Η συνεδρίαση συνεχίστηκε με αγορεύσεις συνηγόρων πολιτικής αγωγής. Αξιοσημείωτη για τις κραυγαλέες αντιφάσεις της, τα λογικά άλματα και την επιλεκτικότητά της ήταν η προσέγγιση του Β. Χειρδάρη, ο οποίος είπε ότι η 17Ν ξεκίνησε ως πολιτική οργάνωση, οι πράξεις της οποίας είχαν μερική λαϊκή αποδοχή. Αυτή τη λαϊκή αποδοχή εξέλαβε ως ενθάρρυνση, συνεχίζοντας και πέραν των βασανιστών της χούντας, γεγονός κατά τον συνήγορο απαράδεκτο. Ο ίδιος, πάντως, δήλωσε ότι αποδέχεται την αντικειμενική θεωρία για το πολιτικό έγκλημα, επικαλούμενος απόψεις του Βερζές, σύμφωνα με τις οποίες, αν χυθεί μια σταγόνα αίμα, αίρεται ο χαρακτήρας του πολιτικού εγκλήματος. Κατά τον Χειρδάρη, λοιπόν, στη συνέχεια άλλαξε ο χαρακτήρας της 17Ν, επειδή επιδόθηκε σε ληστείες, έπαψε να είναι επαναστατική οργάνωση και έγινε απλώς εγκληματική οργάνωση με στόχο το οικονομικό έγκλημα!!!
Ο Β. Χειρδάρης, πάντως, δεν παρέλειψε να στηλιτεύσει την απαράδεκτη και παράνομη μεταχείριση του Σάββα Ξηρού στον «Ευαγγελισμό», την οποία χαρακτήρισε βόμβα στο δικαιικό πολιτισμό και κάλεσε το δικαστήριο να μην πάρει υπόψη του καμιά από τις καταθέσεις του «Ευαγγελισμού».
Αμέσως μετά, ζήτησε το λόγο ο Δ. Κουφοντίνας και έκανε τη δική του τοποθέτηση για το ζήτημα. Μια τοποθέτηση καθαρά πολιτική, την οποία παραθέτουμε χωριστά.
Παρέμβαση Δημήτρη Κουφοντίνα
Θα σας διαβάσω μερικά αποσπάσματα από ένα άρθρο του σημερινού υπουργού Γιώργου Βουλγαράκη. Είναι από την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 20 Σεπτεμβρίου 2002.
«Δεν είναι συνεπώς ανεξήγητο γιατί οι δημοσκοπήσεις εμφάνιζαν ένα σημαντικό ποσοστό πολιτών –ένα σημαντικό ποσοστό, το υπογραμμίζω αυτό- να συμπαθούν ή και να συμμερίζονται σε κάποιο βαθμό τη δράση των τρομοκρατών!». Γράφει ότι «η παρέμβαση που έκανε στην πολιτική ζωή, καθυστερώντας τον εκσυγχρονισμό της πολιτικής ζωής, αφού κτύπησε καίρια κρίσιμους πυλώνες του ευρύτερου κεντροδεξιού χώρου σε περιόδους πολιτικής ανασύνταξης της παράταξης». «Οι δολοφονίες εκδοτών (Αθανασιάδης, Μομφεράτος) αποδυνάμωσαν το χώρο και οδήγησαν μακροπρόθεσμα στη συρρίκνωση της εμβέλειας των ΜΜΕ δεξιάς απόχρωσης». «Οι δολοφονίες ή οι απόπειρες κατά παραγόντων της οικονομικής ζωής της χώρας που θα μπορούσαν να στηρίξουν οικονομικά την πολιτική προσπάθεια επιστροφής της παράταξης στην εξουσία, λειτούργησαν αποτρεπτικά και έπληξαν καίρια το χώρο. Η δολοφονία Μπακογιάννη, στην κρισιμότερη περίοδο για το χώρο της δημοκρατικής δεξιάς αλλά και της πολιτικής ζωής της χώρας, είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις στο πολιτικό σύστημα και την εξέλιξή του. Ετσι, αν θεωρηθεί ότι ο κύριος ιδεολογικός αντίπαλος της 17Ν ήταν ο ευρύτερος χώρος της δεξιάς, πρέπει να ομολογήσουμε ότι σε κάποιο βαθμό πέτυχε το στόχο της. Και αν είναι αλήθεια ότι στην πολιτική τα πάντα κρίνονται από το αποτέλεσμά τους, τότε πέραν του δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος που μοιραία παρουσιάζει το θέμα, η τρομοκρατία έπληξε καίρια τη μετεξέλιξη και τον εκσυγχρονισμό του δεξιού χώρου, και τελικά την ίδια την πολιτική ζωή της χώρας».
