Μαρτύρων υπεράσπισης του Δ. Κουφοντίνα συνέχεια
Ο δάσκαλος Ντίνος Παντελίδης μίλησε με τρυφερό και συγκινητικό τρόπο για «τον Μήτσο και την Κική», το ζευγάρι που γνώρισε το 1991 στη Γαύδο και συνδέθηκαν έκτοτε με πολύ στενή φιλία. Μίλησε απλά, ανθρώπινα, κατέθεσε τη δική του αλήθεια. Για τους ανθρώπους που ζούσαν φτωχικά, σ’ ένα σπίτι που μόνο τα βιβλία ξεχώριζες. Για τον «Αγιο Μήτσο», όπως ήταν γνωστός ο Κουφοντίνας στον περίγυρό του, λόγω του βαθιού αισθήματος αλληλεγγύης που τον διέκρινε. Για τα ιδιαίτερα μαθήματα στα Μαθηματικά, που έκανε ο Κουφοντίνας, και το πάθος του μετά με τα μελίσσια, που το ξεκίνησαν ως δουλειά μαζί με την Αγγελική, για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην (έφτασαν να έχουν 350 μελίσσια). Για τις ατέρμονες συζητήσεις γύρω από την κοινωνική κατάσταση, τις ανισότητες, τη φτώχεια και τον πλούτο. Για το παλιό Lada που είχε μόνιμα μια σκηνή, γιατί αυτές ήταν οι διακοπές τους. «Δεν πισεύω ότι ήθελε να κάνει κακό ο Μήτσος. Η εικόνα του αιμοβόρου ανθρώπου, που προσπάθησαν να καλλιεργήσουν γι’ αυτόν, δεν του αντιστοιχεί. Τον κινούσε η αγάπη του για την κοινωνία. Επέλεξε έναν τρόπο για να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Και σ’ αυτό δεν υπήρχε καμιά ιδιοτέλεια». Στη Γαύδο ο κόσμος μιλάει με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν. Είναι ακόμα ο δικός τους άνθρωπος. Μίλησα στη Θεσσαλονίκη, όπου έχω μεταφερθεί εδώ και ένα χρόνο, με πολύ κόσμο πριν έρθω να καταθέσω. Κανείς δε μου είπε «μην πας». Ολοι έδειχναν σεβασμό για το Δημήτρη.
Ο βετεράνος αγωνιστής του κομμουνιστικού κινήματος Γιάννης Μακρυγιάννης μπήκε αμέσως στο «ζουμί». Η δικτατορία του ’67 βρήκε εισαγγελέα στην Πρέβεζα τον Ταρασουλέα τον Παναγιώτη. Από τη δεύτερη κιόλας μέρα της δικτατορίας ανέλαβε να υπερασπίσει την τάξη και την ασφάλεια που ήθελε η χούντα. Το αποτέλεσμα ήταν να έχει η Πρέβεζα το μεγαλύτερο ποσοστό πολιτικών κρατουμένων συγκριτικά με όλη την Ελλάδα. Απ’ αυτούς που δεν έκαναν δήλωση μείναμε 30 από την Πρέβεζα, 15 από τα Γιάννενα (που είχαν δυο βουλευτές της Αριστεράς), 15 από τη Λευκάδα (που έβγαζε ένα βουλευτή και ήταν της Αριστεράς). Ξεκλήρισε ολόκληρες οικογένειες. Εστειλε εξορία εμένα και τον πατέρα μου, αφαίρεσε την ιθαγένεια από τον αδελφό μου που βρισκόταν στη Σουηδία, απαγόρευσε στη μάνα μου και την αδερφή μου να πάνε να τον επισκεφτούν όταν αρρώστησε.
Γλαφυρός και χειμαρρώδης, μιλώντας με το χαρακτηριστικό πρεβεζάνικο ιδίωμα, ο Γ. Μακρυγιάννης περιέγραψε το προσωπικό του μαρτύριο. Τέσσερα χρόνια εξορία, έγινε φυματικός, φυλακίστηκε στη Σωτηρία, περιπλανώμενος εργάτης στην Αθήνα μετά την απόλυσή του, κυνηγημένος συνεχώς από ασφαλίτες και δικαστικούς που λειτουργούσαν σαν όργανα της δικτατορίας. Η αφήγηση των διώξεων ενόχλησε την έδρα, που προσπάθησε να τη σταματήσει. «Θα μας πει την ιστορία του;», είπε εκτός μικροφώνου η εισαγγελέας. «Θα σας πω την ιστορία συναδέλφων σας», απάντησε ο Μακρυγιάννης. Ο κ. Μακρυγιάννης είναι η ζωντανή ιστορία του τόπου μας, σχολίασε η Γ. Κούρτοβικ. Και ο Δ. Κουφοντίνας παρεμβαίνοντας: Αυτά που μας εκθέτει ο κ. Μακρυγιάννης είναι η ιστορία του τόπου μας, που είναι συνυφασμένη με τη γέννηση και τη δράση της οργάνωσής μας. Δε γεννήθηκε στο κενό η οργάνωση. «Νομίζετε ότι η νεότερη γενιά δεν τα ξέρει αυτά;» κατέληξε ο Γ. Μακρυγιάννης. Δεν ξέρει ότι ο Ταρασουλέας από εισαγγελέας σε μια επαρχιακή πόλη βρέθηκε αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και γω, που με έκανε φυματικό, με 70% αναπηρία, παίρνω 500 ευρώ σύνταξη». «Δηλαδή έπρεπε να μείνει στην Πρέβεζα, να μην προαχθεί;», ήταν το εκπληκτικό ερώτημα του προέδρου. «Αυτός ήταν δήμιος. Ξεκλήρισε οικογένειες. Μετέτρεψε την Πρέβεζα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Επρεπε να μείνει;» απάντησε ο Μακρυγιάννης.
