Με έναν πραγματικά πρωτότυπο τρόπο προσπάθησε η εισαγγελέας να απαντήσει στην ένσταση της διορισμένης υπεράσπισης Γιωτόπουλου για τα αποτυπώματα: επικαλούμενη δημοσιεύματα εφημερίδων και λογοκρίνοντας (με τη μέθοδο της αποσπασματικότητας) τα πρακτικά του πρωτόδικου. Διάβασε, λοιπόν, αποσπάσματα από εφημερίδες της 18ης Ιούλη 2002, που ανέφεραν ότι την προηγουμένη συνελήφθη στους Λειψούς ο Αλ. Γιωτόπουλος, που ζούσε με το ψευδώνυμο Μ. Οικονόμου και φέρεται ως ο αρχηγός της 17Ν. Στη συνέχεια άρχισε ο αυτοσχεδιασμός: ο Γιωτόπουλος συνελήφθη στις 17 Ιούλη και μεταφέρθηκε αμέσως στην Αθήνα με ελικόπτερο. Δακτυλοσκοπήθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 18ης Ιούλη από το Γιαννακούρη και ταυτοποιήθηκαν τα αποτυπώματά του με αποτυπώματα από τις γιάφκες και μετά δακτυλοσκοπήθηκε για δεύτερη φορά στις 19 Ιούλη με τη διαδικασία ρουτίνας που ακολουθείται για κάθε έναν που συλλαμβάνεται!
Ο διορισμένος συνήγορος (Γ. Κάβουρας) είπε δυο-τρία πραγματάκια τυπικά, χωρίς να τα βάλει με τις προφανείς τερατωδίες της εισαγγελέα. Αυτό το έκανε η Γ. Κούρτοβικ. Πώς είναι δυνατόν –είπε- να έρχεται εδώ εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής και να επικαλείται εφημερίδες για να ανταποδείξει δημόσια έγγραφα; Δεν αμφισβητείται ότι ο Αλ. Γιωτόπουλος συνελήφθη στους Λειψούς στις 17 Ιούλη. Ομως, έχουμε μια έκθεση σύλληψης που συντάσσεται και υπογράφεται στις 18 Ιουλίου, ώρα 18:10’ και μια έκθεση δακτυλοσκόπησης στις 19 Ιουλίου. Μια έκθεση δακτυλοσκόπησης που δεν είναι από το τμήμα που κάνει τις δακτυλοσκοπήσεις ρουτίνας για κάθε συλλαμβανόμενο. Είναι μια έκθεση δακτυλοσκόπησης που διενεργεί ο ίδιος ο Γιαννακούρης. Αυτός παίρνει τα αποτυπώματα του Γιωτόπουλου, αυτός υπογράφει την έκθεση. Γι’ αυτό και η σχετική συζήτηση στην πρώτη δίκη (η συνήγορος διάβασε ολόκληρο το διάλογο από τα πρακτικά) έκλεισε με τη φράση του προέδρου Μ. Μαργαρίτη: «Δηλαδή στις 19». Καθαρά πράγματα: στις 19 έγινε η δακτυλοσκόπηση και αυτό παραδέχτηκε ο Γιαννακούρης.
Τοποθέτηση έκανε και ο Χρ. Ξηρός, που κατηγόρησε την εισαγγελέα για οπορτουνισμό ή, απλοελληνικά, άκρατο καιροσκοπισμό, όπως είπε. Θύμισε, ότι στην αρχή της δίκης κατέθεσε δημοσιεύματα εφημερίδων, που προανήγγειλαν τι θα ομολογούσε, μία βδομάδα πριν τη σύλληψή του! Τότε, η εισαγγελέας και η πολιτική αγωγή είχαν πει ότι αυτά τα δημοσιεύματα δεν αποδεικνύουν τίποτα. Τώρα έρχεται η εισαγγελέας και επικαλείται εφημερίδες για άλλο ζήτημα. Εγώ συμφωνώ μαζί της –κατέληξε ο Χρ, Ξηρός- να φέρουμε εφημερίδες. Γιατί οι εφημερίδες αποδεικνύουν ότι η προανακριτική απολογία μου είναι εξολοκλήρου κατασκευασμένη. Εύστοχα, επίσης, επισήμανε, ότι αν υπήρχε δεύτερη έκθεση δακτυλοσκόπησης, θα έπρεπε να την είχαν φέρει. Πού είναι, όμως; Για το τέλος κράτησε το «καρφί», απευθυνόμενος με νόημα προς την εισαγγελέα: «Τώρα γίνανε άτυπα πρακτικά;». Πράγματι, η εισαγγελέας, που είχε ξεσηκώσει ολόκληρο θόρυβο για να μη διαβαστούν τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της πρώτης δίκης, τώρα όχι μόνο τα χρησιμοποίησε αλλά και τα χαρακτήρισε «άτυπα πρακτικά»!
