Παρακάμπτοντας τη σχετική απόφαση του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η γαλλική κυβέρνηση προχώρησε αιφνιδιαστικά σε μονομερή στρατιωτική επέμβαση στις 11 Ιανουαρίου στο Μάλι, επικαλούμενη την έκκληση βοήθειας του προέδρου της χώρας για να σταματήσει η προέλαση των ανταρτών που ελέγχουν το βόρειο Μάλι προς το νότιο Μάλι και την πρωτεύουσα Μπαμάκο.
Υπενθυμίζουμε ότι τον περασμένο Μάρτιο ανατράπηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα ο εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας Αμάντου Τουρέ, ο οποίος κατηγορήθηκε από τη χούντα που κατέλαβε την εξουσία ότι απέτυχε να καταστείλει την εξέγερση των Τουαρέγκ στο βόρειο Μάλι, γνωστό ως Αζαγουάντ, που είχε ξεκινήσει τον Ιανουάριο του 2012. Μετά το πραξικόπημα, το Εθνικό Κίνημα για την Απελευθέρωση του Αζαγουάντ, κοσμικό αποσχιστικό κίνημα των Τουαρέγκ, μαζί με ισλαμιστές μαχητές Τουαρέγκ, πολλοί από τους οποίους υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στο λιβυκό στρατό και είχαν εξοπλιστεί σαν αστακοί από το λεηλατημένο οπλοστάσιο του Καντάφι, κατάφεραν μέσα σε λίγες βδομάδες να απωθήσουν τον κυβερνητικό στρατό, να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το βόρειο Μάλι, δηλαδή τα δύο τρίτα της χώρας, και να κηρύξουν την ανεξαρτησία του.
Το Εθνικό Κίνημα για την Απελευθέρωση του Αζαγουάντ και οι Τουαρέγκ μαχητές του Ανσάρ αλ – Ντιν από τις ένοπλες ισλαμικές ομάδες θεωρού-νται οι ισχυρότερες οργανώσεις ανάμεσα σ’ αυτές που ελέγχουν το βόρειο Μάλι. Ωστόσο, μετά την ανακήρυξη ανεξαρτησίας του βόρειου Μάλι, σε πολλά ρεπορτάζ δυτικών ΜΜΕ το Ανσάρ αλ – Ντιν φέρεται να έχει υποσκελίσει το Εθνικό Κίνημα για την Απελευθέρωση του Αζαγουάντ και να υποστηρίζει μαζί με άλλες ισλαμικές ένοπλες ομάδες τη δημιουργία ισλαμικού κράτους σ’ όλο το Μάλι. Εκτοτε, όλες οι δυνάμεις των ανταρτών που ελέγχουν το βόρειο Μάλι χαρακτηρίστηκαν συλλήβδην παρακλάδια της Αλ – Κάιντα, συνεπώς «σοβαρότατη απειλή» για την ασφάλεια της Αφρικής και της Δύσης, και έτσι άνοιξε ο δρόμος για στρατιωτική επέμβαση στη χώρα με πρόταση της Γαλλίας στο Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ.
Με βάση το σχέδιο που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ και την Ευρωπαϊκή Ενωση τον περασμένο Δεκέμβριο, η στρατιωτική επέμβαση στο βόρειο Μάλι δεν μπορούσε να γίνει νωρίτερα από το Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο του 2013 προκειμένου να εκπαιδευτεί κατάλληλα η δύναμη των 3.300 στρατιωτών από τις χώρες της Οικονομικής Κοινότητας των Κρατών της Δυτικής Αφρικής, που επρόκειτο να πάρει μέρος στην επέμβαση, και ο αποδιοργανωμένος κυβερνητικός στρατός του Μάλι από εκπαιδευτές χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ομως η προέλαση των ανταρτών προς το κεντρικό Μάλι και η κατάληψη στις 7 Ιανουαρίου της πόλης Κόννα, που θεωρείται η πύλη προς την πρωτεύουσα Μπαμάκο και απέχει 680 χλμ απ’ αυτήν, επέσπευσε τη γαλλική στρατιωτική επέμβαση. Η επίθεση ξεκίνησε με σφοδρούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς σε τουλάχιστον πέντε πόλεις στο κεντρικό και βόρειο Μάλι τη νύχτα της 11ης Ιανουαρίου, κατά την οποία οι αντάρτες κατέρριψαν ένα γαλλικό ελικόπτερο, ο πιλότος του οποίου σκοτώθηκε. Ομως αυτοί που πληρώνουν το βαρύ τίμημα είναι οι άμαχοι, όχι μόνο γιατί αιφνιδιάστηκαν, αλλά και γιατί οι πόλεις που βομβαρδίζονται είναι διάσπαρτες σε μια αχανή έρημο και η απομάκρυνση του άμαχου πληθυσμού δεν είναι εύκολη.