Ο Γ. Μακρυγιάννης συνέχισε περιγράφοντας τις συνθήκες της δικτατορίας, που βρήκε την Αριστερά ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά ευνουχισμένη. Αναφέρθηκε στις ζυμώσεις που και ο ίδιος έλαβε μέρος από το 1972, μετά την απόλυση του από τη μακρόχρονη εξορία. Ζυμώσεις που είχαν στο επίκεντρό τους όχι μόνο την αντίσταση κατά της χούντας και τις μορφές που αυτή έπρεπε να πάρει (ο ένοπλος αγώνας στο επίκεντρο), αλλά και τη συνέχιση αυτού του αγώνα για την επίτευξη της κοινωνικής αλλαγής. Κάποια παιδιά –κατέληξε- που τα βλέπω στο πρόσωπο του Δ. Κουφοντίνα, είναι οι συνεχιστές της αντίστασης του ελληνικού λαού, του ΕΑΜ. Η βία γεννάει βία. Δε γίνεται διαφορετικά. Μιλώντας ειδικά για τον Δ. Κουφοντίνα, είπε ότι οι ενέργειές του ήταν καθαρά πολιτικές, έξω από οποιοδήποτε προσωπικό κέρδος. Ο αγώνας του ήταν απόλυτα ανιδιοτελής. Όταν αποφάσισε να έρθω μάρτυρας –κατέληξε- επειδή κατοικώ σε μια μικρή πόλη, είπα να ρωτήσω κάποιον κόσμο. Να πάω ή να μην πάω; Ρώτησα καμιά εκατοστή άτομα. Ούτε ένας δε βρέθηκε να μου πει να μην πάω. Μερικοί μόνο μου είπαν: «Επρεπε να είχες πάει». Στο πρόσωπο του Κουφοντίνα έβλεπαν τα δικά τους παιδιά. Ενας μάλιστα μου είπε κάτι που δεν το ήξερα. Μου ανέφερε μια φράση του Σεν Ζιστ, που είπε στους Γάλλους. Εσείς θα με βρίσετε, αλλά μετά θα με τιμήσετε, γιατί ο αγώνας μου γίνεται για να μπορέσει να ανθίσει το χαμόγελο στα πρόσωπα των παιδιών της Γαλλίας. Αυτός ήταν και ο αγώνας του Κουφοντίνα. Για να ανθίσει το χαμόγελο στα πρόσωπα των παιδιών της Ελλάδας, για να βρουν κι αυτά μια θέση κάτω από τον ήλιο.
Εμφανώς συγκινημένος ο Δ. Κουφοντίνας σηκώθηκε και είπε δυο λόγια, απευθυνόμενος στον Γιάννη Μακρυγιάννη: «Σηκώνομαι με σεβασμό μπροστά σ’ έναν τίμιο και γνήσιο λαϊκό αγωνιστή. Θεωρώ τιμή μου που ήρθατε εδώ να μας φέρετε ένα κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας μας».
Ο Γ. Μακρυγιάννης αναφέρθηκε επίσης στη συλλογή υπογραφών, στην οποία ο ίδιος πρωταγωνίστησε, την περίοδο της απεργίας πείνας για τις συνθήκες κράτησης. Τα πιο προβεβλημένα πρόσωπα του νομού Πρέβεζας, νυν και πρώην νομάρχες και δήμαρχοι, συνδικαλιστές, πρόεδροι κοινωνικών φορέων, αλλά και απλοί άνθρωποι υπέγραψαν ένα κείμενο διαμαρτυρίας που κάνει λόγο για πολιτικούς κρατούμενους. Το κείμενο κατατέθηκε από τη Γ. Κούρτοβικ και διαβάστηκε, παρά τη φτηνή προσπάθεια σπέκουλας (κυρίως από την εισαγγελέα), ότι δεν έχει καμιά αξία γιατί δεν έχει υπογραφές. Η Κούρτοβικ είχε ήδη εξηγήσει, ότι το πρωτότυπο κείμενο με τις υπογραφές έχει κατατεθεί στον υπουργό Δικαιοσύνης και στο δικαστήριο κατέθεσε το δακτυλογραφημένο κείμενο με την ταξινόμηση των υπογραφών. Παρά τη διευκρίνιση και μολονότι ο Κουφοντίνας παρενέβη λέγοντας «πολύ φτηνή η προσπάθειά σας», η εισαγγελέας συνέχισε, για να βάλει τέρμα η Κούρτοβικ ρωτώντας την ευθέως αν υποβάλει ένσταση πλαστότητας. Η εισαγγελέας απάντησε αρνητικά και το κείμενο διαβάστηκε μαζί με τις υπογραφές. Ο Γ. Μακρυγιάννης περιορίστηκε να αναφέρει την πολιτική ταυτότητα εκείνων που υπογράφουν, που ανήκουν σε όλο το πολιτικό φάσμα (ακόμα και στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ). Συμπλήρωσε δε ότι ανάλογα ψηφίσματα έχουν βγάλει όλα τα εργατικά κέντρα, οι δικηγορικοί και ιατρικοί σύλλογοι της Ηπείρου.
Ενα σύντομο σχόλιο έκανε και ο Χρ. Ξηρός. Ο μάρτυρας –είπε- κατέθεσε πράγματα που έζησα. Αυτά που περιέγραψε, που άρρωστο με φυματίωση τον πετούσαν από δω κι από κει, μας θυμίζουν τη μεταχείριση που έχουμε εδώ από κάτω.
