ΕΚΡΗΞΗ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
Η ώρα της Σαγρή. Της γυναίκας που ισχυρίστηκε ότι ένα βράδυ, στην άδεια καφετέρια στο λιμάνι του Πειραιά, καθόταν αυτή και περίμενε να ξημερώσει για να πάει στη Σαντορίνη και στο διπλανό τραπέζι καθόταν ο Σάββας Ξηρός με την Αγγελική Σωτηροπούλου. Της έκαναν τόση εντύπωση που αποτύπωσε τα χαρακτηριστικά τους και όταν αργότερα τους είδε στην τηλεόραση τους γνώρισε. Δεν έκανα καμιά κίνηση να πάει στην Αστυνομία, αλλά το είπε σε έναν οικογενειακό φίλο… απόστρατο αξιωματικό της Ασφάλειας κι αυτός της είπε ότι κάθε λεπτομέρεια έχει σημασία και να πάει να καταθέσει! Και ποια ήταν αυτά τα χαρακτηριστικά που της έκαναν εντύπωση και τα συγκράτησε; Γιατί δεν είναι και τόσο συνηθισμένο να βλέπεις δυο ανθρώπους μες στη νύχτα και να αποτυπώνεις τα χαρακτηριστικά τους.
Την Αγγ. Σωτηροπούλου μπορούσε να την περιγράψει ως σωματότυπο: κοντή, αδύνατη, με μακριά μαλλιά. Οπως την είχε δει στην τηλεόραση. Ηταν μια τόσο οικεία φιγούρα εκείνη την περίοδο. Το Σάββα, όμως, μπορούσε να τον περιγράψει μόνο όπως τον είδε μετά την έξοδό του από την εντατική και τη μεταφορά του στη φυλακή. Οπως περπατούσε όταν τον είδε στην τηλεόραση (αργά) έτσι τον είχε δει κι εκείνο το βράδυ στον Πειραιά!!! Ενας βαριά τραυματίας, σχεδόν τυφλός, που μόνο υποβασταζόμενος μπορούσε να κινηθεί, περπατούσε το ίδιο όπως τον είχε δει πριν δυο μήνες υγιέστατο! Και αναγνώρισε –είπε- το βλέμμα του! Αναγνώρισε το βλέμμα ενός ανθρώπου που υποτίθεται ότι τον είχε δει δυο μήνες πριν και στο μεταξύ αυτός είχε σχεδόν τυφλωθεί!! Είναι φανερ ότι η Σαγρή ποτέ δεν είχε τη συνάντηση που λέει. Μόνο στην τηλεόραση έχει δει το Σάββα και τη Σωτηροπούλου.
Το πιο προκλητικό. Η κυρία αυτή ουδέποτε ταξίδεψε στη Σαντορίνη. Εχει μόνο εισιτήρια με το τρένο Θεσσαλονίκη-Αθήνα και επιστροφή. Την έστησε –λέει- ο πράκτορας! Κι ούτε τα λεφτά πήρε ποτέ πίσω, μολονότι τα λεφτά δεν της περισσεύουν (υποτίθεται ότι έμεινε ξάγρυπνη στο λιμάνι για να μη πληρώσει λεφτά σε ξενοδοχείο)!! Δε θυμόταν καν το όνομα του πλοίου με το οποίο θα έφευγε. Στην πρώτη δίκη είχε πει High Speed, τώρα περιέγραψε συμβατικό πλοίο και κατέληξε στο «Ιθάκη». Όταν ρωτήθηκε τι χρώμα είχε το πλοίο, απάντησε αβίαστα λευκό. Ομως, το «Ιθάκη» είναι ένα από τα Blue Star και το χρώμα του είναι βαθύ μπλε! Το χρώμα είναι το σήμα κατατεθέν των πλοίων αυτής της εταιρίας. Δε θυμόταν ούτε το όνομα του ξενοδοχείου που θα έμενε. Δε μπορούσε να πει πώς θα την έβρισκε ο πράκτορας για να της δώσει τα εισιτήρια (θα την έπαιρνε τηλέφωνο και θα του έλεγε αυτή ότι κρατούσε κόκκινη τσάντα, για να την αναγνωρίσει, αλλά τελικά δεν την πήρε τηλέφωνο, ενώ στην πρώτη δίκη είχε πει ότι ο πράκτορας θα κρατούσε μια πινακίδα και θα τον αναγνώριζε αυτή)! Υποτίθεται ότι είχε κερδίσει τη διαμονή από κάποιο γυμναστήριο, ότι θα πήγαινε μαζί με άλλα άτομα από άλλες περιοχές της Ελλάδας, αλλά μόνο σ’ αυτή έτυχε η… γκαντεμιά και δεν ταξίδεψε!! Της είπαν ότι το εισιτήριο που δεν χρησιμοποίησε ισχύει για ένα χρόνο, αλλά αυτή έκανε το ταξίδι στη Σαντορίνη το Σεπτέμβρη, από τη Θεσσαλονίκη και όχι από τον Πειραιά.
