Μετά την εγκύκλιο του «τσοπανοβοσκού» υπουργείου Παιδείας (Αρ. Πρωτ. 43974/Ε3, 25 Απριλίου 2024 «Διευκρινίσεις σχετικά με τη μονιμοποίηση εκπαιδευτικών και μελών ΕΕΠ-ΕΒΠ Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης»), τα «πρόβατα»-Διευθύνσεις Εκπαίδευσης άρχισαν να εκδίδουν διαπιστωτικές πράξεις μονιμοποίησης όσων εκπαιδευτικών υπέκυψαν στην τρομοκρατία και δέχθηκαν να αξιολογηθούν.
Ταυτόχρονα το Δημόσιο δεν προσήλθε στην εκδίκαση της αγωγής (11 Απριλίου 2024) που άσκησε η ΕΛΜΕ Χανίων κατά της ανάκλησης της μονιμοποίησης των νεοδιόριστων του 2020 από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης, ασκώντας εκβιασμό και κρατώντας σε ομηρία τους εκπαιδευτικούς. Η δίκη αναβλήθηκε για τις 26 Ιουνίου.
Ο εν λόγω Προϊστάμενος Διεύθυνσης, το 2022, είχε προχωρήσει στην αυτοδίκαιη μονιμοποίηση των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών, μετά από τα δύο χρόνια «ευδόκιμης» πραγματικής υπηρεσίας τους, εφαρμόζοντας τον Δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα και στη συνέχεια, ο ίδιος, προχώρησε σε ανάκληση της πράξης μονιμοποίησης μετά από προφορική εντολή του ΥΠΑΙΘΑ. Το ίδιο συνέβη και με άλλες Διευθύνσεις Εκπαίδευσης. Πρόκειται για παράνομη πράξη, εξ ου και το πονηρό υπουργείο Αμάθειας και Καταστολής που λειτουργεί σαν τον κλέφτη, έδωσε προφορική εντολή στους υφισταμένους του και όχι γραπτή, οι οποίοι, όμως, ασμένως έτρεξαν να την εφαρμόσουν.
Ο ανεκδιήγητος Πιερρακάκης, που λιβανίστηκε δεόντως ως πολύ «επιτυχημένος» στον προστατευόμενο υπουργικό θώκο της Ψηφιακής Διακυβέρνησης, και που μόλις κάθησε στην ηλεκτρική καρέκλα του ΥΠΑΙΘΑ συναγωνίζεται την προκάτοχό του Κεραμέως στις τακτικές εκφοβισμού και τρομοκρατίας, στις οποίες περιλαμβάνει και τις αγωγές κατά της απεργίας-αποχής από την αξιολόγηση, θεωρεί ότι με αυτόν τον τρόπο θα οδηγήσει τους εκπαιδευτικούς στην πειθάρχηση και την υποταγή.
Είναι βαθιά γελασμένος. Οι εκπαιδευτικοί θα πετάξουν στον κάλαθο των αχρήστων και αυτήν την τρομοκρατική μακιαβελική τακτική του «διαίρει και βασίλευε», που δημιουργεί νεοδιόριστους δύο ταχυτήτων.
Γιατί, όσοι αρνήθηκαν να υποκύψουν στον εκβιασμό είναι πολλοί, παρά τις δηλώσεις Μητσοτάκη, Ζέττας Μακρή και σίας, που αλληλοαναιρούνται, αποδεικνύοντας ότι είναι ψευδείς ισχυρισμοί.
Οι εκπαιδευτικοί έχουν καταστήσει -και συνεχίζουν με επιμονή να το κάνουν- νεκρό γράμμα την επιστροφή του επιθεωρητισμού. Το ΥΠΑΙΘΑ, όμως, δεν μπορεί να παραδεχτεί την ήττα του, έναντι των συντηρητικών και ακροδεξιών ψηφοφόρων της ΝΔ, τους οποίους τάισε με τον «σανό» της «αξιοκρατίας» και του δόγματος του «νόμου και της τάξης». Γι’ αυτό και ο Πιερρακάκης συνεχίζει τη βιομηχανία των αγωγών κατά της απεργίας-αποχής, ασκώντας αυτήν την φορά αγωγή κατά της ΟΛΜΕ.
