Με την επανάληψη της διαδικασίας ο Π. Ρουμελιώτης (υπεράσπιση Κάτσενου) ζήτησε να τοποθετηθεί επί της ένστασης για αοριστία του βουλεύματος, πριν το δικαστήριο εκδώσει την απόφασή του. Με μια λεπτομερειακή και απόλυτα εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία, στηριγμένη στη θεωρία αλλά και στη νομολογία, ο Π. Ρουμελιώτης απέδειξε ότι υπάρχει απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος και της κλήσης, διότι στον κατηγορούμενο δεν περιγράφονται οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται και επομένως αυτός δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, γεγονός που –πέραν των άρθρων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τα οποία παραβιάζονται- αποτελεί και ευθεία παραβίαση του άρθρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου), σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος πρέπει να πληροφορείται λεπτομερειακά τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε μια σειρά πράξεων στις οποίες παντού έχουμε δυο δράστες και ταυτόχρονα έχουμε εφτά κατηγορούμενους (το σύνολο πλην της Μ. Μπεραχά) να κατηγορούνται για συναυτουργία! Πώς θα υπερασπιστεί ο κατηγορούμενος τον εαυτό του, όταν δεν του λέτε για τι ακριβώς κατηγορείται, όταν αυτός δεν τοποθετείται μέσα στα πραγματικά περιστατικά; Τις θέσεις αυτές ο συνήγορος κατέθεσε και γραπτώς.
Ο εισαγγελέας υπήρξε εξαιρετικά απολογητικός και στο «διά ταύτα» απόλυτα αυθαίρετος. Ναι μεν –είπε- το 321 ΚΠΔ ζητά ακριβή περιγραφή της πράξης, όμως το βούλευμα είναι υπέρ το δέον αναλυτικό στις περιγραφές του. Για παράδειγμα, αναφέρει ότι βρέθηκαν τόσες σφαίρες και προχωρά σε αναλυτική περιγραφή του κάθε φυσίγγιου, ενώ θα μπορούσε να μείνει μόνο στον αριθμό τους! Οι πράξεις φέρονται να έχουν τελεστεί κατά συναυτουργία και αυτό αρκεί. Βέβαια, σε μερικότερες πράξεις όντως δεν μπορεί να είναι συναυτουργοί εφτά, αφού πυροβόλησαν δύο, όμως αυτό δεν συνιστά ασάφεια του βουλεύματος! Αυτό αφορά το βάσιμο της κατηγορίας, το οποίο θα κριθεί επί της ουσίας. Θα κριθεί, δηλαδή, αν όντως οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις συγκεκριμένες πράξεις.
Πρόκειται για μια καθαρά σοφιστική τοποθέτηση. Γιατί -για να χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμά του- το πρόβλημα δεν είναι το είδος των φυσιγγίων, αλλά η σχέση που έχει κάθε κατηγορούμενος με την κατοχή τους. Και οι κατηγορίες δεν αφορούν μόνο τα φυσίγγια, αλλά και τις ενέργειες του ΕΑ και εκεί οι κατηγορούμενοι τσουβαλιάζονται, κατ΄εφαρμογήν του ναζιστικού δόγματος της συλλογικής ευθύνης, χωρίς να αναφέρεται ποιος και τι έκανε. Η άποψη του εισαγγελέα –σχολίασε ο Π. Ρουμελιώτης- ενισχύει τη δική μας άποψη. Οταν πυροβολούν δύο, ποιοι είναι οι συναυτουργοί; Θα έπρεπε να έχει κατανεμηθεί ο ρόλος του καθένα. Διυλίζουμε τον κώνωπα (τα φυσίγγια) και καταπίνουμε την καμήλα, κατέληξε!