Κύριοι δικαστές
Δυο λέξεις μπορούν να περιγράψουν όσα ακούσαμε τις τελευταίες μέρες από την εισαγγελία και την πολιτική αγωγή: παραλογισμός και υποκρισία. Ακούσατε πριν τι δήλωνε ένας πολιτικός αντίπαλός μας. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπιζε τη 17Ν το σύνολο του πολιτικού κόσμου, τα κόμματα, η κυβέρνηση, οι ξένες κυβερνήσεις: ως πολιτική οργάνωση λαϊκής βίας. Ετσι την αντιμετώπισε και το πρωτόδικο δικαστήριο. Ο εισαγγελέας Λάμπρου, αυτός που θα μείνει στην ιστορία με τη φράση «και για όσα ξέχασα να κηρυχτούν ένοχοι» δεν έχανε ευκαιρία να μας ανακηρύσσει εχθρούς της δημοκρατίας και της καθεστηκυίας τάξεως. Το ίδιο αυτοπαγιδευόμενος δήλωσε προχθές και ένας εκπρόσωπος της Π.Α. Ο εισαγγελέας Μαρκής είχε πει ότι αποκλειστικός σκοπός των ενεργειών ήταν η δημοσιοποίηση των απόψεων της οργάνωσης. Το ίδιο ακούσαμε και πάλι προχθές από άλλον εκπρόσωπο της Π.Α. Αν όλα αυτά δεν αποτελούν αναγνώριση του πολιτικού χαρακτήρα της δράσης της 17Ν, τότε τι είναι;
Ο δε πρόεδρος του δικαστηρίου, ο οποίος στο ακροατήριο αναγνώρισε ευθαρσώς πολιτικά κίνητρα, έγραψε μια απόφαση που ξεφεύγει από τα νομικά πλαίσια και εκτρέπεται σε πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση με την οργάνωση και την επαναστατική αριστερά, σε ένα κείμενο με πάμπολλες αναφορές στον Μαρξ, τον Λένιν, τις διάφορες τάσεις του επαναστατικού κινήματος κ.ά. Την απόφαση με την οποία καλείστε να δικάσετε κάποιοι δημοσιογράφοι την ονόμασαν εύστοχα «προκήρυξη της καθεστηκυίας τάξεως». Και είναι εύστοχος αυτός ο χαρακτηρισμός, γιατί αυτό έγινε πρωτόδικα, το ίδιο γίνεται και τώρα: το κράτος, μέσω των θεσμών του, το υπερκράτος των ξένων επικυρίαρχων, μέσω των ποικίλων μηχανισμών του, και οι πλουσιότερες και ισχυρότερες πολιτικά και οικονομικά οικογένειες αυτής της χώρας, με τα παντοδύναμα ΜΜΕ που ελέγχουν και με τους εκπροσώπους τους, δικάζουν πολιτικούς αντιπάλους της καθεστηκυίας τάξεως.