Επόμενος μάρτυρας ο Γιώργος Καραμπελιάς, που χαρακτήρισε την υπόθεση κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα, που έτσι έπρεπε να είχε κριθεί.Βέβαια, το δικαστήριο λέει ότι δικάζει κάποια αδικήματα, όμως και πάλι η ουσία της υπόθεσης δε μπορεί να κρυφτεί και δεν πρέπει να κρύβεται. Αναφέρθηκε στις συνθήκες που επικρατούν παγκόσμια, για να καταλήξει στην εκτίμηση ότι αυτές οδηγούν στην αναγέννηση με νέο τρόπο και του ένοπλου και της τρομοκρατίας. Επίσης, μίλησε για την τρομοϋστερία του 2002 και την ειδική νομοθεσία που φτιάχτηκε γι’ αυτές τις δίκες.
Το επόμενο κεφάλαιο της τοποθέτησής του αφορούσε τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της μεταπολίτευσης, που οδήγησαν στη δημιουργία ένοπλων οργανώσεων όπως η 17Ν. Ολοι οι Ελληνες –είπε- κατανοούν τους λόγους που έκαναν αναπόφευκτη την εμφάνιση αυτών των οργανώσεων. Αναφέρθηκε σε προκήρυξη που έβγαλε η οργάνωση στην οποία ανήκε, με την οποία χαιρέτιζε την εκτέλεση του βασανιστή Μάλλιου από τη 17Ν. Κάλεσε το δικαστήριο να ξεφύγει από το ασφυκτικό πλαίσιο της τρομοϋστερίας και να δει την υπόθεση στο πραγματικό της πλαίσιο. Μιλώντας για τη σημερινή κατάσταση, διεθνώς και στην Ελλάδα, έκρινε ότι οι συνθήκες ωθούν στην αναβίωση του ένοπλου και μάλιστα με όρους διαφορετικούς σε σχέση με το παρελθόν (ανεξέλεγκτα).
Σ’ αυτό το τελευταίο ζήτημα ο Γ. Καραμπελιάς είχε την ευκαιρία να αναπτύξει περισσότερο τις απόψεις του, απαντώντας σε ερωτήσεις του προέδρου και του Δ. Κουφοντίνα. Να υποστηρίξει, δηλαδή, ότι η αστική δημοκρατία κουτσουρεύεται συνεχώς, ο λαός δεν εκφράζεται, υπάρχει απόλυτη κυριαρχία των ισχυρών του χρήματος, οι πρεσβείες κάνουν κουμάντο ακόμα και στα μίντια, εν ολίγοις ότι δημιουργείται ένα τεράστιο κενό εκπροσώπησης, το οποίο ωθεί στην ανάπτυξη αντιδράσεων, ακόμα και ένοπλων.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της Γ. Κούρτοβικ, αναφέρθηκε σε όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με τη δράση της 17Ν, την επιλογή των στόχων, την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που προσδιόριζε αυτή τη δράση, τη σημερινή παγκόσμια κατάσταση με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», την ελληνική εκδοχή αυτού του πολέμου (τρομονόμοι, υποταγή της πολιτικής εξουσίας στο αμερικανικό σχέδιο, τρομοϋστερία και παρέλαση χαφιέδων και πρακτόρων από τα κανάλια, σιωπή σήμερα γι’ αυτές τις υποθέσεις κ.λπ.). Η άποψή του είναι ότι έκλεισε μια ιστορική περίοδος και η ελληνική Πολιτεία πρέπει να κλείσει με τον πιο ήπιο και δίκαιο τρόπο την υπόθεση του ένοπλου. Να πάψουν αυτοί οι άνθρωποι να χρησιμοποιούνται ως όμηροι, να υπάρξει επιείκεια και καταλλαγή και όχι επιστροφή σ’ ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Στην ελληνική κοινωνία –είπε- δεν υπάρχει αίσθημα αντεκδίκησης. Αλλωστε, και γκάλοπ έδειξαν ότι ένα 25% τους θεωρεί κοινωνικούς αγωνιστές.
Απαντώντας σε ερωτήσεις του Χρ. Ξηρού, κατέθεσε ότι τον γνώριζε από τις διαδηλώσεις, τις κινητοποιήσεις και την εν γένει πολιτική δραστηριότητα των μεταπολιτευτικών χρόνων. Ο Χριστόδουλος ήταν πολύ γνωστός και όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ήταν γνωστός ως ο άνθρωπος που έκανε πολιτικό «πηγαδάκι» επί 24 ώρες.
Τελευταίος μάρτυρας υπεράσπισης του Δ. Κουφοντίνα (θα ακολουθήσουν ορισμένοι μάρτυρες από το εξωτερικό) ο συντάκτης της «Κόντρας» Πέτρος Γιώτης. Ξεκίνησε με μια αναφορά στον πατριώτη του Γ. Μακρυγιάννη, τον οποίο χαρακτήρισε εμβληματική μορφή του κομμουνιστικού κινήματος στην Πρέβεζα Στη συνέχεια εξήγησε αναλυτικά τους λόγους που τον οδήγησαν να καταθέσει ως μάρτυρας του Δ. Κουφοντίνα: Γιατί ζήτησα να καταθέσω ως μάρτυρας Κουφοντίνα: Πρώτο, επειδή εξοοργίστηκε από την τρομοϋστερία του καλοκαιριού και φθινοπώρου του 2002. Δεύτερο, επειδή δεν δέχεται να ξαναγραφεί η ιστορία των τελευταίων 30 ετών. Τρίτο, επειδή συγκλονίστηκε απ[ό την πράξη παράδοσης και την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από τον Δ. Κουφοντίνα, που τη χαρακτήρισε πράξη επαναστατικής συνέπειας και ηθικού μεγαλείου.
