Με δυσκολία κρύβεται η χαρά των βιομηχάνων στο δελτίο Τύπου που εξέδωσαν για το νέο «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο που παρουσίασε η κυβέρνηση. Ομως, αχόρταγοι καθώς είναι, θέτουν και νέα αιτήματα.
«Λαμβάνοντας υπόψη του περιορισμούς που απορρέουν από τον ισχύοντα Χάρτη περιφερειακών ενισχύσεων, ο ΣΕΒ θεωρεί ότι το Νομοσχέδιο ανταποκρίνεται επαρκώς στις προσδοκίες του επιχειρηματικού κόσμου».
Ετσι ξεκινά η ανακοίνωση, για να δώσει στη συνέχεια μερικούς άξονες που δικαιολογούν την ικανοποίηση των βιομηχάνων. Φυσικά, δεν λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Για παράδειγμα, αποφεύγει κάθε επαινετική αναφορά στην ικανοποίηση του αιτήματός τους για αποσύνδεση της επιδότησης από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Για ευνόητους λόγους.
Αμέσως μετά, όμως, αρχίζουν οι νέες αξιώσεις, που ξεκινούν με την επισήμανση-καρφί προς την κυβέρνηση:
«Ο ΣΕΒ επιθυμεί για άλλη μία φορά να επισημάνει ότι η όποια εφαρμοζόμενη πολιτική επιχορηγήσεων δεν είναι ικανή από μόνη της να προσελκύσει σημαντικές επενδύσεις, πολλώ δε μάλλον άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό. Είναι νωπές, άλλωστε, οι περιπτώσεις επενδυτικών πρωτοβουλιών, οι οποίες προσκρούοντας σε διαδικαστικά εμπόδια άσχετα προς τα εκάστοτε παρεχόμενα οικονομικά κίνητρα δεν υλοποιήθηκαν τελικά».
Και ποια είναι αυτά τα «διαδικαστικά εμπόδια» που πρέπει να φύγουν από τη μέση;
♦ Η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού και προσδιορισμού χρήσεων γης για το μεγαλύτερο μέρος της χώρας.
♦ Η δομή του θεσμικού και διαδικαστικού πλαισίου για ίδρυση, αδειοδότηση και λειτουργία επιχειρήσεων.
♦ Η παραμένουσα εκκρεμότητα ως προς την απλοποίηση και κωδικοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας.
♦ Οι δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας».
Απ’ όλα αυτά εκείνο που μετράει, εκείνο που έχει τη μέγιστη σημασία για τους καπιταλιστές είναι αυτό που ονομάζουν «δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας». Ολα τα υπόλοιπα είναι γραφειοκρατικά ζητήματα που μπορούν σιγά-σιγά να τα λύσουν με τις κυβερνήσεις. Ακόμα και το ζήτημα των χρήσεων γης, πίσω από το οποίο κρύβεται το αίτημά τους για περιβαλλοντική ασυδοσία. Ομως η αγορά εργασίας είναι κάτι στο οποίο δεν θα συμβληθούν μόνο κεφαλαιοκράτες και κράτος, αλλά θα πρέπει να συμβληθεί και η εργατική τάξη.
Είναι γνωστό τι κρύβεται πίσω από τη φράση «δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας».
♦ Ελευθερία απολύσεων, με κατάργηση κάθε ορίου για τις ομαδικές απολύσεις.
♦ Κατάργηση ή δραστική μείωση της αποζημίωσης για απόλυση.
♦ Δυνατότητα πρόσληψης νέων με μισθούς/ημερομίσθια κατώτερα και από τα προβλεπόμενα από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
♦ Πλήρης «ελαστικοποίηση» του χρόνου εργασίας.
♦ Μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών.
Αυτός είναι, λοιπόν, ο βασικός στόχος των βιομηχάνων καπιταλιστών μετά την ψήφιση του «αναπτυξιακού» νόμου. Πήραν το πρώτο χοντρό πακέτο και τώρα θέλουν ένα δεύτερο ακόμα πιο χοντρό. Πρόκειται ουσιαστικά για την υλοποίηση της στρατηγικής της Λισαβόνας. Οσοι παρακολουθούν συστηματικά τις εξελίξεις στο μέτωπο των εργασιακών σχέσεων θα θυμούνται σίγουρα ότι σχετικές συζητήσεις είχαν ξεκινήσει επί υπουργίας Ρέππα. Τότε, όμως, υπήρξαν αντιδράσεις από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και επειδή το ΠΑΣΟΚ βάδιζε προς τις εκλογές σε κατάσταση διάλυσης, Σημίτης και Ρέππας αποφάσισαν να βάλουν το θέμα στο ράφι. Χωρίς να διαφωνούν, βέβαια με τους καπιταλιστές.
Ο ΣΕΒ θέτει τώρα το ζήτημα στη νέα κυβέρνηση και αρχίζει την πίεση νωρίς-νωρίς. Αμέσως μετά την κατάθεση του «αναπτυξιακού» νομοσχέδιου. Αυτή η ανακοίνωση δεν αποτελεί μήνυμα προς την κυβέρνηση (σ’ αυτή το μήνυμα περνάει απευθείας, μέσω των επαφών με τους υπουργούς). Αποτελεί μήνυμα προς την κοινωνία και άσκηση πίεσης προς την κυβέρνηση να ανοίξει αυτή το μέτωπο. Οι καπιταλιστές δεν έχουν καμιά διάθεση να πάνε οι ίδιοι σε απευθείας διαπραγματεύσεις με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Ξέρουν πολύ καλά, ότι είναι πολύ δύσκολο ακόμα και για την ξεπουλημένη ΓΣΕΕ να προχωρήσει σε μια συμφωνία πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα. Πιέζουν, λοιπόν, την κυβέρνηση να αναλάβει αυτή νομοθετική πρωτοβουλία, να βάλει το θέμα σε «κοινωνικό διάλογο», να καταγραφούν οι αντιρρήσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και να προχωρήσει σε νομοθετική ρύθμιση, χωρίς να λογαριάσει φωνές και αντιδράσεις (πολιτικό κόστος). Γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν θα ξεσηκώσει κίνημα, αλλά θα δράσει αποπροσανατολιστικά και πυροσβεστικά, όπως πάντοτε.