Σ’ αυτή την αίθουσα δεν δικάζονται απλώς κάποιοι άνθρωποι, σχετικοί ή άσχετοι με τη 17Ν. Δεν δικάζεται απλώς μια επαναστατική οργάνωση, αλλά συνολικά η επαναστατική αντικαθεστωτική δράση. Δεν αντιπαρατίθενται απλώς δυο μορφές βίας, η επίσημη, θεσμική, κρατική βία με τη δίκαιη λαϊκή αντιβία. Αντιπαρατίθενται δύο διαφορετικές πολιτικές, δύο διαφορετικές ιδεολογίες, δύο διαφορετικοί κόσμοι. Και αυτή την αντιπαράθεση το καθεστώς δεν θα τη διεξαγάγει δίκαια, δεν θα την κάνει τίμια. Δεν δίστασε να καταπατήσει κάθε νόμο του που χρειάστηκε, δεν δίστασε να θεσπίσει ειδικούς για την περίσταση έκτακτους νόμους. Στόχος του να απαξιωθεί η ένοπλη λαϊκή αντιβία, αλλά και το σύνολο της επαναστατικής δράσης, να καταργηθεί η ίδια η έννοια της πολιτικής δράσης (αυτό που ονομάζουν πολιτικό έγκλημα), να καταργηθεί η έννοια της πολιτικής δίκης.
Το έχουμε ξαναζήσει αυτό στη χώρα μας. Είδαμε εδώ μέσα παράγοντες της Π.Α. και της εισαγγελίας να έρχονται και να καταρρακώνουν το κύρος τους, να κουρελιάζουν την αξιοπιστία τους, να ρητορεύουν σπουδαιοφανώς και με στόμφο, να κατατρίβονται σε ατελείωτες νομικές βυζαντινολογίες, να επικαλούνται μεφελώδεις και περίπλοκες θεωρίες με βαρύγδουπα ονόματα για να συσκοτίσουν την πραγματικότητα, να την μεταμφιέσουν, να κάνουν το άσπρο μαύρο, να μας πουν ότι δεν είμαστε αυτό που είμαστε, να πείσουν την κοινωνία που βιωματικά εδώ και 27 χρόνια γνωρίζει, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή όχι, τι ήταν η οργάνωση 17Ν.
Και τι δεν ακούσαμε εδώ μέσα. Η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο αγκαλιά με τον παραλογισμό. Πρώτα-πρώτα περίλαβαν το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα όμως του 1975 και του 2001 δεν αναφέρει ούτε για πολιτικά πλημμελήματα, ούτε για καλά ή κακά πολιτικά εγκλήματα. Είναι γραμμένο στην απλή, κοινή ελληνική γλώσσα και χρησιμοποιεί απλές κοινές έννοιες. Αναφέρει ρητά ότι υπάρχουν πολιτικά και μη πολιτικά εγκλήματα. Ότι όλα, και τα πολιτικά και τα μη πολιτικά, δικάζονται με τη συμμετοχή του λαού, στα ΜΟΔ. Ότι ορισμένα μόνο από τα μη πολιτικά δικάζονται από εφετεία, τα υπόλοιπα μη πολιτικά και όλα τα πολιτικά δικάζονται από ΜΟΔ. Ετσι απλά είναι τα πράγματα. Όταν δεν συμβαίνει αυτό υπάρχει παραβίαση του Συντάγματος. Όταν υπάρχει νόμος που το επιτρέπει, ο νόμος αυτός είναι αντισυνταγματικός. Όταν υπάρχει δικαστική απόφαση που το επιτρέπει, αυτή η απόφαση είναι απλώς αντισυνταγματική. Αυτό που κάνετε, κύριοι, είναι να συσκοτίζετε την πραγματικότητα, να καταπατάτε τα όσια και τα ιερά σας, το ίδιο σας το Σύνταγμα.
