Την πρόθεσή της να περικόψει το «κίνητρο απόδοσης», ύψους 150 ευρώ, έκανε γνωστή η κυβέρνηση από τους 2000 περίπου εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας, που βρίσκονται στη μετεκπαίδευση και σε εκπαιδευτικές άδειες και από 1000 περίπου της δευτεροβάθμιας.
«Λογικό» ακούγεται, θα βιαστούν να που κάποιοι, αφού οι εκπαιδευτικοί αυτοί για δύο ή τρία χρόνια δεν θα έχουν επαφή με τη διδακτική πράξη.
Η αλήθεια όμως είναι πίσω απ’ τη βιτρίνα και το λογικοφανές.
Το «κίνητρο απόδοσης», όπως και όλα τα άλλα επιδόματα, δόθηκαν στους εκπαιδευτικούς ως αύξηση έπειτα από μακροχρόνιους απεργιακούς αγώνες. Η επιδοματική πολιτική είναι γνωστή και προσφιλής σε όλες τις κυβερνήσεις και ακολουθείται συστηματικά απέναντι σ’ όλους τους εργαζόμενους που διεκδικούν να ζήσουν με αξιοπρέπεια απ’ το μισθό τους.
Τα επιδόματα λογίζονται χώρια από το βασικό μισθό, καθηλώνονται με τα χρόνια σ’ ένα δραχμικό ποσό, ενώ δεν υπολογίζονται στις συντάξεις, ανακουφίζοντας έτσι το κεφάλαιο και το κράτος του.
Από την άλλη καλλιεργούν αντιθέσεις ανάμεσα στους διάφορους κλάδους εργαζομένων, που λειτουργούν αποτρεπτικά στην έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης, σε περίπτωση που κάποιος κλάδος απεργεί διεκδικώντας αυξήσεις.
Το «κίνητρο απόδοσης», λοιπόν, δεν είναι στην ουσία τίποτε άλλο από μέρος του μισθού. Δεν είναι τίποτε άλλο από κάποια αύξηση που πέτυχαν οι εκπαιδευτικοί, που σημειωτέον είναι οι χαμηλότερα αμειβόμενοι από τους συναδέλφους τους στην ΕΕ.
Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι ονομάστηκε «κίνητρο απόδοσης», ώστε να δίνει την ευχέρεια στο κράτος-εργοδότη να το συναρτά άμεσα με το εκπαιδευτικό τους έργο. Παραπέμπει δε ευθέως και χωρίς προσχήματα στις γνωστές θεωρίες περί σύνδεσης του μισθού με την παραγωγικότητα.
Το νομοθετικό πλαίσιο για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και του έργου του είναι σίγουρο ότι θα διευκολύνει το κράτος σ’ αυτού του είδους τις επιδιώξεις του (περικοπή του μισθού, καλλιέργεια φόβου και υποταγής), αφού «νομίμως» πια θα αφαιρείται απ’ τον πενιχρό μισθό του «μη παραγωγικού» και «μη αποδοτικού» εκπαιδευτικού σημαντικό τμήμα του (κίνητρο απόδοσης).
Η αρχή, λοιπόν, γίνεται προσπάθεια να γίνει από τώρα με αιχμή τους εκπαιδευτικούς που βρίσκονται στη μετεκπαίδευση και σε εκπαιδευτικές άδειες.
Προς τούτο γίνεται επίκληση ου άρθρου 12, παράγραφος 3 του Ν.3205, που ψηφίστηκε το Δεκέμβρη του 2003. Το άρθρο ορίζει ότι «το κίνητρο απόδοσης περικόπτεται σε κάθε περίπτωση θέσεως του υπαλλήλου σε αργία ή διαθεσιμότητα για οποιονδήποτε λόγο, εκτός από το διάστημα που οι υπάλληλοι τελούν σε θεσμοθετημένες άδειες (κανονικές, συνδικαλιστικές, ειδικές, εκπαιδευτικές μικρής διάρκειας έως δύο (2) μηνών…).
Η κυβέρνηση έχει ζόρια και προσπαθεί να βγάλει κι απ’ τη μύγα ξύγκι. Εννοείται ότι «μύγα» είναι πάντα οι εργαζόμενοι και όχι το κεφάλαιο προς το οποίο οι παροχές δίνονται αφειδώς.