λογαριασμό, να είχαν πελάτες σας», λέει απευθυνόμενη προς την Γ. Κούρτοβικ, προκαλώντας το δηκτικό σχόλιο της συνηγόρου για την παρέμβασή της και τη διαθεσιμότητά της να φέρει και τα αποδεικτικά από το Δικηγορικό Σύλλογο! Είναι πραγματικά εκπληκτικό. Ο Μπερετάνος συλλαμβάνεται ψευδόμενος ακόμα και για ένα θέμα άσχετο προς την ουσία της υπόθεσης και η εισαγγελέας σπεύδει να τον καλύψει, αμφισβητώντας ακόμα και τη βεβαίωση της τράπεζάς του, που προσκόμισε η συνήγορος! Ψάχνει την αλήθεια η κ. Κουτζαμάνη ή έχει από τα πριν πάρει τις αποφάσεις της και απλώς ψάχνει να στηρίξει την κατηγορία; Και όμως, η Γ. Κούρτοβικ μόλις είχε προσφέρει στον Μπερετάνο μια αξιοπρεπή διέξοδο. Να πει ότι, όπως μπορεί να έκανε λάθος με την ίδια, μπερδεύοντάς την ενδεχομένως με άλλο πρόσωπο, μπορεί να έκανε λάθος και με την αναγνώριση του Κωστάρη. Ο Μπερετάνος δε θέλησε να βαδίσει αυτή τη διέξοδο και η εισαγγελέας προσπάθησε να του προσφέρει «ομπρέλα», αμφισβητώντας τη συνήγορο.
Στη συνέχεια νέος σάλος, καθώς η Γ. Κούρτοβικ αρχίζει να υποβάλλει ερωτήσεις πολιτικού περιεχομένου στο μάρτυρα, σχετιζόμενες κυρίως με το σκάνδαλο Κοσκωτά και τη συμμετοχή Μπακογιάννη σ’ αυτή. Οι διακοπές της πολιτικής αγωγής (Τσόλκα) είναι συνεχείς και αντιδικονομικές. Κάτω από την επιμονή της Κούρτοβικ ο πρόεδρος αναγκάζεται να βάλει την Τσόλκα στη θέση της, όμως το ρόλο της αναλαμβάνει η εισαγγελέας, που επίσης διακόπτει τη συνήγορο. Ποιο ήταν το επίδικο; Η ανάγνωση αποσπασμάτων από επίσημο έγγραφο της ΝΔ, που βρίσκεται στη δικογραφία. Μ’ ένα δικολαβισμό, η Τσόλκα αρχικά και η εισαγγελέας στη συνέχεια, ζητούσαν να μην κάνει χρήση αποσπασμάτων η συνήγορος, επειδή το έγγραφο δεν είχε διαβαστεί. Πρώτα να διαβαστεί και μετά κάντε ό,τι θέλετε, έλεγε τάχαμου αθώα η Τσόλκα. Τι ερωτήσεις να κάνω, μετά την ανάγνωση των εγγράφων, όταν ο μάρτυρας δεν θα είναι εδώ; απαντούσε εύλογα η Κούρτοβικ. Ο πρόεδρος βρήκε τη λύση… παίρνοντας διάλειμμα.
Μόλις το δικαστήριο επέστρεψε, ζήτησε το λόγο ο Δ. Κουφοντίνας για να υποβάλει ένα αίτημα: «Επειδή ο κ. μάρτυρας, αν και τραπεζικός, φαίνεται να αγνοεί τη ληστεία της Τράπεζας Κρήτης, μια ληστεία με λεία δεκάδων δισεκατομμυρίων δραχμών, όσο ήταν αναμιγμένος ο Π. Μπακογιάννης, θα ζητήσω να διαβαστεί το πόρισμα του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προϊστάμενου της Εισαγγελίας Εφετών Ευθυμιάδη, ο οποίος ξεκάθαρα και δεν έχει αμφισβητηθεί από κανέναν – είμαι περίεργος να δω πώς θα το αμφισβητήσει ο κ. Βασιλακόπουλος τώρα – ρητά αναφέρει ότι τόσο για την ίδρυση της Γραμμής και τις πρώτες αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου, όταν συμμετείχε ο Π. Μπακογιάννης στη Γραμμή, οι μέτοχοι Μπακογιάννης, Κουνελάκης και η αδερφή του Μπακογιάννη, Κασβύκη, δεν κατέβαλαν ούτε μια δραχμή από το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο και τις μετέπειτα αυξήσεις κεφαλαίου. Τα ποσά αυτά είναι προϊόντα εγκλημάτων, οι ιδρυτές μέτοχοι ουδέποτε εξόφλησαν τις μετοχές τους, η ίδρυση της Α.Ε. Γραμμή στηρίχτηκε στο έγκλημα. Θα φανεί ολοφάνερα αυτό το πράγμα και για τη ληστεία της Τράπεζας κρήτης, στην οποία εμπλέκονται πολλές οικογένειες και γι’ αυτό το λόγο ζητώ να διαβαστεί τώρα το πόρισμα του Ευθυμιάδη. Τουλάχιστον μέχρι το σημείο που αφορά τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου στις οποίες συμμετείχε ο Π. Μπακογιάννης, μέχρι το ’85 δηλαδή».