Ερχεστε να μας δικάσετε με έναν αντισυνταγματικό νόμο με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος». Πρόκειται για άλλη μία νομική αγυρτεία και πολιτική απάτη, γιατί αυτός ο νόμος δεν δίκασε και ούτε πρόκειται να δικάσει ποτέ το οργανωμένο έγκλημα. Ακολουθεί απλώς τη λαμπρή παράδοση της εξουσίας να δικάζει τους αντιπάλους της με ψευδεπίγραφους νόμους, άλλοτε ως ζωοκλέφτες, άλλοτε ως ληστές, άλλοτε ως κατασκόπους, άλλοτε ως τρομοκράτες. Η ειδοποιός διαφορά, κατά τον Μανωλεδάκη, του οργανωμένου εγκλήματος από το κοινό έγκλημα βρίσκεται στην στήριξή του από τμήματα του κρατικού μηχανισμού και γι’ αυτό το πραγματικό οργανωμένο έγκλημα δεν θα δικαστεί ποτέ από αυτόν τον ψευδεπίγραφο νόμο. Το είδαμε κατά την εποχή των συλλήψεων για τη 17Ν, όταν μέσα σε τυμπανοκρουσίες εξαρθρώθηκε υποτίθεται η λεγόμενη μαφία των νονών. Μόλις διαπιστώθηκε όμως ότι στην υπόθεση εμπλέκονται στελέχη του κρατικού μηχανισμού και όχι μόνο κατώτερων βαθμίδων, την υπόθεση την έφαγε το μαύρο σκοτάδι. Το βλέπουμε αυτές τις μέρες με το λεγόμενο παραδικαστικό κύκλωμα που, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες να περιοριστεί, αποψιλώνει την Π.Α. από τους διαπρύσιους κήρυκες της ηθικής, όπου εμπλέκονται ανώτερα κρατικά στελέχη. Υπάρχει μεγαλύτερο και ανηθικότερο παράδειγμα οργανωμένου εγκλήματος; Εφαρμόστηκε εδώ ο αντιτρομοκρατικός; Όχι, και ούτε θα εφαρμοστεί. Αυτός ο νόμος έγινε αποκλειστικά για την επαναστατική πράξη.
Διαφέρει όμως η ένοπλη δράση από το κοινό και το οργανωμένο έγκλημα; Δυστυχώς, είμαστε υποχρεωμένοι να απαντήσουμε σοβαρά σ’ αυτή την ερώτηση της Π.Α. και της εισαγγελίας. Εδώ φαίνεται ότι δεν ισχύει το αυτονόητο, η κοινή λογική.
Η επαναστατική πράξη, το κοινό έγκλημα και το οργανωμένο έγκλημα το μόνο κοινό χαρακτηριστικό που έχουν είναι ότι στρέφονται εναντίον του ισχύοντος δικαίου, συγκρούονται με το νόμο, τον παραβαίνουν, αλλά στο όνομα άλλων αξιών το καθένα. Ειδικότερα το οργανωμένο έγκλημα δεν στρέφεται κατά του κοινωνικού συστήματος, αντίθετα χρειάζεται το υπάρχον κοινωνικό σύστημα, θέλει να παραμείνει η κοινωνία όπως είναι, για να μπορεί να συνεχίσει να ιδιοποιείται με παράνομα μέσα ένα μέρος του κοινωνικού πλούτου. Το κοινό έγκλημα, όπως το λέτε στη γλώσσα σας, ιδιαίτερα τα αδικήματα λόγω της φτώχειας, αποτελούν έμπρακτη κριτική στο δικαιακό και κοινωνικό σύστημα, είναι κοινωνικά και άρα με την ευρεία έννοια πολιτικά, διαφέρουν όμως από τη συνειδητή και οργανωμένη επαναστατική πράξη.
Η ένοπλη πάλη, η επαναστατική πράξη στρέφεται εναντίον του υπάρχοντος δικαίου, γιατί είναι άνισο, άδικο και απάνθρωπο. Στρέφεται εναντίον του κοινωνικού συστήματος, των θεσμών, της αυταρχικής ρύθμισης της κοινωνικής ζωής.
