Στο κενό έχει πέσει, όπως φαίνεται, άλλη μια φορά η διπλωματική κινητικότητα που αναπτύχθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου για την αναζήτηση πολιτικής λύσης στον εμφύλιο της Συρίας.
Συγκεκριμένα, σε συνέντευξη Τύπου στη Δαμασκό στις 27 Δεκεμβρίου, ύστερα από συνομιλίες με τον Ασαντ και εκπροσώπους της αντιπολίτευσης, ο εντεταλμένος του Αραβικού Συνδέσμου και του ΟΗΕ για τη Συρία, Λακντάρ Μπραχίμι, δήλωσε ότι το σχέδιο που συμφωνήθηκε στη διεθνή διάσκεψη για τη Συρία στη Γενεύη τον περασμένο Ιούνιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για το σχηματισμό μιας μεταβατικής κυβέρνησης με «πλήρεις εξουσίες» που θα οδηγήσει τη χώρα σε προεδρικές και βουλευτικές εκλογές. Εεισήμανε ότι «κατά τη μεταβατική περίοδο δεν πρέπει να επιτραπεί η κατάρρευση του κράτους και των θεσμών του» και προειδοποίησε ότι αν δεν βρεθεί συμβιβαστική πολιτική λύση, η Συρία θα διαλυθεί και θα μετατραπεί σε Σομαλία.
Δύο μέρες αργότερα, στις 29 Δεκεμβρίου, ο Μπραχίμι επισκέφτηκε τη Μόσχα, η οποία υποστηρίζει μεν την πρόταση Μπραχίμι, απορρίπτει όμως την απαίτηση της αντιπολίτευσης, που θέτει ως προϋπόθεση για την έναρξη διαπραγματεύσεων την παραίτηση του Μπασάρ Ασαντ.
Είχε προηγηθεί στις 28 Δεκεμβρίου η επίσκεψη στη Μόσχα του αιγύπτιου υπουργού Εξωτερικών Μοχάμεντ Αμρ, κατά την οποία κεντρικό θέμα στις συνομιλίες με το ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ ήταν η κατάσταση στη Συρία και η συνεργασία της Ρωσίας με τη συριακή αντιπολίτευση, καθώς η έδρα του Εθνικού Συριακού Συνασπισμού βρίσκεται στο Κάιρο και η Αίγυπτος, λόγω της θέσης που κατέχει και της επιρροής που ασκεί ανάμεσα στις αραβικές χώρες, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Την ίδια μέρα, ο επικεφαλής του Εθνικού Συνασπισμού Μουάζ αλ – Κατίμπ απέρριψε την πρόσκληση του Σεργκέι Λαβρόφ στην αντιπολίτευση για συνομιλίες στη Μόσχα και δήλωσε ότι ο Εθνικός Συνασπισμός είναι ανοιχτός σε διαπραγματεύσεις με το Κρεμλίνο σε κάποια άλλη πρωτεύουσα, αφού πρώτα η ρώσικη κυβέρνηση καταδικάσει τα εγκλήματα του καθεστώτος Ασαντ. Παρόλα αυτά, «η Μόσχα βρίσκεται σε επαφή και συνομιλεί με τη συριακή αντιπολίτευση μέσω διπλωματικών καναλιών» σύμφωνα με δήλωση του Σεργκέι Λαβρόφ.
Είναι επίσης φανερό ότι, παρόλο που δεν υπάρχει ανοιχτή αμερικάνικη ανάμειξη, ο Λευκός Οίκος στηρίζει την «πρωτοβουλία» Μπραχίμι.
Είναι σαφές ότι οι εξελίξεις στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας έχουν διαφοροποιήσει τη στάση των Αμερικάνων και των λοιπών δυτικών και αράβων συμμάχων τους. Δύση και Ρωσία θέλουν μια μεταβατική πολιτική λύση, με τη συμμετοχή και ανθρώπων του καθεστώτος Ασαντ, και τη διατήρηση των κυβερνητικών και κρατικών δομών που θα διασφαλίζουν ελεγχόμενες πολιτικές διεργασίες και εξελίξεις για να αποτραπεί η πλήρης διάλυση και το χάος.
Κρίσιμο ζήτημα και αντικείμενο σκληρών παζαρεμάτων είναι ο ρόλος και η τύχη του Μπασάρ Ασαντ, ο οποίος, έχοντας ακόμη την υποστήριξη της Ρωσίας, αρνείται μέχρι στιγμής να παραιτηθεί. Οι Αμερικάνοι και οι λοιποί δυτικοί και άραβες σύμμαχοί τους, παρόλο που συνεχίζουν να ζητούν την παραίτηση Ασαντ, έχουν χαμηλώσει σαφώς τους τόνους. Εχουν μειώσει την πίεση στο καθεστώς Ασαντ και έχουν σταματήσει από καιρό τις δηλώσεις περί στρατιωτικής επέμβασης, εξοπλισμού με βαριά όπλα των ανταρτών και διεθνούς αναγνώρισης του Εθνικού Συνασπισμού ως του μόνου νόμιμου εκπροσώπου του συριακού λαού. Παράλληλα, έχει περιοριστεί σημαντικά, όπως δηλώνουν διοικητές πολλών αντάρτικων μονάδων, η παροχή όπλων κυρίως από τις αμερικανόδουλες μοναρχίες του Κόλπου, ενώ η κυβέρνηση της Ιορδανίας προειδοποίησε επίσημα να σταματήσει ο εξοπλισμός των ανταρτών, γιατί η περιοχή κινδυνεύει να γίνει πόλος συγκέντρωσης μαχητών της Τζιχάντ απ’ όλο τον κόσμο.
