Στον καπιταλισμό και ιδιαίτερα στο σύγχρονο καπιταλισμό οι τιμές –λένε– διαμορφώνονται ελεύθερα, με βάση τον ανταγωνισμό στην αγορά. Οι τιμές όλων των εμπορευμάτων, εκτός από το εμπόρευμα «εργατική δύναμη», η τιμή του οποίου διατιμάται. Διατιμάται από το κράτος (δημόσιος και ευρύτερος δημόσιος τομέας) και από τους καπιταλιστές στον ιδιωτικό τομέα. Εκεί υποτίθεται ότι λειτουργούν οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, που καταλήγουν σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε με απευθείας συμφωνία των μερών (εργαζόμενοι – εργοδότες) είτε με τη μεσολάβηση του κράτους (διαιτησία). Οι συλλογικές συμβάσεις κατοχυρώνουν τον εργαζόμενο από την αυθαιρεσία του εργοδότη. Καθορίζουν τους όρους εργασίας και την ελάχιστη αμοιβή. Ενας εργαζόμενος μπορεί να διεκδικήσει και να πάρει περισσότερα από τα ελάχιστα της συλλογικής του σύμβασης, ένας εργοδότης, όμως, θα παρανομήσει έτσι και πληρώσει κάτω από τα ελάχιστα.
Αυτό είναι το νομικό καθεστώς που διέπει την πώληση και αγορά του πιο πολύτιμου και πλουτοπαραγωγικού εμπορεύματος, της εργατικής δύναμης. Στην πράξη, βέβαια, αυτό το νομικό καθεστώς συχνά-πυκνά παραβιάζεται από τους εργοδότες. Υπάρχει, όμως, η δυνατότητα του εργαζόμενου να προσφύγει στη δικαιοσύνη και να διεκδικήσει τα νόμιμα. Οι διαδικασίες, βέβαια, είναι δαιδαλώδεις και λειτουργούν αποτρεπτικά, αλλά τουλάχιστον η δυνατότητα υπάρχει και δεν είναι λίγες οι φορές που εργαζόμενοι προσφεύγουν στα κρατικά όργανα (Επιθεωρήσεις Εργασίας) και στα δικαστήρια, διεκδικώντας τα νόμιμα από τους σφετεριστές εργοδότες.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, πληροφορηθήκαμε ότι υπάρχει μια ειδική κατηγορία εργαζόμενων, για τους οποίους δεν ισχύουν ούτε τα νόμιμα. Πρόκειται για τους μετανάστες και ειδικά τους εργάτες γης μετανάστες. Βέβαια, οι μετανάστες αποτελούν την τελευταία δεκαπενταετία (σ’ αυτή την περίοδο εντοπίζεται η αθρόα εισαγωγή τους στους μηχανισμούς παραγωγής υπεραξίας του ελληνικού καπιταλισμού). Ομως εδώ δεν αναφερόμαστε στις παράνομες μορφές εκμετάλλευσης των μεταναστών (μαύρη εργασία, ανασφάλιστη, με μεροκάματα κάτω από τα οριζόμενα από τις συλλογικές συμβάσεις, με τσαμπουκαλίδικη αύξηση του εργάσιμου χρόνου κ.λπ.), αλλά στη νόμιμη απασχόληση των μεταναστών εργατών γης στην ελληνική αγροτική οικονομία. Το τελευταίο κρούσμα, με τους μεγαλοαγρότες του Τυρνάβου, συνασπισμένους γύρω από τον «γαλάζιο» αγροτοπατέρα Θ. Νασίκα, που απειλούσαν τους μετανάστες με απέλαση, επειδή διεκδίκησαν αύξηση στο μεροκάματο, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της δουλοκτητικής συμπεριφοράς έναντι των αλλοδαπών αγροεργατών.