Το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ εξέφρασε στις 14 Ιανουαρίου ομόφωνα «κατανόηση και υποστήριξη» στη γαλλική κυβέρνηση, αλλά μέχρις εκεί προς το παρόν. Ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι υποστηρίζει τη γαλλική στρατιωτική επέμβαση με τη χρήση τηλεκατευθυνόμενων αεροσκαφών για τη συγκέντρωση πληροφοριών και με τη μεταφορά στρατευμάτων και εξοπλισμού, ενώ η Βρετανία και η Γερμανία ανακοίνωσαν την αποστολή στρατιωτικών μεταγωγικών αεροπλάνων για τη μεταφορά στρατευμάτων και εφοδίων. Στόχος της γαλλικής κυβέρνησης είναι η «αφρικανοποίηση» του πολέμου όσο το δυνατόν συντομότερα και πιέζει τις κυβερνήσεις της Δυτικής Αφρικής να στείλουν τη δύναμη των 3.300 στρατιωτών που έχουν υποσχεθεί το ταχύτερο δυνατόν. Ομως ακόμη κι αν ικανοποιηθεί η απαίτηση της γαλλικής κυβέρνησης, η δύναμη αυτή θα αναλάβει απλά ρόλο υποστήριξης των γαλλικών στρατευμάτων, γιατί χρειάζεται ειδική εκπαίδευση για να προσαρμοστεί στις συνθήκες πολέμου στην έρημο. Συνεπώς το βάρος του πολέμου και τις επιπτώσεις του θα εξακολουθούν να το σηκώνουν τα γαλλικά στρατεύματα για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα και θα παραμείνουν στο Μάλι «όσο χρειαστεί, μέχρι να αποκατασταθεί η σταθερότητα στη χώρα, να αποκτήσει νόμιμες αρχές, να δρομολογηθούν οι εκλογικές διαδικασίες και να εξαλειφθεί η απειλή των τρομοκρατών», όπως δήλωσε ο γάλλος πρόεδρος.
Οι σφοδροί αεροπορικοί βομβαρδισμοί για τέσσερις συνεχείς μέρες δεν κατάφεραν να ανακόψουν την προέλαση των ανταρτών προς το νότιο Μάλι. Στις 14 Ιανουαρίου απάντησαν καταλαμβάνοντας με αντεπίθεση τη στρατηγικής σημασίας πόλη Ντιάμπαλι, σε απόσταση μόλις 400 χλμ από την πρωτεύουσα Μπαμάκο. Μέχρι τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές (16 Ιανουαρίου) τόσο η Κόννα όσο και η Ντιάμπαλι παραμένουν υπό τον έλεγχο των ανταρτών. Σύμφωνα με τις τελευταίες ειδήσεις, βρίσκεται σε εξέλιξη η πρώτη χερσαία επιχείρηση των Ειδικών Δυνάμεων του γαλλικού στρατού με την υποστήριξη του κυβερνητικού στρατού για την ανακατάληψη της πόλης Ντιάμπαλι. Στο έδαφος του Μάλι έχουν μεταφερθεί ήδη 1.700 γάλλοι στρατιώτες και αναμένεται να φτάσουν στις 2.500 τις επόμενες μέρες, σύμφωνα με δήλωση του γάλλου προέδρου.