Στη συνέχεια, η Π. Ρούπα και ο Ν. Μαζιώτης έθεσαν θέμα προκατάληψης και υποκρισίας του δικαστήριου, ξεκινώντας από την αναφορά του προέδρου στην προηγούμενη συνεδρίαση, που παραβιάζει ευθέως το περιβόητο τεκμήριο αθωότητας. Παραθέτουμε τον σχετικό διάλογο:
Π. Ρούπα: To περιεχόμενο του βουλεύματος όχι μόνο είναι αόριστο, αλλά απλώς δημιουργεί μια εντύπωση. Δηλαδή, αυτό που ειπώθηκε προηγούμενα, ότι είναι πολύ αναλυτικό, απλώς δημιουργεί μια εντύπωση. Εγώ θέλω να κάνω μια ερώτηση: σε σχέση με μια συγκεκριμένη ενέργεια, την επίθεση που έγινε στο Γουδή ενάντια στο λεωφορείο των ΜΑΤ. Αναφέρεται εκεί πέρα –δεν γράφει ακριβώς, αλλά αν κάτσεις και το διερευνήσεις- πόσοι πυροβολισμοί πέσανε, δεν είναι πάνω από πέντε-έξι και οι απόπειρες ανθρωποκτονίας είναι δεκαεφτά! Δηλαδή, όσοι ήταν μέσα οι αστυνομικοί! Αυτό είναι μεταφυσική, δηλαδή όχι απλώς αόριστο, αλλά και λίγο μεταφυσικό. Δηλαδή, σου λέει ότι μια σφαίρα μπορεί να πέσει και να σκοτώσει τρεις! Δεν αναφέρει ούτε ποιοι συμμετείχαν ούτε πόσοι ήταν ούτε πόσοι χρειάζονται για κάθε ενέργεια συγκεκριμένα.
Πέρα απ’ αυτό, θέλω να επισημάνω και κάτι άλλο. Το πώς ερχόμαστε σε μια δίκη, σ’ αυτή τη συγκεκριμένη δίκη, η αοριστία του βουλεύματος, τα προβλήματα που προκύπτουν σε σχέση με το ότι δεν υπάρχει δυνατότητα απόδοσης συγκεκριμένων κατηγοριών για τον καθένα από μας και το γεγονός ότι στην προηγούμενη δίκη κάναμε τοποθέτηση και εγώ και ο σύντροφος Μαζιώτης σε σχέση με το ότι υπάρχει μια προμελέτη και ότι είναι ειλημμένη η απόφαση για την καταδίκη μας. Δηλαδή, εμείς έχουμε ισχυριστεί ότι θα καταδικαστούμε, θα καταδικαστούμε και για την αρχηγία, θα καταδικαστούμε και για τις ενέργειες (η τοποθέτηση του εισαγγελέα τείνει προς αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή ότι είναι όλ’ αυτά αρκετά για να μας καταδικάσετε) και έγινε μια τοποθέτηση από τον πρόεδρο, κατόπιν των δικών μας τοποθετήσεων, όπου είπε ότι αν αποδείξουμε, αν αποδειχτεί η αθωότητά μας… (Πρόεδρος: Οχι αν αποδείξετε εσείς, αν αποδειχτεί)… αν αποδειχτεί η αθωότητά μας, εμείς θα βγούμε να το φωνάξουμε… (Πρόεδρος: Εσείς δεν έχετε να αποδείξετε τίποτα). Αυτό εκλήφθηκε ως μία πρόταση η οποία δείχνει ότι το δικαστήριο είναι ανοιχτό να κάνει μια δίκη με στοιχεία κτλ. κτλ. και ότι είναι μια θέση τέλος πάντων τέτοιου είδους. Και μεταφέρθηκε και στα ΜΜΕ. Εγώ νομίζω ότι είναι ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, δείχνει μια προδιάθεση ότι εμείς εδώ πέρα ερχόμαστε εξαρχής ως ένοχοι και ότι είμαστε εμείς υποχρεωμένοι ν’ αποδείξουμε ότι είμαστε αθώοι. Δηλαδή, σε σχέση με τις ενέργειες, για παράδειγμα, ότι ναι, έχουμε αποφασίσει εμείς από τα πριν ότι όλοι εσείς τις κάνατε κατά συναυτουργία…
Πρόεδρος: Αυτό ποιος σας το είπε;
Π. Ρούπα: Η δική σας δήλωση ήτανε.
Πρόεδρος: Ετσι λέτε εσείς.
Π. Ρούπα: Η δικιά σας δήλωση ήτανε αυτή ακριβώς, ότι πρέπει ν’ αποδείξουμε εμείς την αθωότητά μας.
Πρόεδρος: Δεν ελέχθη,επαναλαμβάνω, δεν ανέφερα κάτι τέτοιο.
Π. Ρούπα: Εμείς δεν υποχρεούμαστε ν’ αποδείξουμε την αθωότητά μας, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο ν’ αποδείξει ότι αυτός συμμετείχε εκεί και ο άλλος συμμετείχε εκεί.