Ξεκιίνησε με μια «κουφοντινοκεντρική», όπως τη χαρακτήρισε ζητώντας συγνώμη για το νεολογισμό, προσέγγιση. Με ρώτησαν -είπε- στην πρώτη δίκη αν γνωρίζω τον Κουφοντίνα και απάντησα: «όχι, δεν είχα την τιμή». Αυτή η απλή και συνηθισμένη έκφραση ευγένειας, θεωρήθηκε casus belli από μερίδα του Τύπου, που με στόλισε δεόντως (έχω εδώ ένα ντοσιέ με δημοσιεύματα). Φανταστείτε να μην ήμουν και συνάδελφός τους, που με έβλεπαν κάθε μέρα εδώ. Φανταστείτε πόσες δυσκολίες χρειάστηκε να υπερπηδήσουν απλοί άνθρωποι από το περιβάλλον του Κουφοντίνα, για να έρθουν να τον υπερασπιστούν. Τώρα, τρία χρόνια μετά -συνέχισε ο Π. Γιώτης- μπορώ να πω ότι γνωρίζω τον Κουφοντίνα: Τον γνωρίζω από τη στάση του στις δίκες, από τις δημόσιες παρεμβάσεις και συνεντεύξεις του και από πολλές τηλεφωνικές συζητήσεις που είχα την τιμή να κάνω μαζί του. Πώς θα τον περιέγραφα ως άνθρωπο, με τα συνήθη, τα καθημερινά κριτήρια που χρησιμοποιούμε; Χαμηλών τόνων, στοχαστικό, ευαίσθητο, πολύ δεμένο με τη σύζυγο και το γιο του (στο τελευταίο κυριολεκτικά τον ζηλεύω), υπέρ το δέον ευγενή, φιλομαθή, εξαιρετικό συζητητή, άνθρωπο που ξέρει να ακούει, φανατικό ΑΕΚτζή (όπως και γω), εξαιρετικά ευαίσθητο στα οικολογικά ζητήματα, με μια ματιά που προσπαθεί να αγκαλιάσει το ιστορικό γίγνεσθαι όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκόσμια. Με πολιτικά κριτήρια θα τον χαρακτήριζα: επαναστάτη κομμουνιστή, άνθρωπο με αρχές, αφοσιωμένο στους σκοπούς του, με ενότητα λόγων και έργων, με υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και εξαιρετικά αποφασιστικό (έφερε ως παράδειγμα τη στάση του στην απεργία πείνας για τις συνθήκες κράτησης). Αυτές ήταν οι δικές μου εκτιμήσεις, που επιβεβαιώθηκαν και από τις καταθέσεις δυο προηγούμενων μαρτύρων, που τον γνώρισαν στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, τότε που διαμόρφωνε την πολιτική του προσωπικότητα, όπως όλοι μας.
Ερχεται όμως η ερώτηση από έδρας: πώς ένας τόσο τρυφερός άνθρωπος, όπως τον περιγράφετε, πυροβολούσε 4 και 5 φορές τα θύματά του; Βέβαια, δε γνωρίζουμε αν πυροβόλησε ο Κουφοντίνας, αλλά ας το αφήσουμε αυτό στην άκρη. Σίγουρα κάποιος πυροβόλησε και ο Κουφοντίνας έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στην οργάνωση. Είμαι βέβαιος ότι όποιος κι αν πυροβόλησε, τις ίδιες ευαισθησίες θα είχε. Αντίφαση; Φαινομενικά ναι. Πώς προσπάθησαν να τη λύσουν αυτή την αντίφαση εκείνοι που χειρίστηκαν το δημόσιο λόγο; Με μια ενορχηστρωμένη εκστρατεία προπαγάνδας: ληστές, δολοφόνοι, μαφιόζοι κτλ. Ακούσαμε στην πρώτη δίκη από τον εκπρόσωπο των αμερικανοβρετανικών συμφερόντων στη δίκη να υποστηρίζεται στα σοβαρά τη θεωρία των σίριαλ κίλερς, που δεν έχει ξανακουστεί στα ελληνικά δικαστικά χρονικά, γιατί δεν έχουμε στην Ελλάδα τέτοια φαινόμενα. Μόνο στην Αμερική μπορεί να τα βρει κανείς. Ετσι θέλησαν οι πελάτες του. Αυτοί που ματοκυλούν ολόκληρους λαούς και σωριάζουν ερείπια στις 4 γωνιές του πλανήτη. Ομως, αυτή η ηθικολογική προσέγγιση δεν οδηγεί πουθενά. Γιατί εδώ δεν έχουμε ένα φαινόμενο του ποινικού δικαίου, αλλά ένα φαινόμενο της Ιστορίας.
