Πόσα χρόνια τώρα ακούμε για αναπτυξιακούς νόμους; Πάνω από δυο δεκαετίες. Ο ένας νόμος διαδέχεται τον άλλο, οι καπιταλιστές υποβάλλουν αιτήματα και οι κυβερνήσεις τους ικανοποιούν, επικαλούμενες πάντα την ανάπτυξη που θα φέρει νέες θέσεις εργασίας. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Η ανάπτυξη πότε είναι ανύπαρκτη, πότε αναιμική, πότε κάπως καλύτερη (όπως την τελευταία τετραετία με τα μεγάλα έργα υποδομής ενόψει και της Ολυμπιάδας), όμως η ανεργία όχι μόνο δεν μειώνεται αλλά συνεχώς αυξάνεται και έχει φτάσει αισίως το 12% (σύμφωνα με την επίσημη ημι-καταγραφή).
Οι πιο προκλητικοί «αναπτυξιακοί» νόμοι ψηφίζονται σε περιόδους που στους εργαζόμενους επιβάλλεται σκληρή λιτότητα. Σε περιόδους κρίσης. Οχι τυχαία. Οταν ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει κρίση, οι καπιταλιστές, που αποτελούν την πιο κρατικοδίαιτη τάξη της κοινωνίας μας, καταφεύγουν στο κράτος, αναζητώντας μεγαλύτερη στήριξη. Και το κράτος ενεργεί σαν στυλοβάτης της ομαλής αναπαραγωγής του κεφάλαιου και των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, κάνοντας ακόμα πιο σκληρή την αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος σε βάρος των εργαζόμενων τάξεων και στρωμμάτων.
Η αναδιανεμητική λειτουργία στη βάση της είναι εξαιρετικά απλή. Το κράτος εισπράττει φόρους. Η κατανομή της φορολογίας ανάμεσα στις τάξεις γίνεται όλο και πιο άδικα. Για παράδειγμα, με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, η μεν φορολογική επιβάρυνση των μισθωτών αυξάνεται (βλέπε άρθρο παραπάνω), η δε φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων μειώνεται (10 ολόκληρες μονάδες σε μια τριετία). Το κράτος δαπανά. Στον τομέα αυτό έρχεται και μειώνει τις κοινωνικές δαπάνες και τις δαπάνες για απαραίτητα έργα υποδομής (περικοπή Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων) και ταυτόχρονα αυξάνει τα κονδύλια που πηγαίνουν απευθείας στα ταμεία των επιχειρήσεων (με τη μορφή των διάφορων «αναπτυξιακών κινήτρων»). Ετσι, οι καπιταλιστές δεν περιορίζονται μόνο στα κέρδη που αποκομίζουν υλοποιώντας τα διάφορα έργα και τις προμήθειες του Δημόσιου, αλλά παίρνουν και άμεσες επιχορηγήσεις, ανεβάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το τελικό ποσοστό κέρδους τους και ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητά τους.
Φυσικά, δεν έχουν κανένα λόγο να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας. Νέες επενδύσεις μπορεί να κάνουν (οριακά πάντοτε), αλλά κριτήριό τους δεν είναι ποτέ η αύξηση των θέσεων εργασίας. Εχουμε πολλές φορές αναλύσει πως λειτουργεί ο μηχανισμός της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που στις σημερινές συνθήκες οδηγεί στη μείωση των θέσεων εργασίας.
Η κυβέρνηση Καραμανλή κατέθεσε στη Βουλή ένα καινούργιο «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο, λιγότερο από ένα χρόνο μετά την ψήφιση του προηγούμενου (επί υπουργίς Χριστοδουλάκη). Το ΠΑΣΟΚ έσπευσε, διά του αρχηγού του, να εκφράσει τη συμφωνία του σ’ αυτό το νομοσχέδιο. Καμιά κριτική επί της ουσίας, κανένας λαϊκισμός, καμιά αντικαπιταλιστική κορόνα. Η μόνη κριτική του Γιωργάκη ήταν ότι το νομοσχέδιο θα εφαρμοστεί με καθυστέρηση δυο χρόνων! Από τα δεξιά δηλαδή.
Οι καπιταλιστές είχαν χαιρετίσει και τον προηγούμενο «αναπτυξιακό» νόμο. Επέμεναν, όμως, σε δυο βασικά γι’ αυτούς αιτήματα. Το πρώτο ήταν να καταργηθεί η διάκριση ανάμεσα σε παλιές και νέες επιχειρήσεις και να επιχορηγούνται και οι δυο κατηγορίες. Το δεύτερο ήταν να μην υπάρχει καμιά σύνδεση ανάμεσα στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και το ύψος της επιχορήγησης. Και τα δυο αυτά αιτήματα ικανοποιούνται με το νέο νομοσχέδιο.
Οι επιχειρήσεις ηλικίας άνω των 5 ετών μέχρι τώρα δεν είχαν δικαίωμα επιχορήγησης. Οι καπιταλιστές, όμως, δεν προσανατολίζονται κυρίως σε νέες επενδύσεις, όσο σε ψευτοεπενδύσεις στις υπάρχουσες μονάδες τους. Ψευτοεπενδύσεις στην κυριολεξία. Αλλαγή τμημάτων του εξοπλισμού τους, που τη φουσκώνουν με υπερτιμολογήσεις, για να εισπράττουν το κρατικό παραδάκι και να τους έρχεται η ανανέωση εξοπλισμού τσάμπα.