Πρόεδρος: Κοιτάξτε, μπορούμε να μιλάμε μέχρι αύριο το πρωί κι εγώ να λέω τα δικά μου κι εσείς να λέτε τα δικά σας. Αλλά επαναλαμβάνω για μια ακόμη φορά…
Π. Ρούπα: Αν άκουσα λάθος…
Πρόεδρος: Ναι, ακούσατε απολύτως λάθος και ούτε στα Μέσα Ενημέρωσης μεταφέρθηκε έτσι. Μόνο εσείς το καταλάβατε έτσι.
Π. Ρούπα: Μα αναφέρθηκε επί λέξει, αν είναι να ρωτήσουμε τους δημοσιογράφους, είναι καταγεγραμμένο…
Ν. Μαζιώτης: Αν αποδειχτεί ότι υπάρχουν αθώοι –είπατε- εμείς θα βγούμε να το βροντοφωνάξουμε. Αυτό δεν είναι τεκμήριο αθωότητας…
Πρόεδρος: Αν αποδειχτεί από τη διαδικασία…
Ν. Μαζιώτης: Ούτε διαδικασία είπατε. Ετσι ακριβώς: αν αποδειχτεί ότι υπάρχουν αθώοι, θα βγούμε εμείς να το βροντοφωνάξουμε.
Ν. Μαζιώτης: Αυτό ερμηνεύεται ως εξής, μία ερμηνεία υπάρχει: ότι είμαστε ένοχοι και αν αποδειχτεί ότι είμαστε αθώοι, θα βγείτε η έδρα να το βροντοφωνάξετε.
Πρόεδρος: Είναι λάθος η ερμηνεία που δίνετε εσείς…
Ν. Μαζιώτης: Αυτό αποτελεί τεκμήριο ενοχής…
Ν. Μαζιώτης: Τότε δεν καταλάβατε εσείς τι λέγατε.
Π. Ρούπα: Δεν υπάρχει καμία λάθος ερμηνεία. Μιλάμε ακριβώς πάνω στα λεγόμενα, αυτά που ειπωθήκανε στην προηγούμενη συνεδρίαση και είναι αποτυπωμένα σε ΜΜΕ και εφημερίδες.
Πρόεδρος: Το βάρος αποδείξεως το έχουν άλλοι, κατά νόμον, και όχι εσείς, τελεία.
Π. Ρούπα: Το βάρος των αποδείξεων το έχετε εσείς.
Πρόεδρος: Εμείς, βεβαίως.
Π. Ρούπα: Οπότε ήταν λάθος αυτό που ειπώθηκε την προηγούμενη φορά.
Πρόεδρος: Δεν ειπώθηκε έτσι.
Π. Ρούπα: Ετσι ακριβώς ειπώθηκε, δεν είπα ούτε μια λέξη… (Πρόεδρος: Δεν ειπώθηκε έτσι, δεν ειπώθηκε έτσι…) παραπάνω απ’ αυτή που ειπώθηκε. Ας ερωτηθεί κάποιος από τους δημοσιογράφους που το έχουν καταγράψει να με διαψεύσει.
Καυστικός ο Σ. Φυτράκης, που πήρε αμέσως μετά το λόγο, είπε ότι στο δυτικό ποινικό σύστημα, το δημοκρατικό όπως θέλει να λέγεται, υπάρχει το τεκμήριο αθωότητας, όπως προέκυψε από ορισμένους διανοούμενους, στην πράξη όμως κάθε ποινική δίκη ξεκινά με το τεκμήριο ενοχής. Και αν αποδειχτεί η αθωότητά σου, λένε στον κατηγορούμενο, θα σε κηρύξουμε αθώο. Στην ουσία, το τεκμήριο αθωότητας έχει καταργηθεί. Αυθόρμητα ισχύει πάντοτε το τεκμήριο ενοχής. Αν ίσχυε το τεκμήριο αθωότητας, τότε το βούλευμα θα έγραφε στο τέλος: κατηγορείσαι γι’ αυτά, αλλά θεωρείσαι αθώος μέχρι αυτά να αποδειχτούν. Δεν το γράφει, όμως, άρα η δίκη ξεκινά με το τεκμήριο ενοχής. Αυτό είναι το σύστημα και αυτό εξήγησα και στον κ. Μαζιώτη όταν ήρθε στο γραφείο μου.