Και αυτό, όμως, δε μπορεί να το αποδείξει!!! Και το όνομά της δεν ήταν στη λίστα του «Πρίνου» που είχε κάνει αυτή την προσφορά σε πελάτες του! Το είχε ψάξει η «Ελευθεροτυπία» στη διάρκεια της πρώτης δίκης και το είχε αποκαλύψει.
Και αυτό, όμως, δε μπορεί να το αποδείξει!!! Και το όνομά της δεν ήταν στη λίστα του «Πρίνου» που είχε κάνει αυτή την προσφορά σε πελάτες του! Το είχε ψάξει η «Ελευθεροτυπία» στη διάρκεια της πρώτης δίκης και το είχε αποκαλύψει.
Η μάρτυρας αμφισβητήθηκε από την έδρα. Αλλωστε, έχει αμφισβητηθεί και από το πρώτο δικαστήριο, το οποίο αθώωσε (κατά πλειοψηφία) την Αγγ. Σωτηροπούλου. Ηρθε, μάλιστα, με νέα γραμμή: εγώ δεν τους είδα να κάνουν τίποτα κακό. Στο πρώτο δικαστήριο, όμως, έλεγε ότι τους είδε και… της κόπηκε η ανάσα (τόσο άγριοι ήταν οι… τρομοκράτες)! Οταν ήρθε η σειρά της υπεράσπισης (Δ. Βαγιανού και Γ. Κούρτοβικ), η Σαγρή διαλύθηκε εις τα εξ ών συνετέθη. Φάνηκε καθαρά ότι αυτή ουδέποτε βρέθηκε στον Πειραιά. Ακόμα και η καφετέρια που περιέγραφε δεν υπάρχει! Θα νόμιζε κανείς ότι εννοεί κάποια από τις καφετέριες που είναι μέσα στο λιμάνι. Αυτή, όμως, μιλούσε για καφετέρια έξω από την Πύλη Γ του λιμανιού, υπερυψωμένη, με σκαλάκια. Τέτοια καφετέρια δεν υπάρχει στην περιοχή του λιμανιού, πώς να το κάνουμε!! Υπάρχει η καφετέρια μέσα στο λιμάνι, η οποία είναι ανοιχτή σε 24ωρη βάση, όπως προέκυψε και από σχετική βεβαίωση του ΟΛΠ, που είχε προσκομίσει η υπεράσπιση. Οσο για τον πράκτορα που θα της τηλεφωνούσε, αυτό δε μπορούσε εκ των πραγμάτων να γίνει, γιατί το κινητό της ήταν παλιό και ξεφορτιζόταν γρήγορα! Δηλαδή, κατέβηκε στον Πειραιά για να βρει έναν πράκτορα (χωρίς να ξέρει ποιον) και το κινητό στο οποίο θα την έβρισκε ήταν ξεφορτισμένο!!! Θυμίζουμε ότι στην πρώτη δίκη δεν είχε πει τίποτα για κινητό, αλλά για πινακίδα που θα κρατούσε ο πράκτορας. Δεδομένου ότι –όπως είπε- οι υπόλοιποι του γκρουπ ταξίδεψαν για Σαντορίνη και τους είδε, πώς και δεν επικοινώνησε με τον πράκτορα που ήταν εκεί;
Στη διάρκεια των ερωτήσεων της υπεράσπισης η Σαγρή δεν είχε αρχή και τέλος. Της τηλεφώνησαν –είπε- από το γραφείο του Ζερβομπεάκου, τη μέρα που θα έβγαινε ο Σάββας από το νοσοκομείο, και της είπαν να τον δει στην τηλεόραση. Αυτή, όμως, στο Ζερβομπεάκο κατέθεσε ένα μήνα μετά (2 Οκτώβρη)! Οταν της το επισήμανε η Γ. Κούρτοβικ, έμεινε για λίγο… κόκαλο και μετά απάντησε ότι είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον ανακριτή, πριν πάει να καταθέσει! Είναι φανερό ότι με «άλλους» είχε επικοινωνία η κυρία, αφού στην ανάκριση εκείνη την περίοδο ήταν άγνωστη.
