«Τέσσερα χρόνια περιμένω αυτόν τον καλό, τον αγνό δικαστή. Θα προσπαθήσω για μια φορά ακόμη να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας». Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του Ηρακλή Κωστάρη, καθώς στάθηκε μπροστά στους δικαστές του έκτακτου τρομοδικείου για να υπερασπιστεί το δίκιο του. Τα πρώτα δικά του λόγια, γιατί ξεκίνησε διαβάζοντας ένα σχετικά εκτενές απόσπασμα από το «Ανατολικά της Εδέμ» του Τζον Στάιμπεκ, το οποίο –όπως είπε- έτυχε να διαβάσει πρόσφατα. Ενα απόσπασμα που μιλούσε για μια αστυνομική σκευωρία, η οποία έπεσε χάρη σ’ έναν καλό δικαστή.
Επί τρεισήμισι ώρες (η μακροσκελέστερη μέχρι στιγμής απολογία), όρθιος, κρατώντας δυο ογκώδη «κλασέρ», στα οποία είχε αρχειοθετημένη ολόκληρη τη δικογραφία και από τα οποία έπαιρνε τα στοιχεία που χρειαζόταν, ο Κωστάρης αγόρευσε περισσότερο σαν δικηγόρος και λιγότερο σαν κατηγορούμενος. Κυριολεκτικά κονιορτοποίησε την κατηγορία και την άδικη, ατεκμηρίωτη, αυθαίρετη και εκδικητική καταδίκη του, χρησιμοποιώντας στοιχεία της δικογραφίας. Με όπλο αυτά τα στοιχεία και τη λογική, την κοινή λογική, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς νομικισμούς, χωρίς στρεψοδικίες, ο Κωστάρης απέδειξε για μια φορά αυτό που ξέρουν όλοι: αν ήταν κατηγορούμενος σε μια ποινική δίκη, δεν υπήρχε περίπτωση να καταδικαστεί. Αν δικαζόταν από Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και όχι από το ειδικό επαγγελματικό δικαστήριο του τρομονόμου, δεν υπήρχε περίπτωση να καταδικαστεί. Αν δεν είχε απέναντί του ολόκληρο το μητσοτακέικο, δεν υπήρχε περίπτωση να καταδικαστεί.
Γιατί δεν είναι δυνατόν να φεύγει από την Αντιτρομοκρατική με 22 κατηγορίες, μεταξύ των οποίων συμμετοχή σε όλες τις ενέργειες της 17Ν από το 1988 και μετά, να απαλλάσσεται διαδοχικά από τις 17, για τις οποίες κατόρθωσε να συγκεντρώσει στοιχεία και να προβάλει ακλόνητα άλλοθι, και να καταδικάζεται στο τέλος για 5, από τις οποίες οι 3 μόνο είναι συμμετοχή σε ενέργειες. Τον έβαλαν στον Πέτσο, το Συκούριο, τον Σόντερς, σε δυο ληστείες και απαλλάχτηκε από το Συμβούλιο Εφετών. Τον έβαλαν στο Βαρδινογιάννη, τον Περατικό, σε άλλες ληστείες και απαλλάχτηκε από το πρώτο δικαστήριο. Λες οι κατηγορίες που του απήγγειλαν και από τις οποίες απαλλάχτηκε τελεσίδικα στηρίχτηκαν στις προανακριτικές απολογίες άλλων κατηγορούμενων, στις οποίες φέρεται ως Χάρης ή Τάκης. Δε μπορεί, λοιπόν, σε όλες αυτές τις ενέργειες, 17 τον αριοθμό, να μην είναι ο Χάρης ή ο Τάκης και να είναι στις 3 για τις οποίες καταδικάστηκε. Αυτό είναι τρελό, είναι παράλογο, μόνο με κριτήριο τις πολιτικές σκοπιμότητες, τις σκοπιμότητες παραγωγής «αντιτρομοκρατικού» έργου μπορεί να εξηγηθεί. Γι’ αυτό και ο Κωστάρης δήλωσε πως από τη στιγμή της σύλληψής του προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας και πως θα το κάνει για μια ακόμη φορά σήμερα.
