Με αφορμή τη διπλή επίθεση σε στρατιωτικά φυλάκια στις 24 Οκτώβρη στο βόρειο Σινά με 31 νεκρούς στρατιώτες και 25 τραυματίες, η στρατιωτική χούντα επιχειρεί να καταργήσει όσες αστικοδημοκρατικές ελευθερίες είχαν απομείνει μετά την πρωτοφανή εκστρατεία καταστολής που ακολούθησε την ανατροπή του Μόρσι τον Ιούλιο του 2013, με πρώτο μέτρο τη λογοκρισία του Τύπου και τη φίμωση κάθε διαφωνίας με την κυβερνητική πολιτική.
Δύο μέρες μετά την πολύνεκρη διπλή επίθεση στο Σινά, στις 26 Οκτώβρη, συναντήθηκαν 17 εκδότες μεγάλων κρατικών και ιδιωτικών εφημερίδων και καναλιών και κατέληξαν σε μια κοινή ανακοίνωση στην οποία καταδικάζουν τις τελευταίες τρομοκρατικές επιθέσεις στο Σινά. Επιβεβαιώνουν τη θέλησή τους να υποστηρίξουν όλα τα μέτρα ασφάλειας που παίρνονται από το κράτος για να αντιμετωπίσει την τρομοκρατία και να προάγει την ασφάλεια. Διακηρύσσουν ότι απορρίπτουν κάθε προσπάθεια υπονόμευσης του ρόλου του στρατού και της αστυνομίας και δεσμεύονται να σταματήσουν να δημοσιεύουν κάθε ανακοίνωση ή πληροφορία που μπορεί να υποκινήσει τη βία, να υποστηρίζει την τρομοκρατία ή να μεγαλοποιεί το μέγεθος των διαμαρτυριών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας μέσα και έξω από τα πανεπιστήμια. Με άλλα λόγια, μετατρέπονται σε απροκάλυπτα φερέφωνα, σε τυφλούς υποστηρικτές του προέδρου Σίσι και της στρατιωτικής χούντας και ταυτόχρονα στοχοποιούν κάθε άλλη φωνή που εκφράζει διαφωνία ή ασκεί έστω και ήπια κριτική στην κυβερνητική πολιτική. Στο ίδιο μήκος κύματος με τους μεγαλοεκδότες, το κρατικό ραδιόφωνο (Egyptian Radio) και η κρατική τηλεόραση (Television Union) διακήρυξαν ότι τα αιγυπτιακά ΜΜΕ πρέπει να αποκαλύπτουν και να αντιμετωπίζουν «τον αντιπατριωτικό τύπο, που αποσκοπεί να σπείρει το χάος στη χώρα».
«Οι δημοσιογράφοι ενάντια στο νόμο για τις διαδηλώσεις», μια συλλογικότητα που συγκροτήθηκε στις αρχές του 2014 για να αγωνιστεί για την κατάργηση του επίμαχου νόμου, καταδίκασαν τη στάση των μεγαλοεκδοτών, χαρακτηρίζοντάς την «πρωτοφανές γεγονός στην ιστορία της αιγυπτιακής δημοσιογραφίας, που επιτρέπει στις αρχές να λογοκρίνουν και να απαγορεύουν όλες τις απόψεις που αντιτίθενται στην κυβέρνηση και να χρησιμοποιούν τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας για να καταργήσουν όλες τις μορφές ελευθερίας και ιδιαίτερα την ελευθερία του τύπου».
Το δεύτερο μέτρο είναι το προεδρικό διάταγμα που εκδόθηκε στις 27 Οκτώβρη από το Σίσι, το οποίο προβλέπει ότι θα δικάζονται από στρατιωτικά δικαστήρια οι πολίτες που κατηγορούνται ότι διέπραξαν «έγκλημα σε ζωτική δημόσια περιουσία» , όπως δίκτυα και σταθμούς ενέργειας, εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, σιδηροδρομικές γραμμές, δρόμους, γέφυρες, πανεπιστήμια. Οι εγκαταστάσεις αυτές καθίστανται «ισοδύναμες με στρατιωτικές εγκαταστάσεις» και τίθενται στη δικαιοδοσία του στρατού. Ετσι επιχειρείται να παρακαμφθεί το σύνταγμα, το οποίο προβλέπει την παραπομπή πολιτών σε στρατιωτικά δικαστήρια μόνο σε περίπτωση επιθέσεων σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, στρατώνες και σε στρατιωτικό προσωπικό.