Κύριοι δικαστές, ποια ήταν η δράση της 17Ν;
Η 17Ν χτύπησε το σταθμάρχη της CIA, τους στρατιωτικούς ακόλουθους των Αγγλών και των Αμερικανών, βιομήχανους, πολιτικούς, κρατικούς αξιωματούχους, εφορίες, ξένες πολυεθνικές. Επειτα από κάθε χτύπημα, αλλά και ανεξάρτητα από αυτά, έστελνε πάντα προκηρύξεις όπου εξηγούσε τα αίτια και τη σημασία του χτυπήματος, με τις οποίες προσπαθούσε να κινητοποιήσει το λαό. Με την ίδια τη δράση της αποδείκνυε ότι το σύστημα δεν είναι άτρωτο, μπορεί να χτυπηθεί. Με τα κείμενα και με τη δράση της προσπαθούσε να δείξει ότι το ανέφικτο μπορεί να πραγματοποιηθεί. Σημαντικές κοινωνικές μερίδες συμφωνούσαν με τη δράση της, ένιωθαν ότι εκπροσωπούνται πολιτικά από αυτήν, την εκλάμβαναν ως απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης. Επειτα από κάθε χτύπημα, τα κόμματα, η κυβέρνηση έβγαζαν ανακοινώσεις, ξένες κυβερνήσεις αντιδρούσαν. Τι νομίζετε, αυτό δεν αποτελεί πολιτική δράση, είναι κοινό αδίκημα; Δεν είχε πολιτικά κίνητρα, δεν παρήγε πολιτικά αποτελέσματα, δεν είχε πολιτική στόχευση; Και αν αυτό δεν είναι πολιτικό έγκλημα, όπως το λέτε στη διάλεκτό σας, τότε τι είναι η πολιτική δράση;
Ακουσα τον κ. Βασιλακόπουλο, σε μια προσπάθεια να διασώσει την αξιοπιστία και το επιστημονικό του κύρος, να αναγνωρίζει στη 17Ν πολιτικά κίνητρα. Γιατί όμως δεν προχώρησε άλλο ένα βήμα, αφού αποδέχτηκε αυτό που οι κακοπροαίρετοι καταλογίζουν, ότι έχει έναν υποκειμενικό καθορισμό, δεν αποδέχτηκε τα πολιτικά αποτελέσματα που υπάρχουν αντικειμενικά και τα αναγνωρίζουν και οι πολιτικοί μας αντίπαλοι, όπως ακούσατε και στο αρχικό κείμενο που διάβασα;
Όμως ρώτησε κάτι ο κ. Βασιλακόπουλος. Αν αναγνωρίζουμε ως πολιτικό έγκλημα τη δράση των χουντικών και άρα και τη δίκη τους ως πολιτική. Μα δεν θα μπορούσαμε να αμφισβητήσουμε την πολιτική ιδιότητα του Παπαδόπουλου, ούτε του Χίτλερ, ούτε του Μουσολίνι. Αλλωστε, οι δυο τελευταίοι ήταν και εκλεγμένοι. Η διαφορά μας με αυτούς είναι το ότι αυτοί εξέφραζαν τα συμφέροντα των αρχουσών τάξεων των χωρών τους, ενώ εμείς προσπαθήσαμε να εκφράσουμε τους πόθους και τα συμφέροντα του λαού. Και αυτή η διαφορά φαίνεται και στο εξής: Το ’74-’75 το πάνδημο σύνμθημα ήταν «δώστε τη χούντα στο λαό». Δεν άκουασα όμως κανέναν να φωνάζει «δώστε τη 17Ν στο λαό». Αντίθετα, εμείς ζητάμε να μας δώσετε στο λαό, να έρθει ο λαός εδώ μέσα, να έρθει το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, να μεταδώσουν στο λαό τη δίκη. Και σεις αποκλείετε το λαό.
Δεν θα αναφερθώ καθόλου στην προσωπική επίθεση του εκπροσώπου των Αγγλών και Αμερικανών και της εκπροσώπου της οικογένειας Μητσοτάκη. Δεν έχουν τη δύναμη να αντιτάξουν ιδέες στις ιδέες και καταφεύγουν σε χυδαίες ύβρεις και συκοαφντίες.