Ενώ ο νόμος απαιτεί τον καθορισμό κατώτερων και όχι ανώτερων ημερομισθίων (και ωραρίου και λοιπών εργασιακών σχέσεων, φυσικά) στους αλλοδαπούς αγροεργάτες επιβάλλεται ανώτερο μεροκάματο. Μεροκάματο πείνας, φυσικά, αν αναλογιστούμε ότι στα περίπου 26,5 ευρώ περιλαμβάνεται και το ποσό που ο αλλοδαπός πρέπει να πληρώσει για την υποχρεωτική ασφάλιση που του επιβάλλει το ελληνικό κράτος καθώς και τον κεφαλικό φόρο (50.000 δρχ. το χρόνο κατ’ άτομο), για να μπορέσει να ανανεώσει τις άδειες παραμονής και εργασίας. Είναι, βέβαια, δικαίωμα των εργοδοτών να πουν «τόσα δίνουμε και αν σας αρέσει». Είναι, όμως, δικαίωμα και των εργαζόμενων να πουν «θέλουμε τόσα κι αν δεν μας τα δώσετε δεν δουλεύουμε». Η στάση τους αυτή δεν έχει καν την έννοια της απεργίας. Είναι απλώς άρνηση να εργαστούν με ένα μεροκάματο που δεν τους αρέσει.
Αυτό, όμως, μπορεί να επιτρέπεται για οποιονδήποτε άλλο εργαζόμενο, όχι όμως για τον αλλοδαπό εργάτη γης. Τα αφεντικά συνασπίζονται και στέλνουν τελεσίγραφο: ή δέχεστε το ανώτατο μεροκάματο που εμείς κρίνουμε ότι πρέπει να πάρετε ή φωνάζουμε το χωροφύλακα και σας στέλνουμε για απέλαση. Σε προηγούμενες περιπτώσεις, όταν οι αλλοδαποί αγροεργάτες ήταν «λαθραίοι», συνέβη συχνά αυτό. Μόλις αποκαθιστούσαν ένα στοιχειώδη συντονισμό για να διεκδικήσουν καλύτερα μεροκάματα και αρνούνταν να πιάσουν δουλειά με αυτά που έδιναν τ’ αφεντικά, εμφανίζονταν στις πλατείες των χωριών τ’ αποσπάσματα, έπιαναν μερικούς και τους απέλαυναν, ώστε να φοβηθούν και να σκύψουν το κεφάλι οι υπόλοιποι. Τα τελευταία χρόνια, όμως, πάρα πολλοί αλλοδαποί που δουλεύουν στον αγροτικό τομέα και ιδιαίτερα εκείνοι που έχουν αποκτήσει κάποια παραγωγική εμπειρία είναι νόμιμοι, έχουν χαρτιά. Οι «Νασίκηδες», όμως δεν κωλώνουν. «Εμείς έχουμε υπογράψει τις συμβάσεις εργασίας – απαντούν – θα τις πάρουμε πίσω και θα τους απελάσουμε». Αυτό, βέβαια, είναι κομματάκι δύσκολο σε σχέση με το παρελθόν, αλλά ο εκβιασμός λειτουργεί. Γιατί ο μετανάστης, ακόμα και όταν είναι νόμιμος, είναι κυνηγημένος. Δεν θέλει μπλεξίματα με την αστυνομία και σ’ ένα επαρχιακό μέρος, όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, δεν έχει και τη δυνατότητα να κρυφτεί. Αμα μπλέξεις, τρέχα γύρευε να ξεμπλέξεις, είναι αυτό που έχουν εμπεδώσει οι μετανάστες.
Ετσι έγινε και στον Τύρναβο. Μπροστά στο θόρυβο που ξέσπασε, ο Νασίκας (που θέλει να κάνει και πολιτική καριέρα) και οι άλλοι μεγαλοαγρότες, φώναξαν κάποιους που αυτοχρίστηκαν εκπρόσωποι των αλβανών εργατών γης (η συνήθης ιστορία των συνδικαλιστικών «εκπροσωπήσεων», με τη διαφορά ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνδικαλισμός ήταν άτυπος) και έκλεισαν μαζί τους συμφωνία στα 28 ευρώ (στη μέση). Οσο για το πρόβλημα που υπήρξε, «το διόγκωσε μερίδα του Τύπου». Αφεντικά και δούλοι καταδίκασαν εκείνους που προσπάθησαν να παρουσιάσουν τον Νασίκα και τους κτηματίες της περιοχής ως ρατσιστές. Προφανώς, τα τελεσίγραφα στην αλβανική γλώσσα που εν είδει σουλτανικού φιρμανιού αναρτήθηκαν στο δημαρχείο και στα κεντρικά καφενεία ήταν… αποκύημα της φαντασίας των δημοσιογράφων, των στελεχών του τοπικού Εργατικού Κέντρου και αγροτοσυνδικαλιστών της Ενωτικής Ομοσπονδίας (Πατάκης, Αρχοντής κ.ά.), που καταδίκασαν το γεγονός και εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στους μετανάστες εργάτες γης.