Για την αποσύνδεση της επιχορήγησης από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ηταν το πιο σοβαρό από τα αιτήματα των καπιταλιστών, επειδή ξέρουν πολύ καλά πως νέες θέσεις εργασίας δεν πρόκειται να δημιουργηθούν, ιδιαίτερα στα επόμενα χρόνια, που ο ρυθμός ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού θα πέσει, ενώ και στην Ευρώπη δεν διαφαίνονται προοπτικές ανάκαμψης. Βέβαια, και μέχρι τώρα έπαιρναν επιχορηγήσεις δήθεν με τη δέσμευση να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, τις οποίες δεν δημιουργούσαν. Είναι άλλο πράγμα, όμως, να αθετείς μια υποχρέωση και να έρχεσαι ενδεχομένως σε προστριβές με κρατικούς υπαλλήλους και με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και άλλο να εισπράττεις το δωρεάν κρατικό παραδάκι χωρίς να έχεις καμιά υποχρέωση.
Ετσι, ο μύθος της ανάπτυξης και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας λαμβάνει και τυπικά τέλος. Η κυβέρνηση πλέον δεν ενδιαφέρεται να δημαγωγήσει, ότι δήθεν είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας που την οδηγεί να δίνει τσάμπα χρήμα στους καπιταλιστές. Οχι μόνο τους δίνει τα «κίνητρα επένδυσης», αλλά -όπως ανακοίνωσαν οι αρμόδιοι υπουργοί παρουσιάζοντας το νομοσχέδιο- θα θεσπίσει νέα κίνητρα για προσλήψεις νέου προσωπικού, με τη χρηματοδότηση μέρους του μισθολογικού «κόστους» για δυο χρόνια, με την επισήμανση μάλιστα ότι αυτοί μπορούν να προσληφθούν και σε θέσεις μερικής απασχόλησης.
Αλλο ένα πάγιο αίτημα των καπιταλιστών ήταν η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας. Ηθελαν να ξεφορτωθούν και τους τυπικούς ελέγχους που κάνουν οι δημόσιες υπηρεσίες. Να εγκρίνεται η μελέτη τους και να τσεπώνουν το παραδάκι χωρίς πολλά-πολλά. Με το νέο νομοσχέδιο ικανοποιείται σε μεγάλο βαθμό και αυτή η αξίωσή τους, αφού θεσπίζονται και «εξωτερικοί αξιολογητές». Δηλαδή, ιδιωτικά μελετητικά γραφεία, που θα… αξιολογούν τα επενδυτικά σχέδια που θα κατατίθενται! Με άλλα λόγια, οι καπιταλιστές θα βάζουν τους υπαλλήλους τους να αξιολογούν τις προτάσεις τους και οι κρατικές υπηρεσίες θα περιορίζονται απλά σε έναν τυπικό έλεγχο και στην έγκριση των επιχορηγήσεων.
Ακόμη, μειώνεται ο αριθμός των δόσεων της κρατικής επιχορήγησης από 4 σε 2. Ετσι, οι καπιταλιστές θα εισπράττουν το παραδάκι πιο γρήγορα. Και το σημαντικότερο, θα μπορούν να κάνουν τις επενδυτικές κομπίνες τους χωρίς τον έλεγχο των κρατικών υπηρεσιών σε διάφορα στάδια. Να φανταστείτε ότι προβλέπεται προκαταβολή του 30% της συνολικής επιχορήγησης. Θα υποβάλλει, δηλαδή, η επιχείρηση μια μελέτη-μαϊμού, θα εισπράττει την προκαταβολή, θα ρίχνει μερικά φράγκα, θα εισπράττει το υπόλοιπο της επιχορήγησης και μετά θα σταματάει, αφού στόχος δεν είναι η επένδυση, αλλά η απομύζηση του δωρεάν κρατικού χρήματος.
Η ειρωνεία της υπόθεσης βρίσκεται στη δήλωση Σιούφα, ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα απορροφήσουν το 70% των συνολικών ενισχύσεων. Ομως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ορίζονται με βάση τα κριτήρια της ΕΕ, δηλαδή είναι επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 250 άτομα. Με άλλα λόγια, στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις υπάγεται η πλειοψηφία των ελληνικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Οσο για την πλειοψηφία των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αυτές που απασχολούν ελάχιστα άτομα, για να πάρουν επιχορήγηση θα πρέπει να υποβάλουν μελέτη βιωσιμότητας. Δηλαδή, εξαιρούνται εξ ορισμού, καθώς βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Ο μπαξές του νέου νόμου έχει για όλους. Για τους μεγαλοξενοδόχους, που θα εισπράττουν ένα 5% επιπλέον για ξενοδοχεία 4 και 5 αστέρων, για τις επιχειρήσεις που θα υποβάλουν σχέδια διάσωσης και αναδιάρθρωσης, οι οποίες θα υπάγονται σε ειδικό καθεστώς πρόσθετης ενίσχυσης, για επενδύσεις στις βαλκανικές χώρες, ακόμα και για το δεσποταριό, που θα επιχορηγείται για την ανέγερση ξενώνων ή τη μετατροπή κτιρίων σε χώρους κοινωνικών και πολιτιστικών λειτουργιών! Ολοι θα φάνε και θα πιουν στην υγεία των κορόιδων που σφίγγουν το ζωνάρι.