Ο Ν. Μαζιώτης έκλεισε αυτή τη συζήτηση με μια σύντομη δήλωση:
«Είπα και την προηγούμενη φορά, ότι για κάθε ενέργεια που έκανε η οργάνωσή μας είμαστε πολύ υπερήφανοι. Για κάθε βόμβα που έβαλε, για κάθε πυροβολισμό που έριξε, για κάθε καταστροφή που έκανε είμαστε πάρα πολύ υπερήφανοι. Απλά είπαμε: το ποιος όμως πήγε και είχε φυσική συμμετοχή σ’ αυτά είναι δική σας υπόθεση να το αποδείξετε. Αλλιώς, δεν πάμε με τον αστικό Ποινικό Κώδικα που λέει ότι πρέπει να υπάρχουν τεκμηριωμένες αποδείξεις (εσύ έκανες αυτό, εσύ προμηθεύτηκες, εσύ κατασκεύασες, εσύ πυροβόλησες), αλλά πάτε με το δόγμα της συλλογικής ευθύνης. Είσαστε μέλη; Το έχουμε παραδεχτεί και είναι τιμή μας και καμάρι μας; Θα φάτε και τις 16 ενέργειες της οργάνωσης. Αυτό είναι μια ποινική κουλτούρα που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό, από τις “αντιτρομοκρατικές“ διατάξεις που εισήχθησαν από το 2001 μέχρι το 2004. Είναι μια ποινική κουλτούρα που την έχουν εισάγει οι ΗΠΑ στον “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας“. Εμείς ξέρουμε ότι είμαστε δυο αντίπαλα στρατόπεδα, ότι είμαστε εχθροί. Ξέρουμε ότι θα μας καταδικάσετε, 25 χρόνια κατά συγχώνευση, το ξέρουμε. Απλά, κάνουμε μια παρέμβαση για να δείξουμε την υποκρισία του ποινικού σας συστήματος. Ενώ στα λόγια λέτε –και στο Ποινικό σας Δίκαιο- ότι πρέπει να τεκμηριωθεί ότι κάποιος έκανε αυτό κι αυτό, εσείς δεν πρόκειται να το κάνετε αυτό το πράγμα. Για έναν πολύ απλό λόγο. Εάν είχαμε αφήσει στοιχεία, το προηγούμενο χρονικό διάστημα, επί εφτά χρόνια, από το 2003 ως το 2010, εάν είχαμε αφήσει στοιχεία, η οργάνωση, τα μέλη, ότι ήταν εκεί κι εκεί, θα μας είχαν συλλάβει πολύ νωρίτερα. Δεν υπάρχει, όμως, ούτε ένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε με το βούλευμα που λέει ο κ. εισαγγελέας ότι δεν είναι αόριστο, δεν υπάρχει ούτε ένα αποδεικτικό στοιχείο ότι εσύ έκανες αυτό στην τάδε ενέργεια. Αυτό θέλω να πω. Παραπέρα… ένοχοι; Ενοχοι είμαστε γιατί είμαστε αντίπαλοί σας και εχθροί σας. Ενοχοι είμαστε, ναι, κι είναι τιμή μας και καμάρι μας. Αποδείξτε εσείς πού ήμασταν».
Επειδή το συγκεκριμένο θέμα σχολιάστηκε στο προηγούμενο φύλλο της «Κόντρας» από εμάς, με τον ίδιο τρόπο που το σχολίασαν οι Π. Ρούπα και Ν. Μαζιώτης (βλέπε
https://www.eksegersi.gr/article.php?issue_id=394&cat_id=33), παραθέτουμε και πάλι την ακριβή (ακριβέστατη) δήλωση-σχόλιο του προέδρου:
«Σε ό,τι αφορά τις αναφορές που έγιναν στο πρόσωπό μας ως δικαστών, εγώ έχω να πω ότι εάν από τη διαδικασία κάποιοι εκ των κυρίων κατηγορουμένων ή και όλοι αποδειχθούν αθώοι, αυτό όχι μόνο θα το πούμε, αλλά και θα το φωνάξουμε δυνατά προς πάσα κατεύθυνση».
Ο ίδιος, βέβαια, προσπάθησε να την αναιρέσει, μετά τα όσα είπαν τα δύο μέλη του ΕΑ, όμως στη σημερινή εποχή, εκτός από το scripta manent (τα γραπτά μένουν) ισχύει και το verba manent (τα λόγια μένουν), καθώς τα ηλεκτρονικά μέσα διευκολύνουν την ακριβή καταγραφή και αποτελούν ντοκουμέντα.
Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, ο πρόεδρος ανακοίνωσε ότι το δικαστήριο απορρίπτει κατ’ ουσίαν την ένσταση περί ακυρότητας. Η Π. Ρούπα παρατήρησε, ότι η απόφαση ανακοινώθηκε χωρίς καμιά αιτιολογία και ο πρόεδρος έδωσε την «καθιερωμένη» σ’ αυτές τις περιπτώσεις απάντηση, ότι η επιχειρηματολογία θα ανακοινωθεί… εν καιρώ τω μέλλοντι. Οταν καθήσουν να καθαρογράψουν την απόφαση, προφανώς, όπως γινόταν και σε όλα τα προηγούμενα τρομοδικεία. Προς το παρόν, απλώς διεκπεραιώνουν αυτά που πρέπει να διεκπεραιώσουν!
Στη συνέχεια, η υπεράσπιση υπέβαλε δυο αιτήματα. Το πρώτο αφορούσε τη δημοσιότητα της δίκης, δηλαδή την ελευθερία κάλυψής της από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Ο Σ. Φυτράκης υπέβαλε τα αιτήματα, με ουσιώδη επιχειρηματολογία, ενώ η Μ. Δαλιάνη (υπεράσπιση Γουρνά), με μια πολύ ουσιαστική και εμπεριστατωμένη ανάλυση, κατέδειξε ότι η απόλυτη δημοσιότητα της δίκης επιβάλλεται από το άρθρο 93 του Συντάγματος, προκειμένου να ασκείται ο κοινωνικός έλεγχος των πολιτών, αλλά και από την ΕΣΔΑ και τους περί «δίκαιας δίκης» κανόνες που αυτή περιλαμβάνει.
Ο εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη του αιτήματος, με ένα επιχείρημα τη σοβαρότητα του οποίου αφήνουμε στην κρίση του αναγνώστη. Διότι –όπως είπε- η παρουσία κάμερας θα τον αποσυντόνιζε, καθότι ο ίδιος δεν είναι ηθοποιός για να έχει εξοικείωση με το Μέσο, και θα εμπόδιζε τη σωστή κρίση του επί της υπόθεσης!
Οταν ο πρόεδρος ρώτησε τους κατηγορούμενους, αν κανένας τους έχει πρόβλημα με τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση, εισέπραξε αρνητική απάντηση απ’ όλους, ενώ οι Ν. Μαζιώτης και Π. Ρούπα έκαναν σύντομες τοποθετήσεις. Μην κρύβεστε, είπε ο Ν. Μαζιώτης. Ο μόνος λόγος για να μην επιτραπεί η μετάδοση της δίκης είναι για να μην γίνουν γνωστές οι πολιτικές μας απόψεις. Αν ήμασταν κοινωνικοί εγκληματίες, δεν θα είχατε πρόβλημα. Εγκληματικό είναι το καθεστώς που υπηρετείτε. Και η συγκεκριμένη δίκη είναι έγκλημα. Η δίκη μας άπτεται των ειδικών συνθηκών, είπε η Π. Ρούπα. Αν ο πολιτικός μας λόγος εξυπηρετούσε το καθεστώς, θα είχαμε δημοσιότητα. Ομως, στη σημερινή πολιτική συγκυρία η δίκη αυτή μπορεί να γίνει βήμα κατά του καθεστώτος. Στην πραγματικότητα, αυτοί που κυβερνούν κρύβονται.
Το δεύτερο αίτημα αφορούσε τη μεταφορά της δίκης στο Εφετείο, δεδομένου ότι μόνο ένας κατηγορούμενος είναι κρατούμενος (ο Κ. Κάτσενος) και ενδέχεται κι αυτός να αποφυλακιστεί σύντομα. Απαντώντας σ’ αυτό το λογικό (τουλάχιστον) αίτημα των συνηγόρων υπεράσπισης, ο εισαγγελέας είπε πως δεν συναινεί στη μεταφορά της δίκης στο Εφετείο, διότι η παρούσα αίθουσα εξασφαλίζει ασφάλεια, ενώ η αλλαγή αίθουσας είναι παρακινδυνευμένη! Δηλαδή, θεώρησε εκ προοιμίου τους κατηγορούμενους ενόχους και επικίνδυνους για την ασφάλεια των δικαστών! Και κατά τα άλλα, κόπτονται όλοι υπέρ του… τεκμήριου αθωότητας.