Η πολιτική βία συνοδεύει την ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών από τις απαρχές τους μέχρι σήμερα και θα τη συνοδεύει για πολλά χρόνια ακόμα. Μέχρι να περάσουμε από την προϊστορία στην ιστορία. Από τις ταξικές ανταγωνιστικές κοινωνίες στην αταξική. Και είναι κακό να στρουθοκαμηλίζουμε και να υποκρινόμαστε. Ενα εκπληκτικό δοκίμιο περί πολιτικής βίας είναι ο «Ιούλιος Καίσαρ» του Σέξπιρ. Ο Βρούτος, ο πιο ηθικός, ο πιο ευγενής πατρίκιος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, με ιδιαίτερη σχέση με τον Καίσαρα, συνωμοτεί με άλλους πατρίκιους, με τον ανθό της Ρώμης, και φονεύουν τον Καίσαρα, το πιο αγαπημένο πρόσωπο του Βρούτου. Η πράξη ισοδυναμεί με πατροκτονία. Είναι ο ευγενής πολιτικός σκοπός, η διάσωση της δημοκρατίας, που οπλίζει το χέρι του Βρούτου και τον οδηγεί με πόνο ψυχής στην πράξη. Εκπληκτικά επίσης δοκίμια περί πολιτικής βίας είναι οι τραγωδίες του κύκλου των Ατρειδών. Ο Ορέστης φονεύει τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα, για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του Αγαμέμνονα, αλλά και για να πάρει το θρόνο ως νόμιμος διάδοχος. Οι Ερινύες, θεότητες που αντιπροσωπεύουν το παλιό, το καθεστώς της μητριαρχίας, τον καταδικάζουν. Γι’ αυτές είναι ύβρις το να φονεύεις τη μητέρα σου. Η Αθηνά και ο Απόλλωνας, θεότητες που αντιπροσωπεύουν το νέο, το καθεστώς της πατριαρχίας, τον απαλλάσσουν. Γι’ αυτές είναι δίκαιο να φονεύεις ακόμα και τη μητέρα σου, προκειμένου να υπερασπιστείς τη νόμιμη τάξη των πραγμάτων. Ο Χέγκελ χαρακτήριζε φιλισταίους τους ιστορικούς που χαρακτήριζαν σατράπη και σφαγέα τον Μέγα Αλέξανδρο. Μια τεράστια προσωπικότητα, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος -έλεγε- δεν μπορεί να κρίνεται με τα σύγχρονα κριτήριά μας περί ήθους και αρετής.
Στο σημείο αυτό παρενέβη με προκλητικό τρόπο ο πρόεδρος, σταμάτησε το μάρτυρα, ρώτησε εν ριπή αστραπής τους εισαγγελείς και δικαστές αν έχουν ερωτήσεις, αυτοί απάντησαν αρνητικά (συνεννοημένοι ήταν;) και έδωσε το λόγο στη Γ. Κούρτοβικ. Κούρτοβικ και Κουφοντίνας διαμαρτυρήθηκαν έντονα. Ο Κουφοντίνας προχώρησε σε ανοιχτή καταγγελία του δικαστήριου και απείλησε ότι θα αποχωρήσει αν δεν εποιτραπεί στο μάρτυρα να ολοκληρώσει. Υποτάσσεστε -είπε- στις απαιτήσεις των Αμερικανών και των Βρετανών. Η Κούρτοβικ έδωσε τη λύση, επιτρέποντας στον Π. Γιώτη να συνεχίσει το συλλογισμό του. Με τις δικές της ερωτήσεις και τις ερωτήσεις-παρεμβάσεις του Δ. Κουφοντίνα, ο μάρτυρας είχε τη δυνατότητα και τον πυρήνα της αρχικής του τοποθέτησης να παρουσιάσει και να διευκρινίσει κρίσιμα ζητήματα που έχουν προκύψει στη διάρκεια αυτών των δικών. Σταχυολογούμε τα σημαντικότερα:
Για τον Δ. Κουφοντίνα. Είμαστε και οι δυο παιδιά της μεταπολίτευσης. Καταγόμαστε από εργατικές αριστερές οικογένειες. Πολιτικοποιηθήκαμε μέσα στον πυρετό της μεταπολίτευσης, με τις μεγάλες ζυμώσεις και τα απελευθερωτικά οράματα. Είναι προφανές ότι ακόμα και το τότε ΠΑΣΟΚ δε μπορούσε να χωρέσει αγωνιστές σαν τον Κουφοντίνα. Είναι επαναστάτης και αναζητά το δρόμο του. Στρατεύεται στη 17Ν. Γιατί; Μήπως επειδή γοητευόταν από τη βία; Ολοι οι μάρτυρες που τον έχουν γνωρίσει μας είπαν ότι ως χαρακτήρας κάθε άλλο παρά τέτοιος είναι. Αλλωστε, το έχετε διαπιστώσει και εσείς. Γιατί, λοιπόν, δεν προτιμά και αυτός την καριέρα, γιατί δεν γίνεται ηγέτης τάσης του ΠΑΣΟΚ, να κολυμπά σήμερα στα πλούτη, όπως τόσοι άλλοι εκείνης της περιόδου; Και τι επιλέγει; Τον πιο δύσκολο δρόμο: παρανομία, κίνδυνοι, καθημερινά ρίσκα, αγωνία. Είναι ζήτημα χαρακτήρα; Οχι. Επομένως, καμιά προσωποκεντρική θεώρηση δε μπορεί να μας δώσει απάντηση στο «γιατί;» και εγώ είμαι αναγκασμένος να εγκαταλείψω την «κουφοντινοκεντρική» προσέγγιση, γιατί δεν με οδηγεί πουθενά. Κοινωνιολογικά, η προσωπικότητά του δεν με βοηθάει σε τίποτα.
Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι: Τι ήταν η 17Ν, ποια ήταν εκείνα τα χαρακτηριστικά της που οδηγούν νέους, εμφορούμενους από επαναστατικές ιδέες, όπως ο Δ. Κουφοντίνας, να αναζητήσουν τη συνάντηση μαζί της και να στρατευθούν σ’ αυτή; Η 17Ν δεν ήταν κάποιο ιδιαίτερο ελληνικό πολιτικό φαινόμενο. Θα έλεγα ότι είναι μια ελληνική εκδοχή του διεθνούς φαινόμενου των οργανώσεων ένοπλης επαναστατικής βίας. Ποιο ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της οργάνωσης; Ηταν στρατευμένη στην υπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Διαφέρει από άλλες οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς στην τακτική. Θεωρεί ότι ο ένοπλος αγώνας δεν είναι η ανώτερη μορφή αγώνα, αλλά σε παραδειγματικό επίπεδο πρέπει να διεξάγεται από τώρα.