Μας είπε ο εκπρόσωπος των Αγγλοαμερικανών εγκληματίες. Θα του πω ποιοι είναι εγκληματίες. Θα του θυμίσω το κατηγορητήριο της δίκης της Νυρεμβέργης. «Η εξαπόλυση επιθετικού πολέμου δεν είναι απλώς μια απλή μορφή διεθνούς εγκλήματος, αλλά η χειρότερη μορφή εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, γιατί σ’ ένα τέτοιο πόλεμο η τρομοκρατία και η φρίκη συνενώνονται στη χειρότερη μορφή».
Θα του θυμίσω τον εύψυχο, κομμουνιστή διανοούμενο Πίντερ που αναρωτήθηκε: «Φέραμε τα βασανιστήρια, τις έξυπνες βόμβες, το απεμπλουτισμένο ουράνιο, τις αμέτρητες τυφλές δολοφονίες, την εξαθλίωση και το θάνατο στον Ιρακινό λαό και το ονομάσαμε “έλευση της δημοκρατίας και της ελευθερίας στη Μέση Ανατολή”. Πόσους ανθρώπους πρέπει να σκοτώσεις για να πάρεις τον τίτλο του κατά συρροή δολοφόνου και του εγκληματία πολέμου;». «Η εισβολ’ή στο Ιράκ ήταν μια ληστρική ενέργεια, μια ενέργεια αιματηρής κρατικής τρομοκρατίας που επέδειξε απόλυτη περιφρόνηση προς την έννοια του διεθνμούς δικαίου… Μια τρομακτική επιβεβαίωση στρατιωτικής ισχύος υπεύθυνη για τον θάνατο και τον ακρωτηριασμό χιλιάδων και χιλιάδων αθώων ανθρώπων».
Θα του θυμίσω επίσης τι έλεγε ο Ηλίας Ηλιού στη δίκη των κομμουνιστών που δικάζονταν με την κατηγορία της κατασκοπίας: «Είναι χαρακτηξριστικόν εκείνων που εκφράζουν την ιδεολογίαν των συντηρητικών και των προνομιούχων να μην κατηγορούν τους αντιπάλους των για τις ιδέες των αλλά να τους στιγματίζουν ως προδότας και εγκληματίας».
Οσο για μένα είναι τιμή αυτός ο χαρακτηρισμός από αυτόν τον κύριο και τους εντολείς του. Είναι τιμή να συγκαταλεγόμαστε σ’ αυτούς που τους λέγανε κλέφτες, κομμουνιστοσυμμορίτες, σφαγείς, εγκληματίες, όλους αυτούς που, όπως λέει ο ποιητής, τους τρέμουνε των κάμπων οι κιοτήδες και μ’ ονόματα τους κράζουν πονηρά, κλέφτες κι απελάτες και προδότες.
Αυτοί ας μείνουν με τους γραικύλους, τους δοσίλογους, τους αποστάτες. Εμείς θα ‘μαστε πάντα με τους ανυπότακτους και τους εξεγερμένους.
Τον πολιτικό χαρακτήρα της δράσης της 17Ν και επομένως και των δικαζόμενων αδικημάτων υποστήριξε και ο συνήγορος του Τσελέντη, Β. Κουνέλλης. Ομως, πρόταση δεν υπέβαλε. Περιορίστηκε να εκφράσει την εμπιστοσύνη του εντολέα του προς το δικαστήριο.
Ο Σ. Φυτράκης, σε μια μεστή τοποθέτηση αναφέρθηκε στην εντατικοποίηση της καταστολής στο διεθνές ποινικό δίκαιο και στην αποπολιτικοποίηση των πολιτικών αδικημάτων. Συμπληρωματική επιχειρηματολογία για την υπεράσπιση Γ. Σερίφη εισέφερε ο Γ. Ιωαννίδης.
Η Μ. Δαλιάνη (υπεράσπιση Κονδύλη), επιχειρηματολογώντας εξαντλητικά πάνω στα ουσιαστικά ζητήματα (νομικά και πολιτικά), ξεκαθάρισε ότι ο εντολέας της δεν ζητάει ευνοϊκή μεταχείριση, αλλά θέλει να του αναγνωριστεί η ιδιότητα του πολιτικού αντιπάλου του συστήματος, να δικαστεί ως τέτοιος και όχι ως κοινός εγκληματίας.