Σε τι έγκειται η διακινδύνευση; ρώτησε η Π. Ρούπα. Τι ακριβώς φοβόσαστε; Ζήτησε να εξηγηθεί παραπέρα η άποψη του εισαγγελέα. Αναμενόμενη χαρακτήρισε την εισαγγελική πρόταση ο Ν. Μαζιώτης. Θα έρθει μια εποχή που θα δικάζετε με κουκούλες, όπως στο Περού, είπε απευθυνόμενος στην έδρα, για να καταλήξει πως ο λόγος είναι ότι δε θέλουν να γίνει η δίκη πεδίο προπαγάνδισης των απόψεων του ΕΑ.
Ο Π. Ρουμελιώτης μίλησε για έλλειμμα επιχειρηματολογίας και για προκατάληψη στη συγκεκριμένη υπόθεση, ζητώντας εξηγήσεις από τη μεριά του εισαγγελέα. Από τη μια μιλάτε για διακινδύνευση, σχολίασε εύστοχα η Αννυ Παπαρούσσου, και από την άλλη μας λέτε ότι δεν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον από τη ραδιοτηλεοπτική κάλυψη της δίκης. Αυτό αποτελεί μια κραυγαλαία αντίφαση, διότι η διακινδύνευση σημαίνει ότι πρόκειται για μια πολύ σημαντική δίκη και επομένως υπάρχει δημόσιο συμφέρον και επιβάλλεται η πλήρης κάλυψή της από τα ΜΜΕ. Ο Σ. Φυτράκης αναφέρθηκε στην ευρύτατη δημοσιότητα που είχαν οι δίκες των χουντικών, αλλά και το Ειδικό Δικαστήριο του 1989, που δίκαζε πολιτικούς. Θύμισε, δε, ότι ο σχετικός νόμος που επί της ουσίας απαγορεύει τη ραδιοτηλεοπτική κάλυψη αυτών των δικών ψηφίστηκε ενόψει της πρώτης δίκης της 17Ν και έκτοτε εφαρμόζονται συστηματικά κατασταλτικές διατάξεις που περιορίζουν τα δικαιώματα των κατηγορούμενων.
Το δικαστήριο αποσύρθηκε για να εκδώσει απόφαση και μετά το διάλειμμα ο πρόεδρος ανακοίνωσε ότι επιφυλάσσεται επί του αιτήματος για μεταφορά της δίκης στο Εφετείο. Μάλλον πρέπει να βρεθεί ένας πιο εύσχημος τρόπος απόρριψης του αιτήματος, μετά τη «χοντροκομμένη» (και γι’ αυτό αποκαλυπτική) επιχειρηματολογία του εισαγγελέα.
Στη συνέχεια, οι υπερασπιστές των Ν. Μαζιώτη, Π. Ρούπα και Κ. Γουρνά υπέβαλαν ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, λόγω της πολιτικής φύσης των εκδικαζόμενων αδικημάτων. Κοινός τόπος των αγορεύσεων του Σ. Φυτράκη και της Μ. Δαλιάνη ήταν πως η ένσταση υποβάλλεται, κατά κάποιο τρόπο, για την τιμή των όπλων, γιατί παγίως σε όλες τις κατ’ ουσίαν πολιτικές δίκες αυτή η ένσταση απορρίπτεται και είναι σίγουροι ότι θα απορριφθεί και πάλι. Γι’ αυτό και οι εντολείς τους δεν ήθελαν να υποβληθεί αυτή η ένσταση.
Ο Σ. Φυτράκης μίλησε για την έννοια του πολιτικού αδικηματία, αναφέροντας τον ύμνο που έχει γράψει γι’ αυτόν ένας «γέρων», όπως είπε, ο Τσουκαλάς. Δεν παρέλειψε να ρίξει και μια μεγαλοπρεπέστατη μπηχτή σε σημερινό υπουργό, ο οποίος έχει γράψει ένα πολύ καλό βιβλίο γι’ αυτό το θέμα. Αναφερόταν στον Α. Λοβέρδο (δεν τον κατονόμασε), η διδακτορική διατριβή του οποίου εισηγούνταν την έννοια του «πολιτικού αδικηματία», αντί της στενής έννοιας του «πολιτικού αδικήματος». Αυτά τα έγραφε ο Λοβέρδος όταν ήταν ένας φιλόδοξος νέος νομικός, πριν αρχίσει την πολιτική του καριέρα. Γι’ αυτό, άλλωστε, το συγκεκριμένο βιβλίο του δεν το έχει επανεκδώσει και μόνο σε νομικές βιβλιοθήκες μπορεί κάποιος να το βρει. Ιδιαίτερο βάρος έριξε ο έμπειρος νομικός στην υπεράσπιση της ίδιας της υπόστασης των ΜΟΔ (Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια) και στο ρόλο που διαδραματίζουν οι ένορκοι στη λήψη των αποφάσεων σ’ αυτά τα δικαστήρια. Δεν μπορούμε, είπε, να δικάζουμε μόνο με τη δικαστική γραφειοκρατία, αλλά πρέπει να έχουμε και τους πολίτες.