Τόμπολα! Με μια κίνηση ο Κουφοντίνας τους αφόπλισε. Θέλετε να διαβαστούν έγγραφα; Να διαβαστούν τώρα και μετά συνεχίζουμε ρωτώντας το μάρτυρα. Φανερά ταραγμένη η εισαγγελέας, σχεδόν τρέχοντας στην εκφορά του λόγου, είπε ότι ο μάρτυρας δε μπορεί να σχολιάσει ούτε προκηρύξεις ούτε πορίσματα εισαγγελέων, επομένως να απορριφθεί το αίτημα αυτό για ανάγνωση και σχολιασμό εκ μέρους του μάρτυρα! Προφανώς, ο μάρτυρας έχει δικαίωμα να κάνει κάθε άλλου είδους πολιτικό σχόλιο, να ποκαλεί τη 17Ν οργάνωση ληστών και δολοφόνων, να συγκρίνει την εκτέλεση Μπακογιάννη μ’ αυτή του Μόρο και να αποκαλεί δειλούς τα μέλη της 17Ν. Όταν τα έλεγε αυτά ουδόλως ενοχλήθηκε η εισαγγελέας. Προφανώς, υπάρχει κάποια άλλη δικονομία την οποία γνωρίζει η κ. Κουτζαμάνη και αγνοούμε εμείς.
Η πολιτική αγωγή (Βασιλακόπουλος) έμεινε στα τυπικά: Δε μπορεί να γίνονται φέιγ βολάν απόρρητα έγγραφα εισαγγελέων, δεν αφορά την παρούσα υπόθεση το περιεχόμενο του πορίσματος Ευθυμιάδη και γι’ αυτό δεν πρέπει να αναγνωστεί. Εστω –είπε- ότι το πόρισμα Ευθυμιάδη λέει αυτά που ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Ε και; Εμείς εδώ ψάχνουμε ποιος ήταν ο αυτουργός της δολοφονίας, ποιος ο άμεσος συνεργός, ποιος ο απλός συνεργός. Ξέχασε ο έμπειρος νομικός τα κίνητρα; Οχι βέβαια. Τι να έλεγε, όμως, προκειμένου να μην ακουστούν σ’ αυτή τη φάση τα συγκλονιστικά στοιχεία του πορίσματος Ευθυμιάδη, που δεν ραγίζουν απλώς αλλά θρυμματίζουν την αγιογραφία του Μπακογιάννη που φιλοτεχνεί η «οικογένεια» και όλος ο αστικός πολιτικός κόσμος, που ξέχασε τα «παλιά».
Το δικαστήριο, με διάσκεψη επί της έδρας, αποφάνθηκε (όπως αναμενόταν), ότι η έκθεση Ευθυμιάδη θα διαβαστεί στην ώρα της ανάγνωσης των εγγράφων και στη συνέχεια ο πρόεδρος απαγόρευσε στο μάρτυρα να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση σχετική με το σκάνδαλο Κοσκωτά και τον πολιτικό ανταγωνισμό της εποχής. «Καθάρισε» μ’ αυτό τον τρόπο.