Για το ότι η Σαγρή λέει ψέματα δε χωρά αμφιβολία. Για το ότι μισεί θανάσιμα τη Σωτηροπούλου, επίσης (αυτό φάνηκε κυρίως στο πρωτόδικο). Το ερώτημα είναι αν έφτιαξε μόνη της όλο αυτό το παραμύθι ή αν από την αρχή συνεργάστηκε με την Ασφάλεια. Γιατί για το ότι από κάποια στιγμή και μετά συνεργάζονται στενά επίσης δε χωρά αμφιβολία.
Δ. Βαγιανού και Γ. Κούρτοβικ έκαναν εκτενή σχόλια, με τα οποία κατέδειξαν όλα τα ψέματα και όλες τις αντιφάσεις της Σαγρή. Σχόλιο επίσης έκανε έκανε και ο Χρ. Ξηρός, για να πει ότι με τέτοιους άθλιους ψευδομάρτυρες στήθηκε το κατηγορητήριο και σε τέτοιους άθλιους ψευδομάρτυρες στηρίχτηκαν οι καταδίκες στο πρώτο δικαστήριο.
ΛΗΣΤΕΙΑ ΕΛΤΑ ΒΥΡΩΝΑ
Ο μάρτυρας Κολιγιάννης, υπάλληλος των ΕΛΤΑ, περιέγραψε με λεπτομέρειες τον τρόπο που έγινε η ληστεία, χωρίς να αναγνωρίσει κανένα από τους δράστες. Ολα έγιναν γρήγορα, ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος, η ταραχή των υπαλλήλων δεδομένη και αυτός προσπαθούσε να μην κοιτάζει τους δράστες. Η πλάκα είναι ότι και αυτός έπεσε σε αντιφάσεις και έμπλεξε αυτά που είχε δει και είχε καταθέσει προανακριτικά, με αυτά που πληροφορήθηκε. Τότε, για παράδειγμα, είχε πει ότι είδε μόνο ένα άτομο να μπαίνει από τη σπασμένη πόρτα, ενώ τώρα κατέθεσε ότι είδε όλη τη φάση από την αρχή: τρεις έσπασαν την πόρτα με μια σιδηροτροχιά και δύο μπήκαν μέσα και πήραν τα λεφτά. Ηταν τόσο το μπλέξιμό του που επέμενε ότι τότε ήταν σαστισμένος και μπορεί να τα έλεγε λάθος, ενώ τώρα τα θυμάται πιο καλά! Την κατάθεσή του, όμως, την είχε δώσει την επομένη της ληστείας και επομένως το σάστισμα του είχε φύγει, ενώ είχε προφανώς μιλήσει και με τους συναδέλφους του. Το σημειώνουμε γιατί αποτελεί ενδεικτικό του μπερδέματος που υπάρχει στη μνήμη των ανθρώπων μετά από χρόνια. Μόνο οι ψευδομάρτυρες εμφανίζονται με βεβαιότητες.