Μήπως ήταν μια οργάνωση απόδοσης δικαιοσύνης; Dark justice, όπως αρεσκόταν να λέει ο και αγγλομαθής κ. Μαργαρίτης; Κατηγορηματικά όχι. Βέβαια, πολύς κόσμος το εισέπρατε έτσι, γιατί στην πολιτική τα πράγματα δεν εξελίσσονται πάντοτε όπως τα σχεδιάζουμε, αλλά λειτουργούν ερήμην των προθέσεών μας. Οταν η 17Ν εκτελούσε έναν πράκτορα της CIA, ένα βασανιστή της χούντας, ένα στέλεχος του πολιτικού προσωπικού της άρχουσας τάξης, έναν αγιογδύτη καπιταλιστή, πολύς κόσμος το εισέπρατε ως απόδοση δικαιοσύνης. «Γεια στα χέρια τους», έλεγε. Και σήμερα, με τα σκάνδαλα που ξεσπούν συνέχεια, δεν είναι καθόλου λίγοι όσοι λένε «γιατί να μην υπάρχει μια 17Ν να καθαρίσει μερικούς;». Ας μη κρυβόμαστε, όλοι κυκλοφορούμε, όλοι συζητάμε, όλοι ακούμε. Ο κόσμος –δυστυχώς- διακρίνεται από μεσσιανικές αντιλήψεις, αρέσκεται στη λογική της «ανάθεσης» και ήταν αναπόφευκτο μια μερίδα να εισπράττει έτσι τις μαχητικές ενέργειες της 17Ν.
Κατά τη δική μου εκτίμηση (ο πλέον αρμόδιος να μιλήσει είναι ο Δ. Κουφοντίνας), η δράση της 17Ν είχε το χαρακτήρα ένοπλης προπαγάνδας, αλλά και παρέμβασης στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Ηταν πολιτική αυτή η δράση; Αυτό πρέπει να θεωρείται αυτονόητο. Αλλωστε, έτσι αντιμετωπίστηκε από ολόκληρο το πολιτικό σύστημα (ο Π. Γιώτης αναφέρθηκε σε δηλώσεις πολιτικών, σε δημοσιεύματα του Τύπου, σε άρθρα και παρεμβάσεις πανεπιστημιακών και άλλων διανοούμενων). Χαρακτηριστική -είπε- είναι η στάση του Λευτέρη Παπαδημητρίου. Ηρθε στη δίκη με ένα αίτημα: να «καθαρίσει» ο Δ. Κουφοντίνας το όνομά του. Να πει ότι η 17Ν δεν έχει στοιχεία για προσωπική συμμετοχή του σε σκάνδαλα, γιατί όποιον χτυπούσε η 17Ν ο λαός συμπέραινε ότι κάτι είχε κάνει.
Είχε αποτελεσματικότητα αυτή η δράση; Θα πρέπει πρώτα να ορίσουμε την έννοια αποτελεσματικότητα. Αν εννοούμε την επίτευξη του τελικού σκοπού, ασφαλώς όχι. Αλλά δε νομίζω ότι ήταν αυτός ο στόχος. Δηλαδή, μια οργάνωση μόνη της να πετύχει το στόχο που μόνο μια λαϊκή επανάσταση μπορεί να πετύχει. Αλλωστε, και όλες οι άλλες οργανώσεις που ευαγγελιζονται τον ίδιο τελικό στόχο (συνεπείς ή όχι, επαναστατικές ή μεταρρυθμιστικές) δεν έχουν πετύχει αυτό το στόχο. Ακόμα σε αστικό καθεστώς ζούμε.
Ηταν νομιμοποιημένη αυτή η δράση; Και πάλι θα πρέπει να ορίσουμε την έννοια της νομιμοποίησης. Αν εννοούμε έναντι του ισχύοντος δικαίου, του δικαίου της αστικής τάξης, ασφαλώς όχι. Ηταν νομιμοποιημένη, όμως, πολιτικά και κοινωνικά. Κι αυτό φαίνεται και από τη λαϊκή απήχηση που είχε. Η πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση πηγάζει πρωτίστως από την πολιτική και κοινωνική κατάσταση που υπάρχει. Ζούμε σ’ ένα αστικό καθεστώς, στο οποίο βασιλεύει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο Και μόνο αυτό αρκεί για να νομιμοποιήσει κοινωνικά και πολιτικά την ένοπλη επαναστατική βία. Το μόνο ερώτημα που μπορεί να τεθεί είναι αν αυτή η τακτική ήταν η πιο ενδεδειγμένη για να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της λαϊκής επανάστασης. Πολωθήκαμε στην επαναστατική αριστερά πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Πλέον θεωρώ ότι και τα δυο ρεύματα φετιχοποιήσαμε τις μορφές πάλης και δεν είδαμε την ουσία που πρέπει να καθορίζει την πολιτική τακτική: πώς αναπτύσσεται η ταξική αυτοσυνείδηση των εργαζόμενων μαζών.