Ο Ηρ. Κωστάρης ρώτησε τον Μπερετάνο αν όντως έχει καταθέσει ότι δεν συγκράτησε χαρακτηριστικά. Πριν το επιβεβαιώσει ο Μπερετάνος, το επιβεβαίωσε ο πρόεδρος. Το ρωτάω – είπε ο Κωστάρης – γιατί προχθές η κ. εισαγγελέας ρώτησε το μάρτυρα: «τι είναι αυτό που συγκρατήσατε, η φυσιογνωμία του;». Μόνο αυτό προσπάθησε να εκμαιεύσει η εισαγγελέας, μολονότι ο μάρτυρας είχε πει ότι δε συγκράτησε φυσιογνωμίες. Το λέω – κατέληξε – επειδή η εισαγγελέας δηλώνει ότι αναζητά την αλήθεια. Ο πρόεδρος το μόνο που βρήκε να πει ήταν «γιατί λέτε να εκμαιεύσει;», ενώ η εισαγγελέας ακούστηκε να λέει αμήχανα: «σε μένα είναι η ερώτηση;». Επίσης, ο Ηρ. Κωστάρης αποκάλυψε ότι ο ίδιος, ως υπάλληλος της εισαγωγικής εταιρίας Αφοί Βεργέτη μέχρι το 1997, τέσσερις φορές έχει επισκεφτεί τον Μπερετάνο στο γραφείο του, στον 1ο όροφο του υποκαταστήματος της Εμπορικής, για να του μεταφέρει χαρτιά της εταιρίας. Κι όμως –κατέληξε- δεν τον θυμάμαι ούτε και τώρα, που έψαξα στην εταιρία και βρήκα ότι όντως πήγαινα τα χαρτιά σε κάποιο Μπερετάνο.
Επίσης, ο Χρ. Ξηρός αποκάλυψε ότι επί 8 μήνες, από τον Ιούλιο του 1997 μέχρι τον Απρίλη του 1998, ο ίδιος και ο αδερφός του ο Σάββας δούλευαν κεί ακριβώς που ο Μπερετάνος έπινε –όπως ο ίδιος κατέθεσε- τον πρωινό καφέ του. Εκλειναν κάθε πρωί το δρόμο και ξεφόρτωναν ξυλουργικά, έπιναν κι αυτοί στο ίδιο μέρος καφέ, όμως ο Μπερετάνος δεν έτυχε να συναντηθεί και να αναγνωρίσει το Σάββα!
Ο Κωστάρης επανήλθε με τρεις σύντομες ερωτήσεις προς το Μπερετάνο: Πού καθόμουν στην προηγούμενη δίκη; Το φορούσε; Τι είπατε όταν ο πρόεδρος σας ζήτησε να με αναγνωρίσετε; Ο Μπερετάνος δεν θυμόταν απολύτως τίποτα! «Μπορεί να κάνω κάποιο λάθος και να πιαστείτε μετά απ’ αυτό», ήταν η αφοπλιστική απάνμτησή του. Ετσι είναι. Δε θυμόταν απλά πράγματα που έγιναν πριν δυο χρόνια, θυμόταν όμως ανθρώπους που είδε σε συνθήκες σύγχυσης πριν από 13 χρόνια!
Όταν τέλειωσαν οι ερωτήσεις σηκώθηκε ο Δ. Κουφοντίνας. Ο πρόεδρος τον ρώτησε αν θέλει κι αυτός να κάνει ερωτήσεις και ακολούθησαν τα εξής:
Κουφοντίνας: Οχι, τι ερωτήσεις, να κρατήσουμε και μια σοβαρότητα. Είναι δυνατόν να ρωτήσω κάτι; Ολοι καταλάβαμε εδώ μέσα, ότι αυτός δεν ήταν εκεί. Κι αυτός το ξέρει πολύ καλά κι όλοι καταλάβεμε εδώ μέσα ότι ο κύριος δεν ήταν εκεί. Τώρα, αν έρχεται εδώ πέρα και στο όνομα της επίκλησης κάποιων αξιών υποδεικνύει ανθρώπους, αυτό είναι η μεγαλύτερη πράξη αθλιότητας, ανηθικότητας και παλιανθρωπιάς.
