Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η κυβέρνηση της ΝΔ πέρασε μια σειρά από σκληρά αντεργατικά μέτρα. Οι αντιδράσεις που συνάντησε ήταν από ήπιες ως πολύ χαλαρές. Το κόστος των επιλογών φαίνεται να είναι αντιστρόφως ανάλογο με την έκταση και την βαρβαρότητα των μέτρων. Αυτό, βέβαια, θα το κρίνουν οι κάλπες, αφού εκεί η συντριπτική πλειοψηφία των λαϊκών μαζών -τουλάχιστον μέχρι τώρα- εξαντλεί τις κοινωνικές της επιλογές. Εμείς, όμως, δεν μπορούμε να περιμένουμε εκείνο ή το άλλο εκλογικό παζάρι. Πρέπει να ρίξουμε μια διερευνητική ματιά στα συμπεράσματα που βγαίνουν από αυτή την περίοδο και να πράξουμε αναλόγως.
Δυο βασικά συμπεράσματα μπορεί να βγάλει κανένας. Ενα είναι ότι ο κόσμος, ο εργαζόμενος κόσμος, ακούει, παρακολουθεί τις εξελίξεις, προβληματίζεται με το τι θα φέρουν στη ζωή του, αλλά ταυτόχρονα δεν δείχνει διαθέσιμος να μπει μπροστά, να παλέψει. Την εικόνα αυτή τη βιώσαμε πολύ παραστατικά στις εξορμήσεις για το μοίρασμα της προκήρυξης της Κόντρας για το ασφαλιστικό. Το δεύτερο είναι η ολοφάνερη πλέον αδυναμία των γραφειοκρατών της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ να συσπειρώσουν στοιχειωδώς τον κόσμο, να τον κινητοποιήσουν, παρ’ όλη την έκταση και την ένταση της επίθεσης.
Οι γραφειοκράτες και οι μαϊντανοί τους αυτή την ολοφάνερη, τη διά γυμνού οφθαλμού διακρινόμενη αδυναμία τους προσπαθούν να τη χρησιμοποιήσουν σαν άλλοθι της τακτικής τους, σαν δικαιολογία για τις επιλογές τους. Αυτό πρέπει να κάνουν, αυτό κάνουν. Οι γραφειοκράτες για να υπερασπιστούν τις θέσεις τους, τις καρέκλες τους, τα οφίτσιά τους και οι μαϊντανοί για να υπερασπιστούν τις πολιτικές τους επιλογές, τις δικές του εμμονές: για ένα κίνημα παιδική χαρά, σχολικό περίπατο, λαϊκή εμποροπανήγυρη.
Το ζήτημα, όμως, είναι ότι το άλλοθι των γραφειοκρατών («δεν τραβάει ο κόσμος») είναι στην πραγματικότητα βαριά κατηγορία για τους ίδιους τους γραφειοκράτες. Γιατί ο κόσμος δεν έφτασε μόνος του εδώ που έφτασε. Ενα σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση του κόσμου το έχει η ίδια η γραφειοκρατία. Η πολιτική που ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια οδήγησε σε αυτή την κατάσταση.
Στους εργαζόμενους εκείνο που μετράει είναι ότι η γραφειοκρατία κατά κανόνα ξεπουλάει, παρά διαχειρίζεται με αγωνιστικό τρόπο τις συγκρούσεις με τις κυβερνήσεις και τα αφεντικά. Τα παραδείγματα που έχουν είναι πάρα πολλά και δεν τα ξεχνούν εύκολα. Κάθε άλλο. Αλλά αυτό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έχει ένα ολόκληρο οπλοστάσιο πολιτικών, ιδεολογικών και πρακτικών θέσεων, που προώθησε στις εργαζόμενες μάζες και τις οδήγησε στην αδράνεια και το συμβιβασμό.
Ιδεολογικοπολιτικά τοποθετείται στη γραμμή της ταξικής συνεργασίας. Διεκδικεί μια αστική αναπτυξιακή πολιτική, όπου οι εργάτες σε συνεργασία με τα αφεντικά θα παράγουν και θα απολαμβάνουν μια ευτυχισμένη εκμεταλλευτική ζωή. Τις αντιθέσεις που θα προκύπτουν θα τις λύνουν τα αρμόδια θεσμικά όργανα, που το καθένα θα έχει το δικό του διακριτό ρόλο. Με αναβαθμισμένο πάντα το ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Ακόμα και για το διευθυντικό δικαίωμα αυτό ζητούσαν. Τόσο ξεφτιλισμένοι. Γι’ αυτό η γραφειοκρατία συμμετέχει καμαρωτή – καμαρωτή σε όλα τα όργανα ταξικής συνεργασίας. Εκεί δίνει τον καλύτερο εαυτό της, με το αζημίωτο μάλιστα. Το αστικό κράτος όχι μόνο δεν είναι αντίπαλος, αλλά είναι ένας μηχανισμός απαραίτητος για τη σωστή τήρηση του συνδικαλιστικού παιχνιδιού και για την αναγκαία χρηματοδότηση των «σύγχρονων» συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων. Οι κοινωνικές τάξεις πρέπει να είναι συνεργάσιμες και το αστικό κράτος, που είναι ουδέτερο, πρέπει να φροντίζει για την ομαλή τους συνεργασία. Αυτή είναι η γραμμή τους εδώ και πολλά χρόνια. Γιατί αναρωτιόμαστε, λοιπόν, για τη σημερινή κατάσταση;
Βεβαίως, αυτό το σύστημα αξιών, αστικών αξιών, καθορίζει ένα συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας και οργάνωσης. Καθορίζει την αστική ιεραρχία, που οι πάνω, οι φωτισμένοι, αποφασίζουν και οι κάτω εκτελούν. Καθορίζει την κοινοβουλευτικοποίηση του κινήματος, την ανάθεση των υποθέσεων των μαζών στους ειδικούς συνδικαλιστές. Οταν αυτοί δεν επαρκούν, υπάρχουν οι δικηγόροι, υπάρχουν οι δημοσιογράφοι, τα φιλολαϊκά πρωινάδικα, υπάρχουν οι πολιτικοί.