Τη σκυτάλη πήρε ο Β. Καρύδης, που με μια συστηματική θεωρητική ανάλυση έκανε σκόνη τα επιχειρήματα της πολιτικής αγωγής, καταδεικνύοντας την υποκρισία τους. Η Γ. Κούρτοβικ από τη μεριά της ξεκίνησε βάζοντας το ζήτημα στην πραγματική πολιτική βάση του. Εψεξε την πολιτική αγωγή, που εξετράπη σε ύβρεις κατά των κατηγορούμενων, ενώ εκπροσωπεί μερικές από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές οικογένειες, που έχουν ρημάξει τον τόπο, που έχουν ρημάξει τον κρατικό προϋπολογισμό, τα ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ. Από τη μια είναι οι κατηγορούμενοι, παιδιά λαϊκών οικογενειών όλοι τους και από την άλλη είναι τόσος συσσωρευμένος πλούτος όσος δεν έχει υπάρξει μαζεμένος σε άλλη δίκη. Οι αναφορές αυτές ενόχλησαν τον πρόεδρο, που προσπάθησε να σταματήσει τη συνήγορο, όμως η Γ. Κούρτοβικ συνέχισε και ολοκλήρωσε τη σκέψη της, περνώντας στην παρουσίαση του πολιτικού χαρακτήρα της δράσης της 17Ν και μάλιστα όχι γενικά και αόριστα πολιτικού, αλλά συγκεκριμένης πολιτικής κατεύθυνσης, αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής, ανατρεπτικής, σοσιαλιστικής. Η Γ. Κούρτοβικ έκανε κάτι εξαιρετικά απλό αλλά και έξυπνο. Ανέτρεξε στην πρωτόδικη απόφαση, διά χειρός Μαργαρίτη, και βρήκε ολόκληρη την πολιτική ανάλυση που υπάρχει σ’ αυτή, για τη γέννηση της 17Ν, για τη σχέση της με τους πολιτικούς ανταγωνισμούς της μεταπολίτευσης, για την πολιτικοϊδεολογική σχέση της με το διεθνές αντάρτικο πόλης, για τους προγραμματικούς της στόχους κ.λπ. Φάνηκε καθαρά, λοιπόν, και μέσα απ’ αυτές τις αναφορές, ότι το προηγούμενο δικαστήριο αντιμετώπισε τη 17Ν ως πολιτική οργάνωση και με αυτά τα κριτήρια δίκασε. Αλλά δίκασε ως έκτακτο δικαστήριο. Η Γ. Κούρτοβικ έκανε ίσως τη μεγαλύτερη αγόρευση. Μια αγόρευση ολοκληρωμένη, με την οποία δεν άφησε να πέσει τίποτα κάτω. Νομίζουμε ότι μαζί με την αγόρευση του Γ. Γκουντούνα (στις πρωτολογίες) ήταν οι πιο ολοκληρωμένες παρεμβάσεις σ’ αυτό το στάδιο της δίκης και όσοι ενδιαφέρονται θα πρέπει να ανατρέξουν στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά.