Είναι υπέρτατη αξία η ανθρώπινη ζωή; Εδώ ξεχειλίζει η υποκρισία. Ούτε υπέρτατη αξία είναι, ούτε αυταξία είναι. Είναι απόλυτα σχετικοποιημένη. Σχετικοποιημένη από ταξικές αφετηρίες και όχι από την άποψη κάποιου αφηρημένου ουμανισμού. Μετράει η ζωή του Γουέλς ή του Σόντερς περισσότερο από τη ζωή δεκάδων χιλιάδων δολοφονημένων, ξεκοιλιασμένων παιδιών, κατακρεουργημένων κρατούμενων κλπ. Μετράει η ζωή ενός καπιταλιστή περισσότερο από τη ζωή των εργατών στα κάτεργά του. Μετράει η ζωή ενός αστυνομικού περισσότερο από τη ζωή τόσων διαδηλωτών, μεταναστών, μειονοτικών (ο Π. Γιώτης θύμισε ότι στο προηγούμενο δικαστήριο κατέθεσε πίνακα με το όργιο των δολοφονιών από αστυνομικούς και αναφέρθηκε σε παραδείγματα). Αυτοί που μιλούν για υπέρτατη αξία της ανθρώπινης ζωής εννοούν όχι της ανθρώπινης ζωής, αλλά της ζωής των ανθρώπων της τάξης τους και του προσωπικού τους. Ας σταματήσει επιτέλους η υποκρισία.
Απευθυνόμενος στους δικαστές ο Π. Γιώτης τους είπε ότι δεν πρέπει να ξεχνούν τη μήτρα από την οποία βγήκαν. Τη γαλλική επανάσταση. Και θύμισε την περίφημη ομιλία του Ροβεσπιέρου στη Συμβατική, στην οποία υποστήριζε ότι θεμέλια μιας λαϊκής εξουσίας πρέπει να είναι η αρετή και τρόμος. Εμείς οι κομμουνιστές ποτέ δεν υποκριθήκαμε σ’ αυτό το θέμα, ποτέ δε στρουθοκαμηλίσαμε. Το έχουμε γράψει με μεγάλα γράμματα στα προγράμματα και τις διακηρύξεις μας. Αυτό που είπε ένας από τους θεμελιωτές της θεωρίας μας, ο Φρίντριχ Ενγκελς. Οτι η βία δεν παίζει μόνο έναν κακοποιό ρόλο στην Ιστορία, αλλά ταυτόχρονα κι ένα ρόλο προοδευτικό. Είναι η μαμμή που από τα σπλάχνα της παλιάς κοινωνίας ξεγεννά την καινούργια. Εσείς γιατί υποκρίνεστε, ότι δήθεν είσαστε γενικά κατά της βίας και τιμωρείτε ανεξαίρετα τις πράξεις βίας; Η θεσμική βία παραμένει πάντοτε ατιμώρητη και θέλει το απόλυτο μονοπώλιο για τον εαυτό της.
Και για τις ληστείες. Καταρχάς, λησταρχείο είναι ο καπιταλισμός. Δεν εννοώ τα σκάνδαλα, εννοώ τη νόμιμη οικονομική δραστηριότητα, που στηρίζεται στην κλοπή της υπεραξίας, της απλήρωτης εργασίας των εργατών. Η γνωστή φράση από το «Χάπι Εντ» του Μπρεχτ δίνει με ποιητικό τρόπο αυτή την αλήθεια: “Τι είναι η ληστε’ία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;». Οι απαλλοτριώσεις ήταν πάντοτε στοιχείο της τακτική επαναστατικών κινημάτων για να μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες της δράσης τους και όχι για να πλουτίσουν τα μέλη τους. Η κοινωνική ληστεία είναι κάτι άλλο. Τα κομμουνιστικής αναφοράς κινήματα δεν αναφέρονται στις απαλλοτριώσεις, γιατί δε θεωρούν πως αυτό εντάσσεται στα κοινωνικά τους προτάγματα. Το πρόταγμά τους είναι η κοινωνική επανάσταση, όχι το ατομικό βόλεμα μέσω ληστειών. Και για να μην έρχονται διάφοροι και λένε ότι οι ληστείες είναι μεταπολιτευτικό φαινόμενο στην Ελλάδα, ο Π. Γιώτης διάβασε απόσπασμα από το μεγάλο έργο του ιστορικού Γ. Μαργαρίτη για τον εμφύλιο, στο οποίο αναφέρονται απαλλοτριώσεις τις οποίες πραγματοποίησε ο Δημοκρατικός Στρατός. Οσο για την πολυτελή ζωή, καλύτερα να μην προκαλούμε, γιατί γινόμαστε καταγέλαστοι. Ποια πολυτελή ζωή; Το Σταρλετάκι του Κουφοντίνα; Ενα ημιτελές σπίτι δίπλα στο σκουπιδότοπο του Βαρνάβα; Αν κάνει κανείς μια ανάλυση στα ποσά που από το κατηγορητήριο αποδίδονται στη 17Ν από ληστείες, θα δει ότι αυτά φτάνουν ίσα-ίσα για τις λειτουργικές της δαπάνες όλα αυτά τα χρόνια. Ασε που τα ποσά αυτά είναι μικρότερα από τη μίζα που κατηγορείται ότι πήρε το στέλεχος της Επιτροπής Ανταγωνισμού μόνο για μία ρύθμιση.