Ξεκίνησε με τα της σύλληψής του, της κινηματογραφικής μεταφοράς του από το Ακτιο στην Πρέβεζα και της σκληρής, εξαντλητικής ανάκρισής του στη ΓΑΔΑ. Εκεί του ζήτησαν να «δώσει» τον Γιάννη Σερίφη. Μόνο αυτό ήθελαν και του υπόσχονταν πως τον ίδιο θα τον ρίξουν στα μαλακά. Η ανακριτική μέθοδος κλασική: πότε με το μαλακό και πότε με απειλές για εκπαραθυρώσεις και Γκουντατανάμο καθώς και για την οικογένειά του. Αρνήθηκε σθεναρά κάθε συνεργασία και ζητούσε επίμονα δικηγόρο. Του είπαν ότι ο τρομονόμος του έχει αφαιρέσει αυτό το δικαίωμα. Του το επανέλαβε και ο Διώτης (ο εγγυητής της νομιμότητας!), ο οποίος τον αποκαλούσε «ηλίθιο» και «χαζό», επειδή αρνιόταν να υπογράψει αυτά που του ζητούσαν.
Μεταφέρθηκε στην ανακρίτρια την άλλη μέρα μαζί με τους Χριστόδουλο και Βασίλη Ξηρό, Καρατσώλη και Γεωργιάδη, συνοδευόμενος με ένα «δωράκι», λόγω της άρνησής του να υποκύψει στον εκβιασμό: συμμετοχή σε όλες τις ενέργειες της 17Ν μετά τον υποτιθέμενο χρόνο στρατολόγησής του στη 17Ν (τέλη 1987). Εκεί κατάλαβε πως τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Συνάντησε το δικηγόρο του, αρνήθηκε τις κατηγορίες, ζήτησε προθεσμία. Οταν τον ξαναπήγαν, τέσσερις μέρες μετά, υπέβαλε υπόμνημα με το οποίο ζήτησε να απολογηθεί στον ειδικό εφέτη ανακριτή, ο οποίος είχε αναλάβει την υπόθεση. Ο Ζερβομπεάκος πήγε στον Κορυδαλλό τρεις σχεδόν μήνες μετά. Η υπεράσπισή του υπέβαλε αιτήματα και ο ανακριτής, χωρίς να απαντήσει σε κανένα απ’ αυτά, έκλεισε την ανάκριση.
Ο Κωστάρης με τους συνηγόρους του και την οικογένειά του, με τη βοήθεια φίλων και συναδέλφων, είχε ήδη αρχίσει την αναζήτηση στοιχείων. Βλέπετε, είχε την τύχη να δουλεύει σε σταθερές δουλειές όλο αυτό το διάστημα και μπορούσε να βρει κάποια στοιχεία. Και βρήκε στοιχεία που του έδιναν ατράνταχτα άλλοθι για μια σειρά ενέργειες. Αναφέρθηκε αναλυτικότατα σε όλα αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με τις προανακριτικές απολογίες συγκατηγορούμενων, που φέρονται να τον εμπλέκουν σε ενέργειες της 17Ν. Και κάθε φορά που έκλεινε την αναλυτική αναφορά του σε μια ενέργεια για την οποία έχει αθωωθεί, δεν παρέλειπε να τονίσει, ότι ζητά να λάβουν σοβαρά υπόψη αυτά τα στοιχεία και την αθώωσή του και να τα χρησιμοποιήσουν και για τις υποθέσεις που έχει καταδικαστεί. Δε μπορεί –επαναλαμβάνει συνέχεια- να μην είναι ο Τάκης ή ο Χάρης σε μια ενέργεια και να είναι ο Τάκης ή ο Χάρης σε κάποια άλλη. Και μάλιστα, αυτά να αναφέρονται στην προανακριτική απολογία του ίδιου κατηγορούμενου.