Εμείς τον πιστεύουμε τον Νασίκα και τους άλλους κτηματίες της περιοχής, που σκίζουν τα ρούχα τους ότι δεν είναι ρατσιστές και πως με τους Αλβανούς ζούν εδώ και χρόνια μαζί και δεν έχουν κανένα πρόβλημα. Πράγματι, δεν είναι ρατσιστές, αλλά κτηματίες καπιταλιστές, με εκατοντάδες στρέμματα διάφορων καλλιεργειών, κοπάδια, υποστατικά και μηχανήματα. Και τους Αλβανούς τους αγαπάνε. Οπως ακριβώς αγαπούσαν οι πατεράδες τους τα καλά άλογα. Οπως αγαπούν οι ίδιοι τα τρακτέρ με τα πολλά «άλογα». Λίγο λιγότερο απ’ όσο αγαπούν τις «Μερσεντέ» και τις «Μπέμπες» με τις οποίες σκάνε τ’ απόγευμα για καφέ στην πλατεία της Λάρισας και αργά το βράδυ για να πνίξουν τους… καημούς τους στο ουΐσκι ακούγοντας Πέπη Τσεσμελή και άλλα… αηδόνια του κάμπου. Τους αγαπούν τους Αλβανούς όσο αυτοί συμπεριφέρονται σαν καλά άλογα. Υπάκουα, δουλευτάρικα, που τρώνε και πίνουν ό,τι και όσο τους προσφέρει το αφεντικό, χωρίς ποτέ να δυστροπούν. Μόλις οι Αλβανοί (οι πιο «ζωηροί» από τους αγροεργάτες) αρχίζουν να συμπεριφέρονται όχι σαν άλογα αλλά ως εργαζόμενοι άνθρωποι, το καλό αφεντικό θυμώνει, γίνεται άλλος άνθρωπος και επισείει την απειλή της απέλασης. Αυτό, όμως, δεν είναι ρατσισμός, έτσι δεν είναι; Ρατσισμός είναι να τους πιάνεις, να τους σταυρώνεις και να τους καις ζωντανούς, όπως έκανε η Κου-Κλουξ-Κλαν στον αμερικάνικο νότο…
Κάπως έτσι αναπτύσσεται ο ρατσισμός στην ελληνική ύπαιθρο. Μέσα από μια αντίληψη που αντιμετωπίζει τους μετανάστες ως υποζύγια. Μόλις τα «υποζύγια» σηκώσουν λίγο το κεφάλι και ζητήσουν πέντε ευρώ αύξηση στο μεροκάματο και ιδιαίτερα όταν αυτή τη διεκδίκηση την κάνουν μέσα από μια υποτυπώδη συλλογικότητα, ξυπνάει ο «Ελληνάρας» και απαιτεί να φύγει «ο Αλβανός» και στη θέση του να έλθει άλλο υποζύγιο, υπάκουο, που δεν θα αντιμιλά στον αφέντη και δεν θα θέλει αύξηση στο μεροκάματο. Οι πλούσιοι αγρότες πρωτοστατούν σ’ αυτές τις μαύρες κινήσεις. Γιατί αυτοί είναι που νοικιάζουν πολλούς εργάτες γης και υπογράφουν ακόμα και συμβόλαια για την εισαγωγή μεταναστών. Πίσω τους συνασπίζονται, όμως, και οι φτωχοί αγρότες (πλην λίγων φωτεινών εξαιρέσεων), οι οποίοι ακολουθούν τα «κεφάλια» των χωριών σε όλες τις εκδηλώσεις (κοινωνικές και πολιτικές). Οσο σφίγγει η κρίση, όσο η αντιαγροτική πολιτική του κεφάλαιου και της ΕΕ σπρώχνει τη φτωχή αγροτιά στο ξεκλήρισμα, τόσο αυτή βιώνει τη μεγάλη αντίφαση του μικροπαραγωγού: θέλει αλλά δεν μπορεί να παλέψει ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο και ταυτόχρονα συνασπίζεται μαζί του ενάντια στους εργάτες γης, αντί να συνασπιστεί με τα ταξικά του αδέλφια.