Ακολούθησε ο Γ. Ραχιώτης που ξεκίνησε ξεκαθαρίζοντας ότι ο εντολέας του Αλ. Γιωτόπουλος δηλώνει ότι είναι αθώος και ότι δεν συμφωνεί με τη δράση της 17Ν όλα αυτά τα χρόνια, αλλά στηρίζει την ένσταση, γιατί κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να δικαστεί από το φυσικό του δικαστή. Ο Γιωτόπουλος –είπε ο συνήγορος- διεκδικεί την αθώωσή του για καθαρά νομικούς λόγους. Γιατί δεν έκανε αυτό που του αποδίδουν. Δεν υπήρξε αρχηγός κανενός. Εμπλέχτηκε σε μια άδικη διαδικασία εναντίον του. Καταδικάστηκε για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Ως προς το άτομό του έχουμε μια μη δίκη, μια αντιστροφή της διαδικασίας. Δεχόμενοι ότι η 17Ν ήταν πολιτική οργάνωση, αυτό έχει συνέπειες για την κατηγορία κατά Γιωτόπουλου, γι’ αυτό και στηρίζει την ένσταση για το πολιτικό έγκλημα. Η παραδοχή της πολιτικής φύσης της οργάνωσης καθιστά αυταπόδεικτο τον εξωπραγματικό χαρακτήρα της κατηγορίας κατά Γιωτόπουλου, γιατί δεν θα μπορούσε να είναι αυτό που του αποδίδεται στο πλαίσιο οποιασδήποτε πολιτικής οργάνωσης. Στερείται η κατηγορία ακόμα και από σοβαρότητα. Το μοντέλο ενός που δίνει εντολές από το σπίτι του, χωρίς να συμμετέχει στη δράση μιας οργάνωσης, δεν μπορεί να λειτουργήσει. Θα μπορούσε αυτό να ισχύσει ίσως σε μια μαφιόζικη οργάνωση, όχι όμως σε μια πολιτική οργάνωση. Ακόμα και σε κλασικά μοντέλα αρχηγικών οργανώσεων ο ηγέτης είχε προσωπική συμμετοχή στους κινδύνους.
Μετά απ’ αυτή την εισαγωγή, ο Γ. Ραχιώτης ανέπτυξε την επιχειρηματολογία του σχετικά με το γιατί η 17Ν ήταν μια οργάνωση της Αριστεράς, που ασκούσε πολιτική βία. Ακόμα και αν χαρακτηρίσουμε εγκληματική τη δράση της –είπε- αυτή δεν παύει να είναι πολιτική. Οι τόνοι του συνηγόρου ήταν ιδιαίτερα κατεβασμένοι σε σχέση με την προηγούμενη δίκη (εκείνα τα περί «επιτιθέμενης αριστεράς», που είχαν δημιουργήσει ιδιαίτερη αίσθηση πρωτοδίκως, δεν επαναλήφθηκαν) και η τοποθέτησή του σαφής: Και εγώ και ο εντολέας μου και πολλοί άλλοι διαφωνούμε με τη δράση της 17Ν τις τελευταίες δεκαετίες, πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι ήταν ένα από τα πιο τολμηρά και ρηξικέλευθα εγχειρήματα της ελληνικής αριστεράς. Ο Γ. Ραχιώτης εμμέσως δικαιολόγησε αυτή την αλλαγή στην επιχειρηματολογία του, δηλώνοντας ότι η μεγαλύτερη προσφορά στον αντιαμερικάνικο αγώνα δεν είναι ένας αριστερός αντιαμερικάνικος βερμπαλισμός, αλλά ο αγώνας για το συγκεκριμένο, ο αγώνας για να καταπέσει η κατηγορία ενάντια σε συγκεκριμένους ανθρώπους. Αυτό – κατέληξε- δεν μπορεί να το κάνει ο αμέτοχος Γιωτόπουλος, αλλά εκείνοι που γνωρίζουν!
Μετά τον Γ. Ραχιώτη έκανε μια σύντομη παρέμβαση ο Σ. Φυτράκης, για να διαφοροποιηθεί από ένα σημείο της αγόρευσής του και συγκεκριμένα από την αναφορά ότι και τα αδικήματα της χούντας έπρεπε να χαρακτηριστούν πολιτικά. Κατά την επιχειρηματολογία Φυτράκη, οι βίαιες αλλαγές που γίνονται ή επιχειρούνται από τμήματα του εξουσιαστικού μηχανισμού ενός αστικού, ενός καπιταλιστικού κράτους, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτική δράση, γιατί ως πολιτική δράση νοείται μόνο ο αγώνας για την ελευθερία.
Ο πρόεδρος ανακοίνωσε ότι το δικαστήριο θα διακόψει τις συνεδριάσεις την Πέμπτη 22 Δεκέμβρη και θα ξαναρχίσει στις 3 Γενάρη. Για το τελευταίο υπήρξαν διαμαρτυρίες από συνηγόρους.