Με τον ίδιο εξαντλητικό τρόπο αναφέρθηκε και στις 3 ενέργειες για τις οποίες έχει καταδικαστεί (Μπακογιάννη, Στιούαρτ, Α.Τ. Βύρωνα). Κατέδειξε όλες τις αντιφάσεις των προανακριτικών απολογιών. Κατέδειξε την ανακρίβειά τους, με βάση τις αθωωτικές για τον ίδιο αποφάσεις. «Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι μια προανακριτική είναι εν μέρει μόνο αληθινή, όταν έχω αποδείξει ότι είναι ψεύτικη στα περισσότερα σημεία της; Το ότι αθωώθηκα στις 17 από τις 22 κατηγορίες δείχνει ότι όσον αφορά εμένα είναι τουλάχιστον ύποπτες αυτές οι προανακριτικές». Λέει ο Τέλιος ότι γνώρισε και κάποιον Χάρη, που ανήκε στην ομάδα των Θεσπρωτών και ήταν μεσίτης. Επρεπε σώνει και καλά να φτιάξουν ομάδα Θεσπρωτών. Όμως, εγώ σε μεσιτικό γραφείο άρχισα να εργάζομαι το 1998 και ο Τέλιος αποχώρησε το 1995! Λέει η πρωτόδικη απόφαση πως ο Κωστάρης μπήκε στη 17Ν στα τέλη του 1987. Το λέει αυθαίρετα, χωρίς να προκύπτει από πουθενά. Ομως, ο Κωστάρης πρωτοήρθε στην Αθήνα για δουλειά το Σεπτέμβρη του 1987, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό. Θα πρέπει δηλαδή να πιστέψουμε πως με το που έφτασε στο ΚΤΕΛ του Κηφισσού στρατολογήθηκε στη 17Ν και άρχισε μάλιστα να συμμετέχει σε ενέργειες και να στρατολογεί άλλους! Στο πρόσωπο του Κωστάρη πρέπει να ισχύσουν πράγματα που τα διαψεύδουν όσοι έχουν παραδεχτεί τη συμμετοχή τους στη 17Ν: περίοδος επαφής, μακρά περίοδος δοκιμασίας κ.λπ. Τα έχουν πει ακόμα και συνεργαζόμενοι όπως ο Τσελέντης.
Στην περίπτωση του Κωστάρη είναι φανερό ότι αναζητούνταν πρόσωπο για την εκτέλεση Μπακογιάννη. Ηταν απαίτηση του μητσοτακέικου. Οι καταδίκες για Στιούαρτ και Βύρωνα ήταν τα καρυκεύματα, τα απαραίτητα συνοδευτικά, τα δεκανίκια –όπως τα χαρακτήρισε ο ίδιος ο Κωστάρης- για να στηριχτεί η καταδίκη για Μπακογιάννη. Γιατί βέβαια συμμετοχή μόνο σε Μπακογιάννη δε θα νοούνταν. Και βέβαια, ουδείς από την έδρα θέλει να ασχοληθεί με δυο δηλώσεις που έχει κάνει ο Δ. Κουφοντίνας και που τις θύμισε ο Κωστάρης. Η μια ήταν για την εκτέλεση Μπακογιάννη, η οποία ήταν η κορυφαία ενέργεια της Οργάνωσης, στην οποία δε θα μπορούσαν να συμμετάσχουν εικοσάχρονα παιδιά, και η άλλη για τα τετράδια, τις εγγραφές σ’ αυτά και τα ψευδώνυμα που αφορούσαν δράσεις και όχι πρόσωπα και τα οποία άλλαζαν με μεγάλη συχνότητα.