Η αστική Δικαιοσύνη έκρινε παράνομη την απεργία-αποχή της ΟΛΜΕ – Η ΟΛΜΕ ζήτησε από την ΑΔΕΔΥ να την επαναπροκηρύξει
Οπως ήταν αναμενόμενο η αστική Δικαιοσύνη δεν πρωτοτύπησε και σε διατεταγμένη υπηρεσία εξέδωσε απόφαση-καρμπόν κατά της απεργίας-αποχής της ΟΛΜΕ, με το χουντικής έμπνευσης γνωστό σκεπτικό της «πολιτικής απεργίας».
Ετσι, η απεργία-αποχή κρίθηκε παράνομη ως «πολιτική απεργία», επειδή «επιχειρεί να καταλύσει το δικαίωμα της πολιτειακής εξουσίας να νομοθετεί σε ζήτημα μάλιστα, που ανήκει στην αποκλειστική ρυθμιστική εξουσία της».
Δηλαδή, οι αντεργατικοί νόμοι του αστικού κοινοβούλιου που ελέγχεται από την κυβερνητική πλειοψηφία, είναι «ταμπού» και θέσφατα και οι πληττόμενοι εργαζόμενοι, εν προκειμένω οι εκπαιδευτικοί, δεν έχουν απολύτως κανένα δικαίωμα να τους αμφισβητήσουν. Αυτοκρατορική λογική, δυναστική, δικτατορική πρακτική.
Οπως είχε ήδη αποφασιστεί, μετά από αυτήν την εξέλιξη, η ΟΛΜΕ, ζήτησε την επαναπροκήρυξη της απεργίας-αποχής από την ΑΔΕΔΥ (το Γενικό Συμβούλιο της ΑΔΕΔΥ αποφάσισε από τις 2 Απρίλη «τη στήριξη των κινητοποιήσεων των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών που πραγματοποιούνται αυτό το διάστημα με την απεργία – αποχή από την αξιολόγηση. Την επαναπροκήρυξη της απεργίας – αποχής στο Δημόσιο και στην εκπαίδευση, όταν αυτό κριθεί απαραίτητο, σε συνεργασία με τις ομοσπονδίες»).
Θα αρχίσει, λοιπόν, ένα γαϊτανάκι ανάμεσα στο ΥΠΑΙΘΑ και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, η κατάληξη του οποίου θα είναι η αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής, καθώς το ρεύμα της απεργίας-αποχής είναι δυνατό και επίμονο μέσα στους εκπαιδευτικούς και η πράξη έδειξε ότι δεν μπορεί να κατασταλεί . Το απέδειξαν οι μαζικότατες μαχητικές γενικές συνελεύσεις στα πρωτοβάθμια σωματεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που υποχρέωσαν τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες των ΟΛΜΕ-ΔΟΕ σε επαναπροκήρυξη της απεργίας-αποχής.