Με τη στρατιωτική επέμβαση στο Μάλι, ο γαλλικός ιμπεριαλισμός άνοιξε ένα νέο μέτωπο στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», η έξοδος από τον οποίο δεν θα είναι ούτε γρήγορη ούτε εύκολη. Ο ίδιος ο γάλλος υπουργός Αμυνας και άλλοι κυβερνητικοί αξιωματού-χοι αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για μια πολύ δύσκολη επιχείρηση με αντίπαλο σκληροτράχηλους πολεμιστές, καλά εκπαιδευμένους, καλά εξοπλισμένους και αποφασισμένους, οι οποίοι δηλώνουν μέσω εκπροσώπου του Ανσάρ αλ – Ντιν ότι «έχουν τανκς, θωρακισμένα οχήματα, αντιαεροπορικά όπλα, εκτοξευτήρες ρουκετών Γκραντ και άλλα όπλα». Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί δεν αρκούν για να εξοντώσουν αντάρτες που γνωρίζουν πολύ καλά την τεράστια αφιλόξενη έρημο του Αζαγουάντ και προετοιμάζονται μήνες τώρα συγκεντρώνοντας όπλα και ενισχύοντας την άμυνα και τις γραμμές τους. Ακόμη κι αν τα γαλλικά στρατεύματα καταφέρουν να ανακαταλάβουν τις πόλεις που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των ανταρτών, αυτοί θα ανασυνταχτούν και θα επανέλθουν με επιθέσεις μόλις σταματήσουν οι βομβαρδισμοί και αποχωρήσουν οι γάλλοι στρατιώτες. Σύμφωνα με μαρτυρίες ντόπιων, οι αντάρτες χρησιμοποιούν ένα τεράστιο δίκτυο από σπηλιές, σε μερικές από τις οποίες μπορούν να κινούνται ακόμη και φορτηγά, στις οποίες αποθηκεύουν όπλα, οχήματα, γεννήτριες, εκατοντάδες βαρέλια με καύσιμα, καλά καμουφλαρισμένες και αόρατες από τους ανώμαλους δρόμους. Διαθέτουν υπόγειες βάσεις σε απομακρυσμένα σημεία της ερήμου, καταφύγια και βάσεις σε κρημνούς και βραχώδεις οροσειρές. Εχουν επίσης κατασκευάσει ένα περίπλοκο δίκτυο τούνελ, χαρακωμάτων, πηγαδιών και οχυρωμάτων.
Συν τοις άλλοις, άρχισαν ήδη ειδικοί στον τομέα της Ασφάλειας να προειδοποιούν ότι η στρατιωτική επέμβαση στο Μάλι μπορεί να προκαλέσει αντίποινα από ισλαμιστές μαχητές εναντίον της Γαλλίας, δυτικών χωρών και αφρικανών συμμάχων τους καθώς και ενίσχυση του ριζοσπαστικού Ισλάμ στη Δυτική Αφρική.
Οι ανησυχίες αυτές επιβεβαιώθηκαν τάχιστα, την 6η μέρα της επέμβασης, με την επιδρομή ισλαμιστών μαχητών στις 16 Ιανουαρίου σε εγκαταστάσεις φυσικού αερίου στη Σαχάρα της Αλγερίας και τη σύλληψη δεκάδων ξένων και Αλγερινών ως ομήρων. Κατά την επιδρομή σκοτώθηκαν τρεις άνθρωποι, μεταξύ των οποίων ένας Γάλλος και ένας Βρετανός, και κρατήθηκαν ως όμηροι 41 ξένοι, ανάμεσα στους οποίους 7 Αμερικάνοι, Γιαπωνέζοι και Ευρωπαίοι, και πάνω από 100 Αλγερινοί. Αίτημα των καταληψιών ήταν ο τερματισμός της ξένης στρατιωτικής κατάληψης στο Μάλι. Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές είναι άγνωστη η έκβαση της κατάληψης, όμως ο μεγάλος αριθμός ένοπλων μαχητών στις εγκαταστάσεις και ομήρων αποτελούσαν σοβαρά εμπόδια σε κάθε επιχείρηση διάσωσης των ομήρων.
Το Μάλι ήταν τμήμα της γαλλικής Αυτοκρατορίας της Δυτικής Αφρικής , περιοχή στην οποία ο γαλλικός ιμπεριαλισμός συνεχίζει να έχει ισχυρά οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά συμφέροντα. Ειδικά το Μάλι είναι η τρίτη κατά σειρά χώρα στις εξαγωγές χρυσού στην Αφρική, ενώ πρόσφατα έχουν εντοπιστεί μεγάλα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στο τεράστιο λεκανοπέδιο Ταουντένι στο βόρειο Μάλι, ανάμεσα στα σύνορα με τη Μαυριτανία και την Αλγερία. Ο έλεγχος του βόρειου Μάλι από τους αντάρτες, η απειλή επέκτασής τους νότια και πολύ περισσότερο η πιθανότητα δημιουργίας ενός ισλαμικού κράτους, όχι ιδιαίτερα φιλικού στην άλλοτε αποικιοκρατική δύναμη της περιοχής, διαταράσσει το στάτους κβο και δημιουργεί προβλήματα στα γαλλικά συμφέροντα στη χώρα και στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Αφρικής. Γι αυτό ακριβώς το λόγο, ο γαλλικός ιμπεριαλισμός πρωτοστατεί και ηγείται της νέας «σταυροφορίας» για την καταστολή του «ισλαμικού εξτρεμισμού» στο Μάλι.