Οπως φαίνεται μέχρι στιγμής, υπάρχει στασιμότητα στην εξέλιξη του πολέμου. Ούτε ο κυβερνητικός στρατός ούτε οι αντάρτες μπορούν να κερδίσουν τον πόλεμο, ο οποίος, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Συμβουλίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 20 Δεκεμβρίου, παίρνει όλο και περισσότερο ενδοθρησκευτικό και ενδοφυλετικό χαρακτήρα, «με τους σουνίτες αντάρτες να πολεμούν τις κυβερνητικές δυνάμεις, που υποστηρίζονται από τις θρησκευτικές και εθνικές μειονότητες της χώρας». Η έκθεση αναφέρει επίσης, μεταξύ άλλων, ότι εκτός από τους Αλαουΐτες, οι Χριστιανοί, οι Δρούζοι, οι Αρμένιοι και άλλοι υποστηρίζουν στην πλειοψηφία το καθεστώς Ασαντ. Οτι όλοι σχεδόν οι 80.000 Χριστιανοί που ζούσαν στην κεντρική πόλη Χομς, σκηνή σφοδρών συγκρούσεων, έχουν καταφύγει στη Δαμασκό και στη Βηρυτό. Οτι οι Κούρδοι, που στην πλειοψηφία ζουν στη βορειανατολική Συρία, αρχικά είχαν συγκρούσεις και με τον κυβερνητικό στρατό και με αντικυβερνητικές ένοπλες ομάδες για τον έλεγχο της περιοχής, όμως τους τελευταίους μήνες που οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν αποχωρήσει έχουν ενταθεί οι συγκρούσεις ανάμεσα σε Κούρδους και ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης και ξένων μαχητών. Τέλος, ότι αυξάνεται συνεχώς η παρουσία στα πολεμικά μέτωπα ξένων μαχητών, στην πλειοψηφία σουνιτών, που προέρχονται από 29 χώρες, οι περισσότεροι από τους οποίους από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το τελευταίο διάστημα έχουν δημοσιευτεί ρεπορτάζ (σε βρετανικά και αμερικάνικα έντυπα) από την επαρχία του Χαλέπι, μεγάλα τμήματα της οποίας ελέγχονται από ένοπλες ομάδες, με ισχυρότερη το Μέτωπο Αλ Νούσρα, που μιλάνε για εκτεταμένες λεηλασίες, για διαμάχες μεταξύ διοικητών για τη διανομή των λαφύρων, για φέουδα και ανταγωνισμούς για την αύξηση επιρροής, για συνεχείς μετακινήσεις μαχητών ανάμεσα σε ένοπλες ομάδες, για την απογοήτευση και την κούραση μερίδας του πληθυσμού από τη συνέχιση του πολέμου και την έλλειψη βασικών αγαθών.
Οσο κι αν αμφισβητεί κανείς την αντικειμενικότητα και την αξιοπιστία τέτοιων ρεπορτάζ ή ακόμη και της προαναφερόμενης έκθεσης του ΟΗΕ, αναμφίβολα υπάρχουν σ’ αυτά τουλάχιστον ψήγματα μιας πραγματικότητας, η οποία προφανώς ευνοεί το καθεστώς Ασαντ.
Οπως φαίνεται, το καθεστώς Ασαντ αντέχει ακόμη όχι μόνο γιατί στηρίζεται πολιτικά από το Κρεμλίνο και εξοπλίζεται κυρίως από το Ιράν και τη Ρωσία, αλλά και γιατί οι Αμερικάνοι θέλουν να παρατείνουν τη ζωή του μέχρι να βρεθεί μια εναλλακτική μεταβατική πολιτική λύση που να είναι σε θέση να θέσει στοιχειωδώς υπό έλεγχο την κατάσταση, γιατί φοβούνται αυτό που θα ακολουθήσει την πτώση του καθεστώτος. Είναι επίσης φανερό ότι ο πυρήνας του καθεστώτος, οι υπηρεσίες Ασφάλειας και ο στρατός διατηρούν τη συνοχή τους, παρά τις απώλειες που έχουν υποστεί, καθώς και ότι ένα ποσοστό του πληθυσμού, μικρό έστω, υποστηρίζει το καθεστώς και ένα ίσως μεγαλύτερο τηρεί για διάφορους λόγους ουδέτερη στάση. Για όλους αυτούς του λόγους, ο Μπασάρ Ασαντ και η κλίκα του έχουν ακόμη τη δυνατότητα να κρατούν σκληρή στάση και να διαπραγματεύονται για να πετύχουν ευνοϊκότερους όρους για τη μεταβατική περίοδο. Ακόμη πιο σκληρή στάση κρατούν οι αντάρτες, οι οποίοι επηρεάζουν σημαντικά και τη στάση της πολιτικής αντιπολίτευσης, του Εθνικού Συριακού Συνασπισμού και απορρίπτουν κάθε διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση Ασαντ. Με λίγα λόγια, και οι δυο αντίπαλοι προσβλέπουν στη νίκη και αρνούνται α’ αυτή τη φάση το συμβιβασμό. Αυτό σημαίνει ότι θα χυθεί πολύ αίμα ακόμη και όποιος αντέξει.