Η Μ. Δαλιάνη ξεκίνησε χαρακτηρίζοντας τον ΕΑ «οργάνωση με βαθύ πολιτικό υπόβαθρο» και για να ισχυροποιήσει την άποψή της διάβασε αναλύσεις τρίτων για τη δράση της οργάνωσης, που είχε ως στόχο της την ανατροπή του ισχύοντος καθεστώτος. Εσείς θα πείτε, σημείωσε, ότι οι πράξεις δεν είναι πολιτικές, όμως και πάλι η δίκη θα παραμείνει μια πολιτική δίκη. Ο ορισμός του πολιτικού αδικήματος, που αναγνωρίζεται στο άρθρο 97 του Συντάγματος, είναι ένα από τα πιο δισεπίλυτα ζητήματα στα ελληνικά δικαστήρια. Παραμένει διαχρονικά ασαφής ο ορισμός αυτός, γιατί στην πραγματικότητα το σύστημα πρέπει ν’ αναγνωρίσει και να ορίσει τον πολιτικό του αντίπαλο. Εκανε μια εκτεταμένη ιστορική αναφορά στις διάφορες θεωρίες που αναπτύχθηκαν (αντικειμενική, υποκειμενική κ.λπ.), αποδεικνύοντας ότι όλες οι θεωρίες ήταν συνυφασμένες με και υπηρετούσαν πολιτικές σκοπιμότητες συγκεκριμένων χρονικών περιόδων.
Αναφερόμενη στον τελευταίο τρομονόμο, του 2004, που αντικατέστησε την έννοια του «οργανωμένου εγκλήματος» εισάγοντας ευθέως την έννοια της «τρομοκρατίας», η οποία περιγράφεται ως προσπάθεια κατάλυσης της καθεστηκυίας τάξης, η Μ. Δαλιάνη κατέδειξε τον τραγέλαφο που καλείται να υπηρετήσει το συγκεκριμένο δικαστήριο: θα πείτε ότι δεν είναι πολιτική αυτή η πολιτική πράξη! Δηλαδή, θ’ αναγνωρίσουν τον πολιτικό χαρακτήρα των πράξεων, για να τις εντάξουν στην έννοια της «τρομοκρατίας», και ταυτόχρονα θα πουν ότι δεν είναι πολιτικά τα αδικήματα, προκειμένου να μη δικαστούν από ΜΟΔ, όπως προβλέπει το άρθρο 97 του Συντάγματος. Ο κυρίαρχος λόγος, κατέληξε η συνήγορος, αρνείται ν’ αναγνωρίσει την ταυτότητα σ’ αυτόν που στρέφει τα όπλα εναντίον του.
Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Ν. Μαζιώτης, ξεκαθαρίζοντας από την αρχή ότι δεν θεωρεί τον εαυτό του πολιτικό εγκληματία ή αδικηματία, ούτε μ’ αυτή την έννοια. Θα απορρίψετε την ένσταση, είπε, για πολιτικούς λόγους. Γιατί έγιναν οι «αντιτρομοκρατικοί» νόμοι; Εσείς ως επαγγελματίες δικαστές, που πληρώνεστε για να βάζετε τον κόσμο φυλακή, δεν εμπιστεύεστε τους πολίτες. Είναι ψέμα ότι τρομοκρατούνται οι πολίτες σ’ αυτές τις δίκες και γι’ αυτό πρέπει ν’ αντικατασταθούν από επαγγελματίες δικαστές. Κανένας πολίτης δεν τρομοκρατήθηκε ποτέ. Ο λόγος που έφυγαν αυτές οι υποθέσεις από τα ΜΟΔ είναι γιατί εσείς είστε υπάλληλοι του κράτους, ενώ ένας πολίτης μπορεί να κρίνει διαφορετικά. Ο «αντιτρομοκρατικός» νόμος θέλει να μεγιστοποιήσει τις ποινές. Τώρα προβλέπονται 10 χρόνια μόνο για συμμετοχή στην οργάνωση. Και με το «διευθυντικό» ρόλο η ποινή πάει από 10 μέχρι 20 χρόνια. Ο μόνος λόγος που συστήνονται αυτά τα ειδικά δικαστήρια είναι οι μεγάλες ποινές.