Μπερετάνος: Το επιστρέφω τον χαρακτηρισμό αυτό. Εσύ σκότωνες, εσύ λήστευες. Οχι να μας λέει και παλιανθρωπιλά τώρα…
Κουφοντίνας: Το πλουμίδι της κοινωνίας, το στολίδι…
Μπερετάνος: Θέλω να προσθέσω κάτι…
Κουφοντίνας: Τι να προσθέσεις;
Στο σημείο αυτό ο πρόεδρος απομάκρυνε τον Μπερετάνο και ο Κουφοντίνας συνέχισε:
Κουφοντίνας: Το ερώτημα είναι το εξής. Εχουμε δει εδώ ψευδομάρτυρες διαφόρων ειδών. Είδαμε τη γραφική κυρία Ευγενούλα, για την οποία εκφράσαμε την προσωπική μας συμπάθεια μάλιστα κι είναι κατανοητό γιατί έρχεται. Ο μάρτυρας αυτός δεν είναι ένας μάρτυρας όπως η κυρία Ευγενούλα. Είναι ένας γιάπης, ένας τεχνοκράτης, με υψηλές θέσεις στο τραπεζικό σύστημα, δεν έχει κανένα λόγο όπως η κυρία Ευγενούλα, λέω και πάλι. Το ερώτημα είναι γιατί ήρθε; Οι απαντήσεις είναι εύκολες νομίζω να τις βρούμε, αλλά δε μας αφορούν τώρα εδώ. Αυτό που μας αφορά είναι ότι σε τέτοιες μαρτυρίες στηρίχτηκε το προηγούμενο δικαστήριο. Και σε τέτοιες μαρτυρίες καλείστε να στηριχτείτε εσείς για να επιβάλλετε βαρύτατες ποινές.
Μετά το διάλειμμα έγινε ο σχολιασμός από τους συνηγόρους. Κατά την άποψή μας, μεγαλύτερη σημασία από το σχολιασμό είχε ο… μη σχολιασμός. Η πολιτική αγωγή απαξίωσε πλήρως τον Μπερετάνο, αποφεύγοντας να κάνει οποιονδήποτε σχολιασμό της κατάθεσής του (θυμίζουμε πως ούτε ερωτήσεις του υπέβαλε). Αρνήθηκε, δηλαδή, να αντλήσει οποιοδήποτε επιχείρημα για την υποστήριξη της κατηγορίας από το συγκεκριμένο μάρτυρα. Η υπεράσπιση σημείωσε όλες τις αντιφάσεις του, κατατάσσοντάς τον στην τυπολογία των μαρτύρων που επιδιώκουν την αυτοπροβολή τους (Κ. Σταμούλη) ή στους «παρ’ ολίγον αυτόπτες» που στο κλίμα του καλοκαιριού του 2002 είπαν «ήμουν κι εγώ εκεί» (Τ. Χριστοδουλοπούλου). Ο Μπερετάνος δεν ήταν εκεί. Το πολύ να πέρασε μετά το συμβάν. Αυτό ήταν το συμπέρασμα που βγήκε από την κατάθεσή του, σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των πραγματικά αυτοπτών μαρτύρων.
Η Κ. Σταμούλη υπέβαλε ξανά το αίτημα να κληθεί ο αστυνομικός διευθυντής, που επικαλέστηκε ο Μπερετάνος ότι μίλησε μαζί του. Η εισαγγελέας πρότεινε να μην κληθεί γιατί δεν χρειάζεται! Δηλαδή, αν έρθει ο αστυνομικός διευθυντής και καταθέσει ότι κανένα Μπερετάνο δεν είδε εκεί, δεν θα τον βγάλει αμέσως (και χωρίς να χρειάζεται τίποτ’ άλλο) ψευδομάρτυρα; Γιατί η κ. εισαγγελέας δε θέλει να διερευνηθεί κι αυτή η πλευρά του ζητήματος; Αυτό ρώτησε και η Κ. Σταμούλη, για να εισπράξει μια σιβυλλική ερώτηση από τον πρόεδρο: «Αφού λέτε ότι ο μάρτυρας δεν ήταν εκεί, τι τον χρειάζεστε τον αστυνομικό;». Εμείς το ερμηνεύουμε ως έμμεση παραδοχή της άποψης της υπεράσπισης. Δεν το δένουμε και κόμπο, όμως, γιατί και ο Μαργαρίτης είχε αμφισβητήσει έντονα τον Μπερετάνο, όμως στην καταδικαστική απόφαση τον επικαλείται ως αξιόπιστο μάρτυρα.