Υποτίθεται ότι το διάταγμα αυτό αποσκοπεί στη δίωξη και στη βαριά καταδίκη «τρομοκρατών». Ομως στην πραγματικότητα αυτοί που θα την πληρώσουν κυρίως είναι διαδηλωτές και φοιτητές, αφού μπορεί να χαρακτηριστεί «έγκλημα» το κλείσιμο σιδηροδρομικών γραμμών ή δρόμων από απεργούς και διαδηλωτές ή μια διαδήλωση μέσα ή έξω από τα πανεπιστήμια, τη στιγμή που θεωρείται παράνομη κάθε διαδήλωση χωρίς την άδεια της αστυνομίας σε ένα περιβάλλον όπου η αντιπολίτευση στη στρατιωτική χούντα συχνά εξισώνεται με «τρομοκρατία». Ακόμη και η Διεθνής Αμνηστία αναγκάστηκε να εκδώσει μια σκληρή ανακοίνωση, καταγγέλλοντας ότι το προεδρικό διάταγμα «θα ανοίξει το δρόμο για μαζικές στρατιωτικές δίκες πολιτών συμπεριλαμβανομένων ειρηνικών διαδηλωτών και φοιτητών. Η διατύπωση του νόμου είναι τόσο ευρεία, ώστε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να απαγορευτούν όλες οι διαδηλώσεις, να φιμωθεί κάθε διαφωνία και να παραπέμπονται οι διαδηλωτές στα χέρια των στρατιωτικών δικαστηρίων».
Η λογοκρισία στον τύπο και το προαναφερόμενο προεδρικό διάταγμα ακολουθούν τα πρωτοφανή μέτρα καταστολής που έχουν επιβληθεί από την αρχή της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς στα πανεπιστήμια (απαγόρευση πολιτικών δραστηριοτήτων και φοιτητικών οργανώσεων που συνδέονται με ισλαμικά και κοσμικά κόμματα, μόνιμη παρουσία ισχυρής αστυνομικής δύναμης έξω από τα πανεπιστήμια, ανάθεση της περιφρούρησης 15 τουλάχιστον πανεπιστημίων στην ιδιωτική εταιρία Ασφάλειας Falcon, η οποία ελέγχει επίσης τις ταυτότητες και τα αντικείμενα φοιτητών και εργαζόμενων με ανιχνευτές μετάλλων στις πύλες) προκαλώντας μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις σε όλα τα πανεπιστήμια και σφοδρές συγκρούσεις με την αστυνομία, με ένα νεκρό μέχρι στιγμής φοιτητή από το πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας, 230 συλληφθέντες και εκατοντάδες τραυματίες φοιτητές.
Παράλληλα, μετά την τελευταία πολύνεκρη επίθεση στο Σινά, η στρατιωτική χούντα επιδίδεται σε μια εκκωφαντική προπαγανδιστική εκστρατεία περί «συνομωσίας που απειλεί την επιβίωση της χώρας και υποστηρίζεται από ξένες δυνάμεις», με στόχο να επιβάλλει την άνευ όρων αποδοχή και υποταγή στην πολιτική της. Εχει επιβάλει επίσης κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τρεις μήνες στο βόρειο Σινά και επ’ αόριστο απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 5.00 το απόγευμα μέχρι τις 7.00 το πρωί στις περιοχές που έγιναν οι επιθέσεις, κλείσιμο επ’ αόριστο του συνοριακού περάσματος της Ράφα με τη Γάζα, αναβολή των διαπραγματεύσεων στο Κάιρο μεταξύ της παλαιστινιακής Αντίστασης και του Ισραήλ, ενώ προτείνεται η δημιουργία στρατιωτικής ζώνης ασφάλειας στα σύνορα με τη Γάζα, που σημαίνει τον εκτοπισμό χιλιάδων ανθρώπων που ζουν στην περιοχή αυτή.
Στα πλαίσια της τρομοϋστερίας και του οργίου καταστολής εντάσσεται και η καταδίκη στις 26 Οκτώβρη με βαριές ποινές (τρία χρόνια φυλάκιση, τρία χρόνια αστυνομική επιτήρηση και πρόστιμο 10.000 αιγυπτιακές λίρες) 23 αγωνιστών που είχαν συλληφθεί για συμμετοχή σε ειρηνική διαδήλωση χωρίς την άδεια της αστυνομίας τον περασμένο Ιούνιο. Μια μέρα αργότερα, στις 27 Οκτώβρη, δικαστήριο του Καΐρου διέταξε τη σύλληψη και τη φυλάκιση του γνωστού αγωνιστή Αλάα Αμπντέλ Φατάχ, από τα σύμβολα της λαϊκής εξέγερσης του Γενάρη του 2011, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 15 χρόνων για συμμετοχή σε παράνομη διαδήλωση και είχε αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση το Σεπτέμβρη ύστερα από πολυήμερη απεργία πείνας μέχρι την επανάληψη της δίκης του στο εφετείο.