Πριν από μερικά χρόνια, όταν η γραφειοκρατία έδειξε πια ολοκάθαρα το αστικοποιημένο της προσωπείο, με αφορμή μια σειρά από ξεπουλήματα αγώνων ή μια σειρά από εξόφθαλμες αδυναμίες αντιμετώπισης προβλημάτων, άνοιξε μια σοβαρή συζήτηση, για το πώς πρέπει να παρεμβαίνουμε στο κίνημα, για τη δημιουργία κινήματος, όλοι εμείς που επικαλούμαστε την ταξική γραμμή. Ενώ ο προβληματισμός ήταν θετικός και απλώθηκε σε αρκετό κόσμο, η κατάληξη ήταν αρνητική. Η μεγάλη πλειοψηφία των ταξικών συνδικαλιστών ξαναγύρισε στην πεπατημένη. Στη γραμμή δράσης -σαν κυρίαρχο στοιχείο εννοούμε πάντα- μέσα από την ιεραρχική δομή της γραφειοκρατίας, στην προσπάθεια να την σπρώχνει σε αγωνιστικό δρόμο.
Οι λόγοι είναι αρκετοί. Ο κυριότερος λόγος είναι ο συνδυασμός της δυσκολίας που έχει ένα τέτοιο εγχείρημα με την ιδεολογικοπολιτική επίθεση που δέχτηκε από ένα μεγάλο τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Που μπορεί να είναι οργανικά εξωκοινοβουλευτική, μπορεί να επαναλαμβάνει σε κάθε στροφή ότι κάνει ταξικό συνδικαλισμό, αλλά διαπνέεται από ρεφορμιστική πολιτική, από νομιμόφρονη στάση απέναντι στο καθεστώς και τους θεσμούς του. Ενας εξίσου σοβαρός λόγος είναι ότι μια τέτοια πρωτόγνωρη αλλά απολύτως αναγκαία -με βάση τις εξελίξεις στο γραφειοκρατικό συνδικαλισμό και στις εργαζόμενες μάζες- δράση απαιτεί όχι μόνο ανατροπή πάγιων συμπεριφορών και πρακτικών, αλλά και μια ευρύτερη πολιτική αναζήτησης και στήριξης. Χωρίς αυτή, ο ταξικός συνδικαλισμός μετατρέπεται σε συνδικαλισμό και τίποτε άλλο. Τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα οι οικοδόμοι. Οι εκλογές, οι ξεφτιλισμένες εβδομαδιαίες εκλογές, δίπλα και σε συνεργασία με τον ΟΑΕΔ, μετατράπηκαν σε εφαλτήριο για να γίνει η «Πρωτοβουλία» ένα συνηθισμένο εκλογικό σχήμα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Αυτό δείχνει με τον πιο παραστατικό τρόπο την έκταση του προβλήματος. Από τη μια η γραφειοκρατία όλα αυτά τα χρόνια, βήμα το βήμα, πρόβλημα το πρόβλημα, απεργία την απεργία, έκοβε τους δεσμούς της με τις μάζες, από την άλλη το μεγαλύτερο τμήμα του ταξικού συνδικαλισμού, στο όνομα των μαζών, όλο και εισχωρούσε βαθύτερα στο σώμα του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού. Χιλιάδες χαμένες ώρες στα θεσμικά όργανα της γραφειοκρατίας. Μόνο τμήμα τους να πήγαινε στους χώρους δουλειάς τα πράγματα θα ήταν καλύτερα.
Το θέμα, βεβαίως, δεν είναι πού πήγε το μεγαλύτερο μέρος του ταξικού συνδικαλισμού της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Το θέμα ήταν και εξακολουθεί να παραμένει με δραματικό τρόπο, μετά και τις τελευταίες εξελίξεις, μετά την εξόφθαλμη αδυναμία του κρατικού συνδικαλισμού να χειριστεί στοιχειωδώς θέματα με τεράστια σημασία, η ανεξάρτητη ταξική παρέμβαση και δράση. Υπάρχει πιο σίγουρο συμπέρασμα από αυτό;
Παντελής Νικολαΐδης