Μετά τις ενέργειες ήρθε η ώρα για τη συνόψιση και τα πολιτικά σχόλια. Αναφορά στις σκευωρίες, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η υπόθεση Πολκ. Η υπόθεση των τεσσάρων Ιρλανδών, που έγινε και ταινία. Τους ανάγκασαν να ομολογήσουν κάτι που δεν είχαν κάνει, έμειναν 15 χρόνια στη φυλακή, αποδείχτηκε ότι δεν είχαν σχέση και τους ζήτησαν συγνώμη. Και το πικρό σχόλιο: «Ελπίζω να μη χρειαστεί να μου ζητήσουν και μένα συγνώμη μετά από 15 χρόνια». Και τα πρόσφατα παραδείγματα, που αποδεικνύουν πως το τεκμήριο αθωότητας και οι δικονομικές εγγυήσεις ισχύουν μόνο για τους επώνυμους και όχι για απλούς ανθρώπους, για εργάτες και εργαζόμενους: Οταν κατηγορήθηκε η ΕΥΠ για τις απαγωγές των Πακιστανών, ο Πολύδωρας επικαλέστηκε το τεκμήριο αθωότητας. «Αυτό φωνάζω κι εγώ τόσα χρόνια, αλλά δυστυχώς δεν ανήκω στην άρχουσα τάξη». Ο πρώην υπουργός Σταθόπουλος, αυτός που εισήγαγε τη ρουφιανιά και τη συνεργασία με τον τρομονόμο, όταν τον έμπλεξαν στο παραδικαστικό, για να υπερασπιστεί τον εαυτό του απ’ αυτά που έλεγε ο Ιατρίδης, θυμήθηκε το τεκμήριο αθωότητας και το «ένοχος ένοχον ου ποιεί». «Αυτό φωνάζω κι εγώ τόσα χρόνια, αλλά δεν είμαι υπουργός, ούτε έχω σχέσεις με κύκλους. Ζητώ να ισχύσει και για μένα το τεκμήριο αθωότητας και το “ένοχος ένοχον ου ποιεί”. Ζητώ να με απαλλάξετε και για τη συμμετοχή και για τις άλλες κατηγορίες».
Το τελευταίο κεφάλαιο ήταν αφιερωμένο στη ζωή του. Μια ζωή διάφανη και κρυστάλλινη. Ενός φτωχόπαιδου με μετανάστες γονείς, που διδάχτηκε από μικρό την «αλληλεγγύη της φτώχιας». Που ήρθε στην Αθήνα για δουλειά και κατάφερε να στεριώσει. Που είχε σταθερά αριστερό προσανατολισμό, με συμμετοχή σε κινητοποιήσεις ενάντια στην ανεργία, την καταπίεση, την εκμετάλλευση, τους άδικους πολέμους. «Αν είναι έγκλημα να πιστεύεις σε ιδανικά και αξίες, τότε καταδικάστε με και σεις. Μη με καταδικάσετε, όμως, για πράγματα που δεν έκανα». Κλείνοντας, δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει όσους του συμπαραστάθηκαν και όσους βοήθησαν να ακουστεί η φωνή του και έξω από αυτή την αίθουσα και να επαναλάβει πως δεν έχει καμιά σχέση με όσα του αποδίδονται και πως περιμένει από αυτό το δικαστήριο να διορθώσει τα λάθη –είναι ο επιεικέστερος χαρακτηρισμός- του προηγούμενου. Κάλεσε τους δικαστές να δουν κάθε υπόθεση χωριστά, να μην επηρεαστούν από την άθλια προπαγάνδα, να μην υποκύψουν σε πιέσεις.