Εμείς θα συμπληρώναμε τα εξής: η εισαγγελέας με την ανάγνωση των εφημερίδων, ουσιαστικά επιβεβαίωσε αυτό που από την πρώτη δίκη κατήγγειλαν ο Γιωτόπουλος και οι υπερασπιστές του. Οι εφημερίδες της 18ης Ιουλίου, που διάβασε, αναφέρουν ότι συνελήφθη ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος που ζούσε ως Μιχάλης Οικονόμου. Και μάλιστα ακόμη και πρωινές εφημερίδες (διάβασε το «Βήμα»). Πού το ήξεραν οι εφημερίδες, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η πρώτη δακτυλοσκόπηση (αυτή που εξακολουθεί να είναι δακτυλοσκόπηση φάντασμα) έγινε τις πρωινές ώρες της 18ης Ιουλίου; Δεν προλάβαιναν να τυπώσουν μια τέτοια πληροφορία, ακόμα και αν την έπαιρναν αμέσως. Ποιο είναι το συμπέρασμα; Ο Γιωτόπουλος ήταν «σταμπαρισμένος» και προοριζόμενος για το συγκεκριμένο ρόλο που του αποδόθηκε, γι’ αυτό και αμέσως μετά τη σύλληψή του ο Διώτης έδωσε στις εφημερίδες την είδηση «πιάσαμε τον αρχηγό, είναι ο Γιωτόπουλος, ζούσε ως Οικονόμου». Η δακτυλοσκόπηση δεν τους ήταν απαραίτητη, γιατί ήξεραν πολύ καλά ποιον έπιαναν και τι ρόλο θα του απέδιδαν. Γι’ αυτό και την άφησαν τελευταία. Την έκαναν στις 19 Ιουλίου, χωρίς να προσέξουν ότι είχαν ανακοινώσει «ταυτοποίηση αποτυπωμάτων» από τις 18 Ιουλίου. Είναι ένα από τα συνηθισμένα γραφειοκρατικά λάθη των μπάτσων, που μες στη βιασύνη τους δεν προσέχουν όλες τις λεπτομέρειες.
Το δικαστήριο, όπως αναμενόταν, απέρριψε ως αβάσιμες όλες τις ενστάσεις των κατηγορούμενων. Για πρώτη φορά, μάλιστα, έδωσε και μια σύντομη νομική επιχειρηματολογία. Το χαρτί με τις δακτυλοσκοπήσεις το χαρακτήρισε έγγραφο, αποφεύγοντας το σκόπελο να το χαρακτηρίσει πραγματογνωμοσύνη, που θα ήταν παράνομη. Τα υπόλοιπα χαρτιά τα χαρακτήρισε πραγματογνωμοσύνες, που είναι έγκυρες γιατί έγιναν από κρατικό εργαστήριο! Την ένσταση της υπεράσπισης Καρατσώλη, ότι η πραγματογνωμοσύνη που τον αφορούσε έγινε μετά την παραπομπή του σε τακτική ανάκριση, την απέρριψε ως αβάσιμη με το επιχείρημα ότι το έγκλημα της «συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση» είναι διαρκές και επομένως η Ασφάλεια δικαιούνταν να συνεχίζει τις δικές της έρευνες! Μονά-ζυγά δικά τους δηλαδή και στα σκουπίδια τα δικαιώματα των κατηγορούμενων.
Το μόνο σημείο που το δικαστήριο δεν δέχτηκε αυτούσια την εισήγηση της εισαγγελίας ήταν αυτό που αφορούσε τα αποτυπώματα του Γιωτόπουλου. Απέρριψε μεν την ένσταση ως αβάσιμη, με το επιχείρημα ότι το έγγραφο έχει ήδη αναγνωστεί, σημείωσε όμως ότι ο ισχυρισμός συνάπτεται με την ουσία της υπόθεσης, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος αρνείται τις πράξεις που του αποδίδονται. Αφησε δηλαδή ανοιχτό το ζήτημα, χωρίς να υιοθετήσει τον… πρωτότυπο ισχυρισμό της εισαγγελέα περί δύο δακτυλοσκοπήσεων.
Αφού απέρριψε δυο ακόμα ενστάσεις για μη ανάγνωση συγκεκριμένων εγγράφων (τις υπέβαλαν οι Γ. Γκουντούνας και Γ. Σταμούλης), το δικαστήριο προχώρησε στην ανάγνωση όλων των πραγματογνωμοσυνών.