Ο Τσελέντης ενοχλήθηκε περισσότερο από τους δικαστές από την κατάθεση Γιώτη. Την ενόχλησή του εξέφρασε αρχικά με ερωτήσεις μέσω των οποίων υποστήριξε τους εφοπλιστές! Στη συνέχεια εξέφρασε την ενόχλησή του γιατην άποψη που με επιχειρήματα ανέπτυξε ο μάρτυρας, ότι μια οργάνωση σαν τη 17Ν δε μπορούσε να έχει αρχηγό. Ο Π. Γιώτης του υπενθύμισε ότι ο ίδιος ο Τσελέντης είχε υποστηρίξει αυτή την άποψη στην πρώτη δίκη. Εκτός αν τώρα ετοιμάζεστε να υποστηρίξετε κάτι άλλο, είπε με νόημα. Τότε ο Τσελέντης, εμφανώς εκνευρισμένος, επιστράτευσε το τελικό «επιχείρημα»: Ο Αρης Βελουχιώτης τι θέση είχε στον ΕΛΑΣ; Ηρεμα ο Γιώτης του απάντησε: Ο Αρης για το λαό ήταν πρωτοκαπετάνιος. Η θέση του ήταν καπετάνιος του γενικού αρχηγείου του ΕΛΑΣ, με αρχιστράτηγο τον Στέφανο Σαράφη. Πάλι δεν προέκυψε… αρχηγός!
Ο Χριστόδουλος ρώτησε (διευκρινίζοντας ότι ο ίδιος ξέρει, αλλά θέλει να το ακούσει το δικαστήριο), πώς ο Γιώτης, που ανήκει επί πολλά χρόνια σε μαρξιστική-λενινιστική οργάνωση, ήρθε να υπερασπιστεί μια οργάνωση ένοπλης προπαγάνδας, τακτική με την οποία η οργάνωσή του διαφωνούσε. Ο Γιώτης απάντησε, ότι οι κομμουνιστές πάντοτε υπερασπίζονται τις επιλογές του κινήματός του, ότι οι διαφορές ανάμεσα στις επαναστατικές οργανώσεις είναι διαφορές μέσα στο ίδιο στρατόπεδο και ότι απέναντι στον ταξικό εχθρό όλες οι οργανώσεις είναι «μπετόν». Το ίδιο κάνω και εγώ σ’ αυτή τη δίκη. Υπερασπίζομαι όχι μόνο τον εαυτό μου αλλά και μια οργάνωση ένοπλης προπαγάνδας, χωρίς να είμαι μέλος της, συμφώνησε ο Χριστόδουλος.
Ο Π. Γιώτης ζήτησε από τον πρόεδρο την άδεια να κάνει ένα τελικό σχόλιο και είπε:
«Στην πρώτη δίκη ξεχώρισα τις αγορεύσεις δυο συνηγόρων της πολιτικής αγωγής. Ο ένας ήταν ο Βασίλης Χειρδάρης, που δήλωσε ότι ντρέπεται για το 40ήμερο του Σάββα Ξηρού στον Ευαγγελισμό. Ο δεύτερος ήταν ένας από τους πιο εξέχοντες ποινικολόγους, ο Βασίλης Δημακόπουλος, που περιορίστηκε σε μια αγόρευση αυστηρά πάνω στα νομικά ζητήματα, αποφεύγοντας απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, βρισιές, λοιδωρίες. Εκλεισε την αγόρευσή του με μια φράση: “Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο πολιτικό. Και αυτούς και εμάς θα μας κρίνει η Ιστορία”.
Εγώ θέλω να πω για τον Δημήτρη Κουφοντίνα, σε εντελώς προσωπικό επίπεδο πλέον, ότι θεωρώ πως σηκώνει εκ των πραγμάτων ένα τεράστιο φορτίο. Δεν είναι τραγικό πρόσωπο, με την αριστοτελική έννοια του όρου, ο αντάρτης πόλης. Γιατί εκεί το τραγικό πρόσωπο διαπράττει ύβριν και πρέπει να επέλθει η κάθαρσις για να αποκαθάρει την ύβριν. Είναι τραγικό πρόσωπο με την τρέχουσα σημασία του όρου. Είναι ο επαναστάτης που αγαπά τη ζωή, που όπως είπε ο Γιάννης ο Μακρυγιάννης προηγούμενα αγωνίζεται για ν’ ανθίσει το χαμόγελο στο πρόσωπο των παιδιών μας και που αναγκάζεται ν’ αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή. Ας σκεφτούμε όμως σε όλη την Ιστορία πώς οι κοινωνίες τίμησαν τους τυραννοκτόνους, τίμησαν αυτούς που αφαιρώντας ανθρώπινη ζωή άνοιγαν το δρόμο για τη λευτεριά. Τέτοιος άνθρωπος είναι ο Δ. Κουφοντίνας. Είχε πλήρη επίγνωση και έχει πλήρη επίγνωση του φορτίου που σηκώνει, πιστεύω ότι το σηκώνει και θα εξακολουθήσει να το σηκώνει με περηφάνεια, κι εγώ θεωρώ τιμή μου που δέχτηκε να είμαι ένας από τους μάρτυρες υπεράσπισής του».
Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ερωτήσεις του Δ. Κουφοντίνα προς τον Π. Γιώτη ξεκινούσαν από μακροσκελείς τοποθετήσεις, στις οποίες εξέφρασε ιδιαίτερα ενδιαφέροντες προβληματισμούς. Σε λίγες μέρες ελπίζουμε να είμαστε σε θέση να παραθέσουμε στην ιστοσελίδα μας (www.eksegersi.gr) τα πλήρη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά από όλες τις μέρες που κατέθεσαν οι μάρτυρες υπεράσπισης, μιας και η «Χ.Κ. Τεγόπουλος ΑΕ» πληρώνει μεν την ιδιωτική εταιρία που απομαγνητοφωνεί τα πρακτικά, αλλά δεν τα δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της (τα θέτει μόνο «στη διάθεση του δικαστηρίου»).