Ο Πιερρακάκης δεν προλαβαίνει να εισπράττει χαστούκια και από τους πανεπιστημιακούς
Μετά τον Ενιαίο Σύλλογο Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού ΑΠΘ, τα μέλη ΔΕΠ του διδακτικού προσωπικού του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης ΑΠΘ, τα μέλη ΔΕΠ της Σχολής Επιστημών της Αγωγής του ΕΚΠΑ, τη Συσπείρωση Πανεπιστημιακών, το Σύλλογο Διδακτικού Προσωπικού της Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών και το ΚΣ του Συλλόγου ΔΕΠ Πανεπιστημίου Αιγαίου, που εξέδωσαν ανακοινώσεις αλληλεγγύης στους εκπαιδευτικούς που αγωνίζονται ενάντια στην αξιολόγηση-επιστροφή του επιθεωρητισμού και καταδίκης της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης και του ΥΠΑΙΘΑ, ανάλογο ψήφισμα εξέδωσε και η Γενική Συνέλευση του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Η Γενική Συνέλευση του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Ι. εκφράζει ομόφωνα τον βαθύ προβληματισμό της
- για την εξελισσόμενη διαμόρφωση ενός θεσμικού τοπίου στη σχολική εκπαίδευση που εγκαθιδρύει ένα ασφυκτικό καθεστώς ελέγχου και επιτήρησης, με σειρά αρνητικών συνεπειών: εμπλοκή των εκπαιδευτικών σε μια ατελείωτη γραφειοκρατική καθημερινότητα χωρίς να τους παρέχεται καμία διοικητική υποστήριξη∙ κατακερματισμός του συλλόγου διδασκόντων και διδασκουσών, που αποτελεί εγγυητή των δημοκρατικών διαδικασιών διοίκησης, λόγω του πολλαπλασιασμού θέσεων «ευθύνης» σε επίπεδο σχολικής μονάδας∙ περιορισμός του ζωτικού χώρου που είναι αναγκαίος τόσο για την ανάπτυξη δημιουργικών συνεργειών προς όφελος της μαθησιακής διαδικασίας, όσο και για την υλοποίηση πρακτικών που μπορούν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενεργών πολιτών. Θεωρεί δε προβληματικό ότι ακόμα και πολιτικές που θεωρείται πως αποσκοπούν στην ενίσχυση του παιδαγωγικού και μορφωτικού έργου του σχολείου, όπως η θεσμοθέτηση των ενδοσχολικών συντονιστών και συντονιστριών ή των μεντόρων, χαρακτηρίζονται από έναν σαφή προσανατολισμό σε λογικές ελέγχου και επιτήρησης του εκπαιδευτικού έργου
- για τις συνεχώς αυξανόμενες πιέσεις –ακόμα και επιθέσεις– που δέχονται οι εκπαιδευτικοί από μερίδα γονέων, β) τις δυσκολίες και τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίζουν πλέον με όλο και περισσότερους μαθητές και μαθήτριες στις τάξεις τους, και γ) την αίσθηση της «μοναξιάς» που βιώνουν· την απουσία, δηλαδή, ουσιαστικής στήριξης και αναγνώρισης του εκπαιδευτικού τους έργου.
ΙΙ. θεωρεί ότι
- ο ασφυκτικός έλεγχος κάθε όψης της σχολικής ζωής, η αλληλοεπιτήρηση των εκπαιδευτικών, η αυξανόμενη γραφειοκρατία και η δημιουργία ενός ανταγωνιστικού εκπαιδευτικού περιβάλλοντος στηριζόμενου σε πολιτικές διαίρεσης του ανθρώπινου δυναμικού σε άτομα που ελέγχουν και σε άτομα που ελέγχονται, σε άτομα που αξιολογούν και σε άτομα αξιολογούνται, σε άτομα με και χωρίς εμπειρία οδηγούν στην εγκαθίδρυση πρακτικών που υπονομεύουν το παιδαγωγικό έργο και δεν συμβαδίζουν, εντέλει, με τον στόχο ενός ανοικτού, δημοκρατικού και συμπεριληπτικού σχολείου
- ο εγκλωβισμός του δημόσιου λόγου σε ζητήματα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών αποπροσανατολίζει τη συζήτηση από τα ουσιώδη ζητήματα που πρέπει να απασχολούν το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα
- η αναγνώριση της σημασίας του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού –αρχής γενομένης από την Πολιτεία– και η υποστήριξη μιας ανοικτής, αποτελεσματικής και δημοκρατικής δημόσιας εκπαίδευσης πρέπει να είναι ζητήματα υψηλής προτεραιότητας. Είναι αναγκαίο ένα εκπαιδευτικό σύστημα, στο οποίο οι αμοιβές και το υψηλό επίπεδο παιδαγωγικής και διδακτικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών θα αντανακλούν τη σημασία που έχει το σχολείο για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.