Η φάση των ερωτήσεων κατέδειξε την πλήρη αδυναμία της κατηγορίας. Τόση ώρα ο Κωστάρης βομβάρδιζε την κατηγορία, έδειχνε τις αντιφάσεις των προανακριτικών αλλά και τις αντιφάσεις της πρωτόδικης απόφασης και δε βρήκαν να του κάνουν ούτε μια ερώτηση για όλ’ αυτά, ούτε μια ερώτηση που να τείνει να ενισχύσει τα επιχειρήματά του, που να τον βοηθά στην τιτάνια προσπάθεια που καταβάλλει. Ειδικά οι εισαγγελείς προσπάθησαν να πιαστούν από κάτι απίθανες λεπτομέρειες, αποδεικνύοντας πως το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι μια εξέταση φτηνών εντυπώσεων. Φτηνών εντυπώσεων με βάση ερωτήματα του τύπου «γιατί η Αντιτρομοκρατική να κάνει αυτό και να μην κάνει το άλλο;». Λες και είναι δουλειά του κατηγορούμενου (το έχουμε ξαναγράψει αυτό) να απαντά για λογαριασμό της Αντιτρομοκρατικής και να ερμηνεύει τα σενάριά της.
Εγινε και αυτό που υποπτευόμασταν: η ευφυΐα του Κωστάρη και η δουλειά που έχει κάνει για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, το γεγονός ότι γνωρίζει τόσο καλά τη δικογραφία, θεωρούνται… επιβαρυντικά στοιχεία! Η εφέτης Γιαννούκου έφτασε στο σημείο να ρωτήσει, γιατί όλα αυτά που λέει, το δίκιο που τον πνίγει, δεν τα είπε στην ανακρίτρια! Μάταια, της εξηγούσε πως η ανακρίτρια ήταν αναρμόδια και πως και η ίδια το παραδέχτηκε. Δηλαδή, τι ήθελε η δικαστής; Να αρχίσει να απολογείται, σε μια αναρμόδια ανακρίτρια; Να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του, να μην ακούσει το δικηγόρο του, επειδή τον έπνιγε το δίκιο; Εκπληκτικά πράγματα. Και κάτι τελευταίο για το συγκεκριμένο ζήτημα: Μολονότι στην αναρμόδια ανακρίτρια δεν απολογήθηκε, ο Κωστάρης δεν παρέλειψε να δηλώσει και σ’ αυτή ότι αρνείται το σύνολο των κατηγοριών. Το είπε και το ξαναείπε, αλλά η εφέτης έκανε ότι δεν καταλάβαινε και τον ρωτούσε γιατί δεν έβγαλε αυτό που είχε μέσα του!!!
Την πλήρη αδυναμία στήριξης της κατηγορίας, την «ήττα» που υπέστη η έδρα –για να το πούμε με μια έκφραση της καθομιλουμένης- κατέδειξε μια δήλωση που έκανε στο τέλος ο συνήγορος Γ. Σταμούλης. Σύμφωνα με τη δικονομία –είπε- στον κατηγορούμενο υποβάλλονται ερωτήσεις σχετικές με την κατηγορία. Επισκοπείστε όλες τις ερωτήσεις και θα διαπιστώσετε ότι δεν έγινε ούτε μία ερώτηση σχετική με την κατηγορία. Οσο για τις ερωτήσεις τις σχετικές με τους ισχυρισμούς άλλων κατηγορούμενων, αυτές επιφέρουν απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Ο έμπειρος δικηγόρος δεν παρέλειψε να δώσει αποστομωτική απάντηση στους χειρισμούς που έγιναν από την υπεράσπιση Κωστάρη κατά την προδικασία, για τους οποίους από έδρας κατεβλήθη προσπάθεια να ερμηνευτούν επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο. Θύμισε ακόμα ότι, ανεξάρτητα από το αν ο κατηγορούμενος υπέβαλε μηνύσεις κατά την προδικασία, ο δικαστής υπόψη του οποίου τέθηκε το βασανιστήριο της ανάκρισης, όφειλε αυτεπαγγέλτως να ασκήσει δίωξη, αλλά δεν το έπραξε.