Ο Ν. Μαζιώτης αναφέρθηκε στη δική του περίπτωση, όταν δικάστηκε παλιότερα για απόπειρα τοποθέτησης εκρηκτικού μηχανισμού στο υπουργείο Βιομηχανίας, σε ένδειξη συμπαράστασης στους κατοίκους των χωριών του Στρυμωνικού που πάλευαν ενάντια στη μεταλλουργία χρυσού. Δικάστηκε από ΜΟΔ, η απόφαση στον πρώτο βαθμό ήταν 15 χρόνια φυλακή, υπήρχε όμως και το ελαφρυντικό των «μη ταπεινών ελατηρίων». Αυτό έγινε για πρώτη και τελευταία φορά, σημείωσε. Τα δικαστήρια για τη 17Ν και τον ΕΛΑ δεν μπορούσαν να πουν το ίδιο, γιατί έμμεσα θ’ αναγνώριζαν ότι οι κατηγορούμενοι είχαν πολιτικά κίνητρα. Παρ’ όλο που επίσημα ποτέ δεν πρόκειται να μας αναγνωρίσετε ως πολιτικά υποκείμενα, το βούλευμα αναφέρει ότι θέλαμε ν’ ανατρέψουμε το σύστημα, άρα αναγνωρίζατε την πολιτική δράση του ΕΑ, τόνισε.
Ο σκοπός μας, συνέχισε, ήταν να επιφέρουμε μεγάλα πλήγματα στο σύστημα. Σ’ αυτό έχει δίκιο το βούλευμα. Μας θεωρούσαν πολιτική απειλή κι αυτό ήμασταν. Ολες οι πράξεις μας ήταν πολιτικές. Ποια πράξη του ΕΑ θεωρείτε έγκλημα;
Εγινε καμιά για ιδιοτελείς σκοπούς; Εμείς δεν βλάψαμε το λαό, αλλά το σύστημά σας, κι αυτό είναι πολιτική δράση. Θα σας θυμίσω αυτό που είπε ο Κλαούζεβιτς, ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Το κατηγορητήριο λέει ότι θέλαμε να χτυπήσουμε τις οικονομικές και πολιτικές δομές του συστήματος. Αυτό είναι σωστό, είπε ο Ν. Μαζιώτης και άρχισε να παραθέτει τις ενέργειες της οργάνωσης ενάντια σε πολιτικούς και οικονομικούς στόχους και να ρωτά: Πιστεύετε ότι τρομοκρατήθηκαν ο λαός και οι εργαζόμενοι από τη στρατηγική των χτυπημάτων του ΕΑ ενάντια σε κέντρα του ντόπιου και διεθνούς κεφαλαίου; Ο λαός και οι εργαζόμενοι ξέρουν πολύ καλά ότι αυτά τα κέντρα είναι που τους τρομοκρατούν. Πιστεύετε ότι ο λαός τρομοκρατήθηκε από τα χτυπήματα του ΕΑ κατά των ΜΑΤ; Δείτε τι μίσος βγάζει ο λαός στις διαδηλώσεις. Ούτε εσείς έχετε σχέση με τη δικαιοσύνη ούτε η αστυνομία. Είστε μισθοφόροι, γρανάζια ενός μηχανισμού καταπίεσης. Οσο για την επίθεση στην πρεσβεία των ΗΠΑ, μιλάει από μόνη της. Οι ίδιοι οι Αμερικανοί, σε κείμενά τους που δημοσιεύτηκαν από το Wikileaks, μιλούν για τις βαθιές αντιαμερικάνικες ρίζες που υπάρχουν στην Ελλάδα. Αφού απαρίθμησε τις στρατιωτικές επιθέσεις και τα πραξικοπήματα των ΗΠΑ σε όλο τον πλανήτη, ο Ν. Μαζιώτης κατέληξε: Κανένας στο λαό δεν τρομοκρατήθηκε από εμάς. Εμείς τρομοκρατήσαμε τους τρομοκράτες. Να έχετε το θάρρος να πείτε ότι μας δικάζετε γιατί είμαστε εχθροί σας και όχι να μιλάτε για τρομοκράτηση του λαού.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Τετάρτη 9 Νοέμβρη, με τοποθετήσεις των Π. Ρούπα και Κ. Γουρνά, όπως οι ίδιοι δήλωσαν.