Οταν η «Κόκκινη Μαρία» (ηλικιωμένος πρώην «τρομοκράτης» που ντύνεται γυναίκα) συναντά έναν λούμπεν νεαρό, χτυπημένο από φασίστες, αποφασίζει να τον πάρει υπό την προστασία της. Τον παίρνει στο σπίτι της και του μαθαίνει τη δουλειά της (εκτός από το να εκδίδεται), δηλαδή να διασκεδάζει θαμώνες σε διάφορα μπαρ, καφενεία κ.λπ. Μαζί πια περνούν μέσα από διάφορες καταστάσεις που τους οδηγούν και δύο φορές στη δολοφονία.
Στην ταινία αυτή, ο σκηνοθέτης προσπάθησε να αποδώσει πολιτικό λόγο στο περίεργο πρωταγωνιστικό ντουέτο του, χωρίς να τα καταφέρει, δημιουργώντας τελικά καρικατούρες. Η ταινία διέπεται από μοτίβα όπως οι φράσεις «η επανάσταση πέθανε, πάντοτε πεθαίνει», «το κράτος είναι θεός» κι ένα σωρό άλλα κλισέ, που μόνο αδαείς μπορούν να εντυπωσιάσουν. Κλισέ που απευθύνονται σε μη σκεπτόμενα μυαλά που στην πρώτη «σύνθετη» παπάρα εντυπωσιάζονται. Ακόμα, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει με τέτοιο τρόπο την περφόρμανς των δυο περιθωριακών στα μπαρ θέλοντας να τη σερβίρει ως φιλοσοφία. Στην πραγματικότητα, μισότρελα λούμπεν στοιχεία εκστομίζουν κάθε τρεις και λίγο παραληρηματικές ανοησίες που πολύ θα ήθελαν να πλασαριστούν έστω σαν αμπελοφιλοσοφίες.
Αν εξαιρέσει κανείς, επομένως, μια εντυπωσιακή κινηματογράφηση που βασίζεται σε προκλητικές σκηνές και που δεν αντανακλά τίποτ’ άλλο εκτός από μια επιφανειακή και εύκολη διαχείριση του υλικού της, η ταινία αυτή απέχει παρασάγγας από αντίστοιχες ταινίες του ελληνικού σινεμά (όπως π.χ. εκείνες του Νίκου Νικολαΐδη), που πατούσαν τουλάχιστον στην ψυχολογία και τις αντιλήψεις μιας κοινωνικής μερίδας.
Ελένη Π.